top of page
IMG_20180426_150852.jpg
Χωρίς τίτλο7.png

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου


Απ' όλους τους αρχαίους λαούς που είναι γνωστοί σ’ εμάς, όσο γνωρίζω, οι Ελληνες ήταν οι πρώτοι που κατάφεραν να γράψουν ιστορία, όπως την ξέρομε εμείς σήμερα. Λαός πανάρχαιος οι Αιγύπτιοι (ο Μήνης, ο πρώτος βασιλιάς όλης της Αιγύπτου, ανέβηκε στο θρόνο το 3315 π.Χ.) ποτέ δεν μπόρεσαν να συλλάβουν το πνεύμα της ιστορίας και να καθορίσουν χρονικά ένα σημείο, ως αφετηρία ιστορική, όπως το έκανε ο Θουκυδίδης. Σ' αυτούς η χρονολογία θεωρούνταν τα έτη του κάθε βασιλιά και βασιλιάδες υπήρξαν άπειροι. Μέχρι την κατάληψη τής Αιγύπτου από τους Πέρσες, το 525 π.Χ., βασίλεψαν 26 δυναστείες. Επί πλέον το έτος των Αιγυπτίων αποτελούνταν από 365 μέρες, δηλ. κάθε 4 χρόνια υπήρξε καθυστέρηση μιας μέρας. Επομένως σε 1460 χρόνια έχομε καθυστέρηση ενός έτους.(1). Καταβλήθηκε πολύς μόχθος από τους ερευνητές της αιγυπτιακής ιστορίας και τέχνης και αυτός που κατάφερε να καθορίσει με επαρκή ασφάλεια τη χρονολογία των δυναστειών ήταν ο Edward Meyer.

Και στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν γενεαλογικοί κατάλογοι βασιλέων, αρχόντων ιερέων και ιερειών. Περίφημοι και πολύ γνωστοί ήταν ο κατάλογος των ιερειών του Ηραίου Αργους, των βασιλέων και εφόρων της Σπάρτης (αφετηρία του έχει το 757/56 π.Χ.) και των βασιλέων των Αθηνών (με αφετηρία το 683/2 π.Χ.)2. Αν και οι κατάλογοι αυτοί αποτελούσαν ιστορικά κείμενα για κάθε πόλη, όμως για το συγχρονισμό γεγονότων που αφορούσαν και άλλες πόλεις, παρουσιάζονταν ορισμένες δυσκολίες. Από τους πεζογράφους πρώτος ήταν ο Ηρόδοτος που χρησιμοποίησε τον κατάλογο των βασιλιάδων της Σπάρτης για να χρονολογήσει ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός, την κάθοδο των Δωριέων.

Ο Θουκυδίδης που θέλησε περισσότερο από κάθε άλλον να "χρονώσει" τον χρόνο, παίρνοντας ως χρονική αφετηρία ένα κοινό, ανάμεσα στις πόλεις, και σταθερό σημείο, ιδού πως περιγράφει την εισβολή των Θηβαίων στις Πλαταιές, κατά τό πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.): «Στο Αργος η ιέρεια Χρυσίς βρισκόταν στα σαράντα οχτώ χρόνια τής ιερωσύνης της, στη Σπάρτη βρισκόταν πρώτος έφορος ο Αινήσιος και στην Αθήνα επώνυμος άρχων δυο ακόμη μήνες ο Πυθόδωρος. (Στήν Αθήνα επώνυμος αρχών ονομαζόταν αυτός που έδινε το όνομά του στο έτος κατά το οποίο τελούσε το λειτούργημά του). (Η εισβολή έγινε) έξι μήνες μετά την μάχη της Ποτίδαιας (και ως προς την εποχή του έτους) μόλις άρχιζε η άνοιξη».(3). Τη μέθοδο αυτή την αναλύει ο ίδιος ο ιστορικός σε άλλο σημείο της ιστορίας του.

