top of page

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου

  • Κώστας Τσιλιμαντός

Πώς μεταγλώττιζαν οι αρχαίοι Έλληνες τα ξένα κύρια ονόματα; Τα προσάρμοζαν όλα στους φωνητικούς κανόνες της Ελληνικής. Όταν διαβάζουμε για το Δαρείο, τον Ξέρξη, τον Αρταξέρξη κλπ, ακούμε ελληνοποιημένα τα ξενικά ονόματα.

Γενικά σε όλα τα αρχαία συγγράμματα τα ξένα ονόματα υπακούοντας στους ελληνικούς φωνητικούς κανόνες είναι σε τέτοιο βαθμό εξελληνισμένα, ώστε μόνο να εικάσομε μπορούμε για το πως ήταν στην οικία γλώσσα το όνομα, μια και εκεί δεν υπάρχουν άλλες πηγές, πλήν των ελληνικών.

Επηρεασμένοι από αυτό οι λόγιοι του νεοϊδρυθέντος κράτους μας είπαν το London Λονδίνο, το Berlin Βερολίνο, τη New York Νέα Υόρκη, τη Lisbon Λισαβόνα, τα dollars δολλάρια κλπ.

Σ' αυτούς τους λόγιους επίσης χρωστάμε το ότι είπαμε υπουργός, κυβέρνηση, λεωφορείο, αυτοκίνητο, πρωτοφανέρωτα τότε, εντελώς συνηθισμένα σήμερα, αντί των μινίστρος, γκουβέρνο, οτομπούς, οτομομπίλ και λοιπών άλλων χιλιάδων ονομάτων που εστερείτο τότε η ελληνική.

Ανάλογα πράττουν και τα άλλα κράτη όταν μιλούν και γράφουν για Πλέιτο, Πάιρίας, Νταϊάνα, Γιουρίπιντες, μπρονκάιτις, και οι Άραβες ακόμη για Ισκάνταρ, Εφλάτουν, Ομέρ, bronşit, και μόνον τα ξεφτέρια οι νέοι Έλληνες μιλούν και γράφουν τα καζίνο, της Τρόικα, της Μινεζότα, της Φλόριντα και θηλυκό η πιανίστα, αντί του ελληνοποιημένου τύπου πιανίστρια.

Και δε φτάνει μόνο αυτό, αλλα στη θέση των ωραίων ελληνικών π.χ. εκφωνώ, αίγλη, διάλειμμα, προτιμούν τα σπικάρω, γκλάμουρ, μπρέικ κλπ.

Τα άτομα αυτά, αν δεν το κάνουν από σνομπισμό, μιλούν με τη γλώσσα και Γραμματική της ξένης γλώσσας, που ωθεί να μη δουλεύει μέσα τους η δομή της ελληνικής.

Εκείνο που χαρακτηρίζει μια γλώσσα, είναι η κλίση και όχι οι ρίζες, είπε ο μεγάλος γλωσσολόγος μας, ο Γ. Χατζηδάκης. Το παν είναι η προσαρμογή της λέξης στη μορφολογική δομή της ελληνικής. Έτσι με το keyif π.χ. που έγινε κέφι και με τα κεφάτος και άκεφος η λέξη ελληνοποιήθηκε πλήρως. Τα δυο αυτά επίθετα οι Τούρκοι δεν τα έχουν, αλλά τα αποδίδουν περιφραστικά.

Πόσο ζωντανό έχει το κλιτικό αίσθημα μέσα του ο Έλληνας χωρικός, όταν μιλεί για τρακτέρια, ρουλεμάνια και πατινάζια, διότι οι γραμματικοί κανόνες της ελληνικής δεν του επιτρέπουν να ανεχθεί ξένους άκλιτους τύπους.

Παναιτωλικη 9-11-2012

  • Κώστας Τσιλιμαντός

Είναι να απορεί κανείς για την τυφλότητα αυτών των ανθρώπων, oι οποίοι πιστεύουν ότι αυτοί μόνοι θα εξαιρεθούν από τη μοίρα των ομολόγων τους, από τους οποίους δεν έμεινε κανείς ατιμώρητος ως τώρα.

