top of page

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου

  • Κώστας Τσιλιμαντός

Η φιλοξενία στους Έλληνες από την εποχή του Ομήρου είχε λάβει τέτοια μορφή, ώστε ήταν ένας θεσμός αρετής, ισχυρός και απαραβίαστος, με προστάτη θεό τον ξένιο Δία, και μάλιστα, σ’ αυτή την εποχή, πέραν της φιλοξενίας ο επισκέπτης προτού φύγει από τον οίκο που τον φιλοξενούσε, ήταν απαραίτητο να λάβει και το δώρο του, το λεγόμενο «ξένιον». Στο «δ» της Οδύσσειας, όταν φθάνουν στη Λακεδαίμονα, ο Τηλέμαχος για να μάθει κάποια νέα για τον άφαντο πατέρα του από τον Μενέλαο, με συντροφιά το γυιο τού Νέστορα, τον Πεισίστρατο- και οι δυο τους άγνωστοι- ο έμπιστος του παλατιού αναγγέλλοντας την άφιξη των δυο νέων ρωτά τον Μενέλαο, αν θα πρέπει να τους δεχτούν ή να τους στείλουν κάπου αλλού, πράγμα που εξοργίζει τον Μενέλαο πως μπόρεσε να κάνει τέτοιο συλλογισμό και προστάζει αμέσως να λύσουν τα άλογα των ξένων και να τους καλέσουν σε τραπέζι μαζί του. Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως ο θεσμός στην άνθηση και ακμή του, γνωρίζομε πως στα ανθρώπινα δεν υπάρχει αιώνια σταθερότητα, γι αυτό δεν θα συζητήσουμε αν ήταν ομοιόμορφος σε όλες τις πόλεις ή αν ίσχυε μόνον μεταξύ Ελλήνων. Αυτό είναι κατανοητό, αλλά το να φιλοξενείς έναν ξένο σε ώρα που υπάρχει νεκρός στο σπίτι, και η αξιοπρέπειά σου να μη σου επιτρέπει να φανερώνεις το πένθος σου και τον πόνο σου, αυτό ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια της λογικής και φτάνει σε περιοχές που αγγίζουν τα πιο υψηλά επιτεύγματα ενός πρωτόγνωρου αλτρουιστικού ανθρωπισμού, που δείγμα του μας προσφέρει η τραγωδία του Ευριπίδη «Άλκηστις». Η Άλκηστη θυσιάζει τη ζωή της, με πλήρη συνείδηση του τι απαρνιέται, για να σώσει τον καταδικασμένο από τις Μοίρες σε θάνατο άντρα της, τον Άδμητο. Μόλις πρόκειται να γίνει η εκφορά της νεκρής και να σου που καταφθάνει στα παλάτια του Άδμητου, στις Φερές της Θεσσαλίας, ως πρώτο σταθμό, ο Ηρακλής, ο οποίος ξεκινά για τον όγδοο άθλο του, να φέρει από τη Θράκη τα σαρκοβόρα άλογα του βασιλιά Διομήδη, που εκπνέουν φλόγες, στον Ευρυσθέα. Βλέποντας τον Άδμητο κουρεμένο και ντυμένο πένθιμα, αμέσως ρωτάει να μάθει τι έχει συμβεί και ο Άδμητος υποκρίνεται, με αμφίσημα λόγια, πως πρόκειται για μια γυναίκα του παλατιού, ο φιλοξενούμενος δεν πρέπει να βαρυκαρδήσει, και δεν επιτρέπει στον Ηρακλή που σκέπτεται να φύγει βιαστικά από το πένθιμο σπίτι, να αρνηθεί τη φιλοξενία του. Δίνει εντολή στους υπηρέτες να τον οδηγήσουν σε ιδιαίτερο ξενώνα, να σφαλίσουν τις πόρτες για να μη ακούγεται ο θρήνος από τις γυναίκες του παλατιού, και να του στρώσουν πλούσιο τραπέζι. Στο τμήμα αυτό το έργο αποτελεί ύμνο στη φιλοξενία. Εν τω μεταξύ γίνεται η εκφορά της νεκρής, και ο Ηρακλής αφού καλόφαγε και καλοήπιε χαλώντας τον κόσμο, το ’ριξε και στο … τραγούδι, που αντηχεί στους πένθιμους τοίχους του Οίκου. Βεβαίως θ’ αλλάξουν τα πράγματα αργότερα, όταν μαθαίνει την αλήθεια. Εμάς μας ενδιαφέρει εδώ πως το καθολικό αίτημα της φιλοξενίας δεν παραβιάστηκε ούτε και στην περίπτωση του θανάτου! Κανείς δεν περίμενε πως ένα τέτοιο έθιμο, θα μπορούσε να διασωθεί στο λαό μας, μετά από χιλιάδες χρόνια, αλλαγή θρησκείας και πολύχρονη σκλαβιά. Και όμως. Σε μια εσχατιά της Ελλάδας, και σε έναν τόπο της μεγαλώνυμης Κρήτης, παρθένο ακόμη από τη νόσο την εκπολιτιστική, εκεί που ζουν ακόμη τα έπη του Διγενή Ακρίτα και του Ερωτόκριτου, στα κράκουρα και στις μαδάρες του τόπου που είπαν Ανώγεα, ακούγεται ακόμη το λιγόλογο μα τόσο περιεκτικό τραγούδι, που αν συμβεί