«Για τη χρονολόγηση είναι προτιμότερο να έχει κανείς υπ' όψη του τη φυσική διαίρεση του χρόνου, παρά τους καταλόγους των ονομάτων των αρχόντων ή εκείνων που έχουν κάποιο αξίωμα, καταλόγους που μεταχειρίζονται διάφορες πολιτείες για να χρονολογήσουν τα γεγονότα. Με τον δεύτερο τρόπο δεν προκύπτει πότε ακριβώς συνέβη κάτι, δηλαδή στην αρχή, στο τέλος ή σε άλλο χρονικό σημείο του χρόνου (προφανώς εδώ κάνει κριτική στον Ηρόδοτο) κατά το οποίο τα πρόσωπα αυτά ασκούσαν το λειτούργημά τους. Ενώ αν μεταχειρίζεται κανείς τον τρόπο με τον οποίο γράφω, δηλαδή παράθεση γεγονότων κατά καλοκαίρι και χειμώνα, υπολογίζοντας ότι κάθε μια από τις δυο εποχές αντιστοιχεί με μισό χρόνο, θα βρει ότι η διάρκεια του πρώτου αυτού πολέμου (εννοεί την πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, τον λεγόμενο και Αρχιδάμειο πόλεμο: 431-421 π.Χ.) ήταν δέκα καλοκαίρια και άλλοι τόσοι χειμώνες». (4).

Η Ελληνική ιστορία ξεκινώντας από τις "Γενεαλογίες" του Εκαταίου από τη Μίλητο (γεννήθηκε γύρω στο 550 π.Χ.), ο οποίος για γενάρχη τού παρουσίαζε ένα θεό, (5) έφθασε με τον Θουκυδίδη στην ιστορική έρευνα και τον ιστορικό χρόνο με απαράμιλλη επιστημονική μέθοδο. Τα λίγα αυτά, για να ιδούμε πώς φθάσαμε να "χρονωθεί" στην ιστορία ο χρόνος, ο οποίος αντικειμενικά βλεπόμενος, αδιαφορεί για τις δικές μας πράξεις και εφαρμογές.

Στο χώρο της φιλοσοφίας, και στα δυο αντίθετα ρεύματα, τον υλισμό και τον ιδεαλισμό, αλλιώτικη υφή αποχτά η έννοια του χρόνου. Για τους υλιστές χώρος και χρόνος είναι καθολικές μορφές της ύλης. Οποιαδήποτε αλλαγή στον κόσμο συντελείται κάπου, σε κάποιο χώρο και κάποτε, σε κάποιο χρόνο. Στον αντικειμενικό κόσμο δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνον ύλη κινούμενη· και αυτή η ύλη δεν μπορεί να κινηθεί αλλιώς παρά μόνο στον χώρο και στον χρόνο. Η ύλη νοείται ανέκαθεν εν κινήσει, κινούμενη. Για τους υλιστές δεν τίθεται καν το ερώτημα ποιος έδωσε ή πως δόθηκε η πρώτη κίνηση. Η ύλη ως αντικειμενικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση. Ο διαχωρισμός της ύλης από τη συνείδηση και ο διαχωρισμός του υλικού Είναι από το Νόηση αποτελεί μια από τις κυριότερες διαφορές ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό(6). Γιαυτό και στον κοινωνικό τομέα οι οπαδοί αυτής της θεωρίας πρεσβεύουν ότι δεν καθορίζει η συνείδηση των ανθρώπων το Είναι τους, αντίθετα το κοινωνικό Είναι καθορίζει τη συνείδησή τους (7)]. Η ύλη σε οποιαδήποτε μορφή και κατάσταση έχει χρονικές ιδιότητες. Ο χρόνος εκφραζόμενος στην αλλαγή και την εξέλιξη της ύλης έχει μια αυστηρά προσδιορισμένη κατεύθυνση.Τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος είναι αντικειμενικοί, υπάρχουν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και είναι το ίδιο αιώνιοι και άπειροι όσο και η ίδια η ύλη. Φανερό, λοιπόν, πως για τους υλιστές χώρος και χρόνος έχουν αντικειμενική υπόσταση, υπάρχουν έξω από την ανθρώπινη συνείδηση, τα προβλήματα που θέτει η φιλοσοφία τους ανήκουν εδώ, στον δικό μας κόσμο, δεν υπάρχει άλλος κόσμος γι αυτούς και καμιά άλλη διάσταση της πραγματικότητας.