Και καλά για παλαιότερους χρόνους. Πιθανόν να αγνοούν την ιστορία. Μπορεί να είναι τόσο ανίδεοι από ιστορία. Από τους συγχρόνους τους δεν μπορούν να συνετιστούν; Το τέλος του Χίτλερ, του Σαντάμ Χουσείν, του Τσαουσέσκου, του Μιλόσεβιτς, των Ιωαννιδο-Παπαδόπουλων, του Μουμπάρακ, του Καντάφι τελευταία, δεν τους διδάσκει;

Η παντοδυναμία τους είναι εκείνη που θολώνει το μυαλό τους, ώστε ενώ όλα προμηνούν τον επερχόμενο όλεθρο, δεν ακούν τα βήματα των Ερινύων που πλησιάζουν.

Σε τέτοιες ώρες καλό είναι να θυμούμαστε εκείνες τις αιώνιες

παρακαταθήκες που μας άφησαν οι μακρινοί μας πρόγονοι, που προστατεύουν τον άνθρωπο από την αισχυλική «ύβριν», η οποία όταν φουντώσει, φέρνει τη διανοητική τύφλωση, την «Άτην» δηλαδή, κατά την οποία ο ίδιος πιστεύει πως ενεργεί σωστά, ενώ οι γύρω του βλέπουμε σε τι βάραθρα κατρακυλά και πόσο μεγάλη είναι η επερχόμενη συμφορά.

Όποιος πορευόταν προς το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, το πρώτο που διάβαζε για καλοσώρισμα ήταν το «Γνώθι σαυτόν» και το «Θνητά φρονέειν», που εσήμαιναν να έχεις ηθική επίγνωση των ορίων σου, να έχεις επίγνωση ότι είσαι θνητός και να μένεις στα όριά σου.

Και ένα τρίτο έλεγε «Καιρόν όρα» πρόσεχε την περίπτωση.

Αυτά τα διδάγματα αν υπήρχαν σε όλες τις στρατιωτικές και πολιτικές σχολές των κρατών, ίσως οι επίδοξοι αναρριχητές της εξουσίας να μη έφθαναν στην ώρα του Κροίσου.

Και ο μεν Κροίσος πρόλαβε την τελευταία στιγμή και είδε φως, το φως που εξέπεμπαν οι λόγοι του Σόλωνα. Ετούτοι εδώ όμως παρέμειναν τυφλοί «τά τε ώτα, τόν τε νούν, τά τʼ όμματα».

  • Κώστας Τσιλιμαντός

Μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμόνια

Πότε μικρή μεγάλωσες και πέταξες βλαστάρια!

(//κλωνάρια)

Χαμήλωσε τους κλώνους σου να κόψω ένα λεμόνι

Για να το ζίψω να το πιώ να μου διαβούν οι πόνοι.

Η επωδός μετά από κάθε στίχο είναι:

Βησσανιώτισσα σε φίλησα κι αρρώστησα

και το γιατρό –ν- εφώναξα (// δε φώναξα).

Πραγματολογικά: Η προσφώνηση μωρή ή μωρέ ή μωρ’ -και ωρή ή ωρέ- είναι χωρίς υποτιμητική σημασία. Παρέμεινε ως προσφώνηση, διότι στα χωριά, έπρεπε, για να ακουστεί το όνομα του καλουμένου που ευρίσκονταν σε απόσταση να προηγηθούν αυτοί οι φθόγγοι που έδιναν ισχυρό τόνο στην εκφώνηση του ονόματος. Η συνήθεια κατόπιν επικράτησε και σε άλλες περιπτώσεις, που δε χρειαζόταν υψωμένη φωνή.