Εντελώς αντίθετη άποψη έχει η ιδεαλιστική φιλοσοφία με κυριότερο εκπρόσωπό της τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο Immanuel Kant. Για τον Kant ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι κάτι που υπάρχει έξω από εμάς, δεν είναι ιδιότητες των υλικών φαινομένων, δεν έχουν καμιά υλικότητα παρά είναι ιδιότητες του αισθητικού και νοητικού μας οργάνου. Είναι τρόποι με τους οποίους το πνεύμα μας συντάσσει και ταχτοποιεί το άπειρο πλήθος των αισθημάτων, που στέλνουν στη συνείδησή μας τα αισθητήρια όργανά μας, είναι έννοιες έμφυτες, τύποι που υπάρχουν πριν από την εμπειρία, προεμπειρικοί, a priori, (=εκ των προτέρων) που η αισθητική και η νόηση τους βάζει στα πράγματα, γι αυτό δεν έχουν καμιά αντικειμενική αξία. Χώρος και χρόνος είναι ενέργειες του Εγώ, φαινόμενα του πνεύματος, κατάγονται από εμάς, όχι από τα πράγματα. Εξω από εμάς δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος. Αντίθετα τα στοιχεία της γνώσης των πραγμάτων που μας προσφέρουν οι αισθήσεις έρχονται δεύτερα γιαυτό και η φιλοσοφία αυτή τα ονομάζει πάλι με τον λατινικό όρο a posteriori, δηλαδή εκ των υστέρων (8).

Στην πορεία της όμως και αυτή η φιλοσοφική σχολή νέρωσε το κρασί της. Υπάρχουν και άλλοι φιλόσοφοι που δεν δέχονται πως οι έννοιες του χώρου και του χρόνου είναι προεμπειρικές, a priori, αλλά δημιουργούνται εξελιχτικά, είναι δηλαδή κάτι που το έφτιαξε η ζωή για τις ανάγκες της (9). Για τη συνείδησή μας η ροϊκότητα είναι η βασική ιδιότητα του χρόνου που τον διακρίνει. Η κίνηση της γης γύρω από τον άξονά της με την εναλλαγή της μέρας και της νύχτας, οι εναλλαγές των εποχών, τα νιάτα και τα γηρατειά, ήταν οι φυσικές αφορμές που όχι μόνον έδωσαν την έννοια του χρόνου αλλά και στάθηκαν αφορμή για τη μέτρησή του. Από τις κλεψύδρες και τα ηλιακά ρολόγια φτάσαμε στον αστρονομικό χρόνο που τον μετρούν τα διάφορα αστεροσκοπεία του κόσμου και στα ηλεκτρονικά όργανα που μετρούν και κλάσματα του δευτερολέπτου.

Αλλά και ο χρόνος αυτός ο ευθύγραμμος, ο γραμμικός, όσο και αν τον ονομάζομαι αντικειμενικό και αυτός συμβατικός είναι, γιατί δεν είναι ενιαίος, εξαρτάται από τον τόπο του παρατηρητή. Αν βρεθούμε σε έναν άλλο πλανήτη με διαφορετική κίνηση από αυτήν του πλανήτη μας, για το ίδιο γεγονός θα έχομε διαφορετικό χρόνο. Αλλά και εδώ στη γη μας όταν στη Νέα Υόρκη είγαι 7 το πρωί στην Ελλάδα είναι 12 το μεσημέρι ενώ στην Κίνα και στις Φιλιππίνες 6 το βράδυ. Διαπιστώνουμε πως μέσα στο σύμπαν έννοιες όπως "απάνω" και "κάτω", "δεξιά" και "αριστερά", "μέρα" και "νύχτα", "ενιαίος χρόνος" δεν έχουν καμιά αντικειμενική υπόσταση.Η μέτρηση και η κατάτμηση του χρόνου είναι ανθρώπινη επινόηση και δεν υφίσταται στη φυσική τάξη. Βγάλτε έξω τον άνθρωπο τον "πάντων χρημάτων μέτρον", όπως τον προσδιόρισε ο Πρωταγόρας, και ο χρόνος εξαφανίζεται. Είμαστε ζυμωμένοι με τον χρόνο. Να βγούμε έξω από αυτόν δεν γίνεται. «Αιών παις εστι παίζων, πεσσεύων παιδός η βασιλείη» διαπιστώνει ο μεγάλος Εφέσιος φιλόσοφος Ηράκλειτος. Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ρίχνοντας ζάρια' ενός παιδιού η βασιλεία. Ο χρόνος είναι το παιχνίδι ενός παιδιού, που συνεχώς χτίζει και σοφός είναι αυτός που έχει καταλάβει το παιχνίδι. Εχουμε τη δύναμη ενός παιδιού πάνω στο χρόνο, που ξεπερνά κι εμάς και τα σχέδιά μας (10). Τον είπαν και πανδαμάτορα και οι Λατίνοι (Οβίδιος) τον είδαν σαν τρωκτικό, που καταβροχθίζει τα πάντα! tempus edax rerum (= ο χρόνος τρώει τα πράγματα). Τον ανέβασαν και στην αξιολογική κλίμακα με ηθικές διαστάσεις: "Ηθους δε βάσανός εστιν ανθρώποις χρόνος", που σημαίνει πως το ήθος ενός ανθρώπου ελέγχεται με την πάροδο του χρόνου, μάς λέγει ο φιλάνθρωπος Μένανδρος. Από μια άλλη διάσταση τον είδαν και ως θεραπευτή του πόνου, με τη γνωστή από τα Συνταχτικά φράση "ο κοινός ιατρός θεραπεύση σε, χρόνος".

Οσο πλησιάζομε στα ενδότερα, στον εσωτερικό χώρο του ανθρώπου, ο συνειδησιακός χρόνος αποχτά την έννοια της ελαστικότητας. Μηκύνεται και ελαττώνεται αντίθετα από τις επιθυμίες των δύσμοιρων θνητών. «Βραχύς ο βίος ευ πράσσοντι, δυστυχούντι δε μακρός» ("Ανθολόγιον" Στοβαίου)· που σημαίνει πως όταν ευτυχεί κανείς ο χρόνος είναι φευγαλέος και αντίθετα όταν δυστυχεί, αργός και δυσβάσταχτος. Ποιος δεν θυμάται τη σπαραχτική ικεσία που εκπέμπει ο Λαμαρτίνος μπροστά στην αδυσώπητη ροή του χρόνου.

Κράτησε χρόνε, κράτησε το πέταμά σου τώρα /και σεις μην κάνετε φτερά χαρούμενες στιγμές, /σταθείτε να χαρούμε εδώ στις ευτυχίας την ώρα /τις μέρες τις χρυσές. Αυτός ο χρόνος ο υπαρξιακός, σύμμαχος ή αντίπαλος του ανθρώπου δεν μπορεί να υπολογιστεί με ισότιμες μονάδες. Δεν μπορεί να παγιδευτεί στην αιωνιότητα μιας άχρονης περίπτυξης ούτε μπορεί να εξοστρακιστεί από μια τυραγνισμένη συνείδηση, που την εξουθενώνει ο πόνος.

Γι αυτό, φίλοι μου, ας σταθούμε απέναντι στο χρόνο φιλάνθρωποι. Είναι μια καταχτημένη αρετή αυτού του λαού που γέννησε κι άλλες αξίες, όταν άλλοι ζούσαν ακόμη κοινή ζωή με άλλα έμβια όντα του πλανήτη μας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ .

1.Σπύρου Μαρινάτου "Αιγυπτιακός Πολιτισμός". Λιθογραφημένες παραδόσεις. Αθήνα 1947, σελ.6. 2 "Ιστ. Ελλ. Εθνους", Εκδοτική Αθηνών Τ.2σ.9. 3.και 4. Θουκυδίδης βιβλ. 2,1 και βιβλίο 5,20. Μετάφραση Αγγ. Βλάχου.

5.Ι.Θ. Κακριδή "Από τον κόσμο των Αρχαίων" Θεσσ. 1981, Τ.2ος σελ.3

6 και7. ΕΣΣΔ. Ινστιτούτο Φιλοσοφίας "Βασικές Αρχές της Υλιστικής Φιλοσοφίας" Σ.Ε. Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1 8. Ν. Θεοδωρακόπουλου "Εισαγωγή στη Φιλοσοφία" Τ. 4, Αθήναι 1974.