Δεκαπενταύγουστο και να ‘χεις την τύχη, όπως είχα εγώ προ χρόνων, να βρίσκεσαι στο πανηγύρι του χωριού που γέννησε το τραγούδι και να βλέπεις θαλερές Βησσανιωτοπούλες, ντυμένες την Πωγωνίσια στολή, να το χορεύουν, ε! τότε γίνεται δυο φορές τραγούδι.

Δεν ξέρω αν θα’ ταν ίδια η Ήπειρος χωρίς πωγωνίσιο μοιρολόι , χωρίς Μαριόλα, χωρίς δεροπολίτικο (που εμείς έτσι το ξέραμε εκείνα τα χρόνια και τώρα μεταβαφτίστηκε σε πολυφωνικό) και χωρίς πωγωνίσια γυρίσματα. Η κοντούλα λεμονιά, τελικά, έγινε το σήμα κατατεθέν του τόπου.

Το Πωγώνι, μια μικρή επαρχία στις εσχατιές της Ελλάδας, που χώρισαν το κορμί της στα δυο οι Μεγάλες Δυνάμεις, ως προς τη μουσική, είναι ένα πιάτο βούτυρο που αλείφει όλη την Ήπειρο και κατ’ επέκταση όλη τη χώρα.

Η Βήσσανη είναι ένα χωριό του Πωγωνίου που τότε, όταν το επισκέφτηκα εγώ, το χειμώνα δε ζούσαν πάνω από διακόσιες πενήντα ψυχές.

Δυο χιλιάδες και βάλε ήταν οι πανηγυριώτες. Αμερική, Καναδάς, Γερμανία, Αυστραλία, ελληνική ενδοχώρα, σχημάτιζαν ένα πλούσιο ποτάμι που είχε επιστρέψει στην αρχική πηγή της μνήμης και των βιωμάτων. Τρεις δίπλες ο χωρός στο μεσοχώρι, με την κοντούλα λεμονιά νοσταλγικά τραγουδισμένη, για τα άνθη της, τη μυρουδιά τους, το φωτεινό καρπό της, όπως το ίδιο συμβαίνει και με τη νεραντζιά, κι ας μην ευδοκιμούν και τα δυο αυτά δέντρα, λόγω κλίματος, στο Πωγώνι! Δεν είναι να απορεί κανείς; Τι δύναμη είναι αυτή για κάτι που σου λείπει ή δεν το βρίσκεις σε αφθονία να το υψώνεις σε σύμβολο;

Και όμως αυτό διάλεξε ο νέος για να εκφράσει τα αισθήματά του στη νέα κόρη.

Κοντούλα, όχι κοντή. Επίθετο που εκφράζει συμπάθεια, αλλά και κάποια αυτάρεσκη υπεροψία, για το νέο του τραγουδιού, που βρίσκεται διχασμένος σε διπλά συναισθήματα. Από τη μια νιώθει πληγωμένος για την περηφάνεια και ακαταδεξιά της νέας που στέκει ψηλά, και δε χαμηλώνει λίγο για να

πλησιαστούν, –έλα και μη μου κάνεις την καμπόση- και από την άλλη εκφράζει την έκπληξη και το θαυμασμό του, για το χτεσινό ξεπεταρούδι που φούντωσε και κάρπισε και έγινε λυγερόκορμο κορίτσι που ανάβει φλόγες και καημούς, όπως συνέβη στον ίδιο.

Το ξέρουμε από πείρα πόσο γρήγορα, με τις βδομάδες μεγαλώνουν τα χτεσινά βυζανιάρικα- οι κοντούλες- και γίνονται αγνώριστες στα μάτια μας. Και ο νέος που κρατιέται στα μέτρα της ευπρέπειας, όπως θέλει το γνωστό παραδοσιακό ήθος των δημοτικών τραγουδιών, μιλεί τη συμβολική γλώσσα για την πλήρωση του ερωτικού του πάθους. Σύμβολο το λεμόνι, που αν πιεί απ’ το χυμό του, θα του διαβούν πόνοι και πάθη.

Η επωδός αφήνει να εννοηθεί πως κάποτε, επιτέλους, συγκινήθηκε και ενέδωσε η κορασιά. Αλλά τόσο λίγο. Ένα φιλί. Αυτό και μόνο. Αυτό όμως αντί να ηρεμήσει το φλογισμένο νέο, λειτούργησε ως διεγερτικό και μη βρίσκοντας παραπέρα ανταπόκριση, έπεσε βαριά άρρωστος. Από πού βγαίνει αυτό το συμπέρασμα; Από το στίχο που λέει και το γιατρό-ν-εφώναξα.

Υπαρχει και άλλη παραλλαγή που λέει και το γιατρό δε φώναξα, πως έσφιξε τα δόντια από περηφάνεια ο νέος, παρ’ όλο που ομολογεί ότι έπεσε άρρωστος. Δεν την αποκλείω και αυτήν. Ίσως και μια τρίτη, που, προτιμά, χωρίς να φωνάξει γιατρό, να μείνει άρρωστος και ερωτευμένος!

Όλα αυτά μπορεί είναι πιθανά, αλλά ο σημερινός άνθρωπος δεν ξέρει τι εσήμαινε σε παλαιότερες εποχές, να φωνάξεις γιατρό στο σπίτι.

Η Ήπειρος άγονη και φτωχή στο σύνολό της, και πιο πολύ το Πωγώνι, μοναδική ελπίδα είχαν τα μακρινά ταξίδια, σε Πόλη, Ρουμανία, Αίγυπτο, για βελτίωση της ζωής. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα, που δεν είναι αυτής της ώρας.

Οι φτώχειες, λοιπόν, που έδερναν τον κόσμο, δεν επέτρεπαν κάλεσμα στο σπίτι γιατρού για ψύλλου πήδημα. Η έλευση γιατρού ήταν ένα γεγονός. Έπρεπε η κατάσταση να φθάσει στο απροχώρητο για να κληθεί, όπως έγινε και τώρα. Έτσι βέβαια δείχνει αδυναμία ο νέος, αλλά χρησιμοποιεί ένα έσχατο μέσον. Μήπως και με απειλή την αυτοκτονία- εικονική και μη- δεν έσμιγαν πολλά ερωτευμένα ζευγάρια; Και άλλο αντίστοιχο τραγούδι με κορασιά ερωτευμένη, που έπεσε βαριά άρωστη, ομολογεί:

Δεν μπορώ μανούλα μ’ δεν μπορώ/ αχ! σύρε να φέρεις το γιατρό

Αγάπησα μάννα μ’ αγάπησα….» και παρακάτω ικετεύει :

«θα πεθάνω η μαύρη κι είμαι ναι». Και μόνο τότε, στην έσχατη ανάγκη, ήταν δυνατόν να έρθει γιατρός και βέβαια το πράγμα δεν έμενε καθόλου κρυπτό.

Εσυζητιόταν. Και το μάθαιναν όλοι.

Κι αυτό μας λέει ο νέος, χωρίς να μας φανερώνει το τραγούδι και την έκβαση.

Αχ εσύ ψηλομύτα τι μου ‘κανες, που φώναξα γιατρό και το ‘μαθε ο κόσμος όλος.

Ο κόσμος όλος; Από πού βγαίνει αυτό; Για το ριζωμένο στον τόπο του νέο κόσμος όλος ήταν το χωριό του, η επαρχία του. Άντε και λίγο παραπέρα η διπλανή του, όπως μας λέει ένα άλλο τραγούδι δίστιχο, που άκουσα παλιά να τραγουδιέται στην Πωγωνιανή:

Όλος ο κόσμος το ‘μαθε Πωγώνι και Ζαγόρι

Το Γιάννη τον παντρέψαμε μέσα στ’ Αργυροχώρι.

Και μ’ αυτό ο στιχουργός κράτησε κάποιο μυστικό του γάμου που δε θέλησε να κοινοποιήσει.

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page