9. X. Θεοδωρίδη "Εισαγωγή στη Φιλοσοφία" Κολλάρος Β' Εκδ. 1955, σελ. 308.

10.Κώστας Αξελός "Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία" Εξάντας 1974, σελ. 53.

Κώστας Τσιλιμαντός

Κοιτώ τα σύρματα ψηλά στις ηλεκτρικές κολόνες. Μέσα εκεί το κορμί του σύρματος διαπερνά μια αόρατη τρομαχτική δύναμη. Γίνεται φώς και φωτίζει, φωτιά και καίει, ψύξη και παγώνει, ενέργεια και κινεί εργοστάσια, κινεί όλο τον κόσμο, θρέφει δισεκατομμύρια ψυχές.

Ζωοδότρα πηγή! Κι όμως, λίγο να λαθέψεις και να την αγγίξεις γυμνός, σ’ έκαμε κάρβουνο!

Να λοιπόν στο ίδιο πράγμα η τυπική μορφή του καλού και του κακού, που είναι ένα. (Καλό και κακό είναι ένα, στη δεύτερη αναβαθμίδα του φιλοσοφικού στοχασμού του Καζαντζάκη). Ανάλογα με τη χρήση. Και για να ’μαστε πιο ακριβοδίκαιοι. Ούτε καλό ούτε κακό. Αδιάφορο είναι. Από δική μας χρήση γίνεται καλό ή κακό.

Αυτό είναι το τρομαχτικό μήνυμα της Φύσης. Να υπάρχει και να δουλεύει πέρα απ’ το καλό και το κακό.

Ποια ηθική να ζητήσεις από τον κεραυνό; (Nietsche).

To ίδιο φάρμακο που σε κάνει καλά και σε σκοτώνει.

Σ’ ένα σεισμό, σε μια θεομηνία, σε μια πυρκαϊά, σ’ένα ναυάγιο, η Φύση σκοτώνει, πνίγει, καίει, αδιαφορώντας για τους ανθρώπινους σκοπούς και στόχους. Αλλά και στο ιστορικό γίγνεσθαι ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας, ο Θουκυδίδης, δίδαξε με το τρομαχτικό του νόημα ότι και οι ουράνιες Δυνάμεις σεβόμενες την απόλυτη, άνευ ορίων άνευ όρων ελευθερία του ατόμου, δεν επεμβαίνουν, όπως διδάσκει και η σύγχρονη Θεολογία (βλέπε Μάριου Μπέσγου Ανατολ. Ηθική και Δυτ. Τεχνική-θέματα φυσικής φιλοσοφίας και θρησκείας).

Και μόνο το παράδειγμα της Μικρασίας με τις χιλιάδες εκκλησιές που ή φόρεσαν ημισέλινο, ή έγιναν στάχτες και αχούρια και χιλιάδες χιλιάδων χριστιανοί Έλληνες, με των οποίων τη γλώσσα και συνδρομή κηρύχτηκε ο θεϊκός Λόγος, πέρασαν από τη ρομφαία λαού ξένου προς τον Λόγο του, ή αλλαξοπίστησαν, μας διδάσκει πως ο Πανάγαθος και Φιλάνθρωπος Θεός, ο τους δικαίους αγαπών και τους αμαρτωλούς ελεών, παρ’όλες τις επικλήσεις των ιερέων «ύψωσον κέρας χριστιανών ορθοδόξων και κατάπεμψον αυτοίς τα ελέη σου τα πλούσια», δεν βρίσκεται έξω από εμάς, αλλά μέσα μας, και από εκεί ενεργεργεί, για όσους τον πιστεύουν,(εν ημίν ο Θεός) με ανοιχτή καρδιά, και τον κλείνουν άδολα και χωρίς ανταμοιβές μέσα τους Ι

########

Από μικρό με βασάνιζε μια σκέψη, που την έλεγα τότε μα δεν την καταλάβαινα. Μήπως πίσω από το φωτεινό πρόσωπο του Θεού, κρύβεται και το σκοτεινό του;

Ένα παράδειγμα από τη Γένεση. Ποιος είναι αυτός που βοήθησε τον άνθρωπο να ανοιγώσιν οι οφθαλμοί αυτού και να γνωρίσει το καλό και το κακό, ενώ πριν ζούσε μακαρίως τη ζωώδη ζωή του;

##########

Περπατεί στην έρημο κι ο ήλιος του ρίχνει στρώματα στρώματα το φως και τον καίει.

Περπατεί στην ένυδρη γης κι ο ουρανός του ρίχνει στρώματα στρώματα το χιόνι και τον παγώνει.

Κρατούσε μια γης ολάκαιρη στα χέρια του και την εξουσίαζε. Μια φούχτα τόπος τον σκέπασε!

Ο Μέγας Καίσαρ πέθανε και γινωμένος σκόνη

Μπορεί στον τοίχο για το κρύο μια τρύπα να βουλώνει.

Ωιμέ, το χώμα που ’κανε όλη τη γης να τρέμει

Πως κλείνει μια χαραματιά να μη φυσούν οι ανέμοι

Σαίξπηρ «Άμλετ».

Κρατούσε τη ζωή μέσα του. Έσπειρε παντού γύρω του νέες ζωές, μα εκείνος δεν υπάρχει.

Έχτιζε, έχτιζε κι όλο σπίτωνε τους άλλους. Του ’χτισαν στο τέλος το δικό του, ίσο με να χωράει στις διαστάσεις του.

Μεράκια που ’χε στη ζωή του. Εκλεχτικός σε κάθε τι. Έτρεφε το πνεύμα του με ό, τι υψηλό και το κορμί του με ό,τι διαλεχτό. Το τελευταίο του ορεχτικό ένας σβώλος χώμα!

Καλοί και κακοί άνθρωποί μου. Αν ανισότητες μας χωρίσανε κι αν τίποτε δεν είχαμε κοινό στη ζωή, το τέλος όλων μας είναι ένα και κοινό για όλους, αδέρφια μου, αν όχι στη ζωή, όμως στο θάνατο αδέρφια!

Κώστας Τσιλιμαντός

Λέγαμε αλλού για τα “Καζίνο”! Και κάπου εκεί κοντά είδαμε και διαβάσαμε πως υπάρχει και η πιανίστα και η μοδίστα!... Πρέπει, λοιπόν να λέμε και να γράφουμε άψογες και αδιάφθορες τις ξένες λέξεις, να φαίνονται καθαρά σαν ξένα σώματα μέσα στη γλώσσα μας. Τύφλα να’ χουν οι κουτόφραγκοι που λένε Νταϊάνα τη Ντιάνα, μάικροσκοπ το μικροσκόπιο, Παίρίας τον Πειραιά, Πλέιτο τον Πλάτονα, μπρονκάιτις τη βρογχίτιδα κλπ. Εμείς είμαστε άλλο πράγμα, πρέπει να δείξουμε την πολυγλωσ­σία μας και την ...ευρω-μάθειά μας!

Γιατί όχι, λοιπόν, για νά ‘μαστε και γλωσ­σικά πιο συνεπείς, και φασίστα και νομπελί­στα και σαδίστα, αντί της φασίστριας, νομπελίστριας και σαδίστριας;

Θα μου πείτε: Γιατί πιανίστρια αλλά μοδί­στρα; Γιατί αυτή η τελευταία συμφώνησε όχι με όλα τα παραπάνω, αλλά με την συγγένισσά της και ομότεχνή της, τη ράφτρα.

Και τι λόγος υπάρχει να ελληνοποιούμε τις λέξεις, δεν είναι καλύτερα να ξεχνούμε και τις δικές μας τη στιγμή που έχουν τόση αίγλη (γκλάμουρ το λένε τώρα) οι ξένες; Καλά κάνουμε, λοιπόν, και αφήσαμε το άσχημο κοκκινάδι και πήραμε το φανταχτερό ρουζ, πετάξαμε άχρηστο το φκιασίδι και προτιμήσαμε το ευρωπαϊκό μακιγιάζ. Τι χρειάζεται να έχουμε χτένα και χτένι. Δεν είναι προτιμότερη η εύηχη τσατσάρα; Και γιατί δραχμή, φράγκο, κύριέ μου, να γεμίζει το στόμα σου. Ακόμη ηχεί στ' αφτιά μου, από τα φοιτητικά χρόνια, η ελληνοπρεπής φράση των υπαίθριων πωλητών που διαλαλούσαν την πραμάτειά τους: Φράγκο η τσα­τσάρα!

Η ελληνική διαθέτει δίαυλο και ισθμό και πορθμό, όταν πρόκειται να αναφερθεί σε γεωγραφικό όρο. Τι τις θέλουμε τόσες λέξεις, μας φτάνει το κανάλι και για τις τρεις περιστάσεις.

Ξυπολιέμαι (από το εξυπολύω-ομαι) και ποδένομαι (από το υποδέω -ομαι) λέγαν κάποτε οι Ελληνες. Δεν είναι καλύτερη η τούρκικη περίφραση “βάζω" και “βγάζω τα παπούτσια μου”; Οσοι γνωρίζουν την τουρκική, καταλα­βαίνουν τι λέω.

Τελευταία διάβασα πως τον τσαγκάρη, τον ποδηματά, τον υποδηματοποιό των λογίων, τον γράφουν παπουτσή! Ωραία λέξη, ε; Ακόμη πιο ωραίος είναι , στη θέση του ποδεμένου, ο..παπουτσωμένος γάτος! Φαί­νεται πως οι συνειρμοί δεν τους αφήνουν να ξεχάσουν κάτι τι από την περίοδο της δουλείας.

Και για να σοβαρευτούμε. Κάποτε που υπήρχε εγρήγορση, γλυτώσαμε από τα μινίστρος, γκουβέρνο, οτομπούς, οτομομπίλ και είπαμε υπουργός, κυβέρνηση, λεωφορείο, αυτοκίνητο, πρωτοφανέρωτα τότε. πολύ συνηθισμένα σήμερα.

Αν μας διακατείχε η ανάλογη σοβαρότητα και γλωσσική επαγρύπνηση το σάντουιτς θα λεγόταν αμφίψωμο (μη γελάτε και μη σας φαίνεται η λέξη παράξενη, αν συνηθιζόταν, είναι πολύ ωραία), το φαστ-φουντ ταχυφαγείο και το τοκ σόου λογοθέαμα, όπως προτείνεται από μερικούς ιδεολόγους. Ποιος τα καταδέχεται!

Και τελευταία μια παρατήρηση. Ακούμε και διαβάζουμε συχνά: η συγγραφέας τάδε: Και καλά η ονομαστική, αλλά όταν πρόκειται για τη γενική πτώση της λέξης πώς θα πούμε; Αυτό το βιβλίο είναι της συγγραφέα (;) της συγγραφέας (;) τάδε; Εδώ είναι το πρόβλη­μα. Ας μη γελιόμαστε. Η Νέα Ελληνική δε διαθέτει θηλυκά σε -ας. Τί μένει; Ο μόνος τύπος που θα μπορούσε να υπάρξει -και εδώ μη γελάτε- είναι η συγγράφισσα, κατά το βασιλέας - βασίλισσα. Αλλος τύπος κατά το ιερέας - ιέρεια, ιππέας - ιππεύτρια είναι αδύ­νατος. Οπότε μου συμβαίνει να γράψω τη λέξη, για να μη ξαφνιάσω γράφω: η συγγραφεύς της συγγραφέως ξέροντας όμως πως ο τύπος αυτός δεν ανήκει στη Νέα Ελληνι­κή.

Λοιπόν; Αν δε δεχτούμε τον τύπο συγγράφισσα, ζητείται λέξη!

Υ.Γ.: (1/6/96) Είχα τελειώσει αυτό το άρθρο, όταν από το δίαυλο Star άκουσα στις 6.00 το απόγευμα τον τότε πρύτανη του Οικονο­μικού Παν/μίου, τον κ. Κιντή να λέει: "Τα μέτρα για να επιτύχουν πρέπει να επεξεργα­στούν περισσότερο”! Και σ’ ανώτερα!

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page