και το ακούσετε από το στόμα του θείου τραγουδιστή, που άκουε στο όνομα Ξυλούρης, θα δακρύσετε πρώτα για το τραγούδι και έπειτα και για τη μοίρα του \τραγουδιστή, που είχε ανάλογη τύχη. Μάννα κι αν έρθου οι φίλοι μας κι αν έρθουν οι γι εδικοί μας Μην των επείς κι απόθανα, να τσι βαροκαρδίσεις. Στρώσε την τάβλα να γευτούν και κλίνη να πλαγιάσουν, Στρώσε τα παραπέζουλα να θέσουν τ’ άρματά των Και το πρωί σα σηκωθούν και σ’ αποχαιρετούνε, Πέτων-ε πως απόθανα… Μένει κανείς βουβός από συγκίνηση στο άκουσμα αυτού του ύμνου της φιλοξενίας και κόβεται η λαλιά του, όπως απότομα κόπηκε ο λόγος και από το αθάνατο αυτό τραγούδι, που μας διέσωσε η κρητική λεβεντιά. Πίστευα πως ο λόγος μου θα τελείωνε εδώ. Ψάχνοντας όμως και ερευνώντας μέσα από συλλογές Δημοτικών τραγουδιών, ανακάλυψα στον Πασσώβ, (Passow-Popularia Carmina) ότι δεν είναι μόνο η Κρήτη, αλλά υπάρχουν και άλλες περιοχές της Ελλάδας που σώζεται αυτή η σπάνια παράδοση. Το τραγούδι επιγράφεται « Ο Χάρος και η κόρη» και ανήκει στο τμήμα εκείνο της συλλογής που φέρει τον τίτλο «Τραγούδια του Χάροντα» με αριθμό 413. και παραπέμπει στο υπ΄αριθμόν 310, του άλλου συλλέκτη, του Τommaseo, χωρίς να αναφέρονται περιοχές και τόπος καταγωγής. Μια λυγερή παινέθηκε πως Χάρο δε φοβάται, Γιατ’ έχει τους εννιά ’δερφούς, τον Κωνσταντίνο γι άντρα. Κι ο Χάρος κάπου τα’ άκουσε, κάτι πουλί του το ’πε Κι επήγε και τους έσωσε(1) στο γιόμα που γευόταν. «Καλώς τα χαίρεστ’ άρκοντες κι όλο τ’ αρκοντολόι.» «Καλώς ήρτες κυρ Χάροντα, καλώς ήρτες κυρ Χάρο. Κάτσε στο γιόμα να γευτείς, κάτσε να γιοματίσεις». Δεν ήρτα για το γιόμα σας, μηδέ και το φαϊ σας, Μον’ ήρτα για τη λυγερή, που Χάρο δε φοβάται. Οχ τα μαλλιά την άρπαξε, στες πλάτες του τη ρίχνει. «Άσε με Χάρο οχ τα μαλλιά και πιάσε με οχ τα μπράτσα. Ν’ αφήκω γειά τση μάννας μου και γεια των αδερφών μου. Μάννα κι αν έρτ’ ο Κωσταντάς, μην τον κακοκαρδίσεις. Βάλε του γιόμα να γευτεί και δείπνο να δειπνήσει Κι εγώ πάω με το Χάροντα και τώρα δε με βλέπει». Συγκρίνοντας τις δυο παραδόσεις διαπιστώνουμε ότι στην παλαιά είναι ο πενθών που φιλοξενεί, ενώ στις νεότερες αυτός που δίνει την παραγγελία, είναι ο πεθαμένος. Στην ουσία όμως τόσο η πρώτη όσο και οι δεύτερες δεν διαφέρουν παρά στη διατύπωση. Φαινομενικά μιλεί ο νεκρός, αλλά ποιος συνθέτει το τραγούδι; Είναι ο λαϊκός ποιητής που παίρνει τη θέση του νεκρού και τον ντύνει με τα αισθήματά του. Και ο λαός που αποδέχεται το τραγούδι και το διαιωνίζει, συμφωνεί απόλυτα με τα όσα ο λαϊκός ποιητής βάζει στο στόμα του νεκρού. Και είναι τέτοια η αποδοχή, γιατί εκφράζει ενδόμυχα δικές του σκέψεις και αισθήματα, που όταν το λέμε ή το τραγουδάμε, μέσα μας κυριαρχεί η φωνή του πεθαμένου, παρ’ όλο που εκφράζονται σκέψεις των ζωντανών. Μιά τελευταία περίπτωση, κάπως διαφορετική σχετικά με τη φιλοξενία, αλλά το ίδιο ηθικά τραγική, είναι αυτή που αναφέρει σε διήγημά του ο Ηπειρώτης λογοτέχνης Χρίστος Χριστοβασίλης. Την παράδοση αυτή την άκουσα και στη Ζάκυνθο με φιλοξενούμενο από τον αδερφό τον φονιά του αδερφού του. Εδώ στην Ήπειρο, ο γερο-πατέρας, έρημος πιά, έχει μάθει το όνομα του φονιά του γυιού του, τον ίδιο όμως δεν τον γνωρίζει. Μια παγερή χειμωνιάτικη βραδιά χτυπάει τη θύρα του σπιτιού του ένας κατατρεγμένος που ζητά προστασία και ο φτωχός γέροντας τον μπάζει στο ζεστό σπιικό του. Σε ένα από τα κυνηγητά της χωροφυλακής οι χωροφύλακες, που αναζητούν να μάθουν πού κρύβεται ο φονιάς, χτυπούν ανάμεσα σε άλλες και την θύρα του γέρου και μέσα στα άλλα λένε και το όνομα του φυγόδικου Και τότε κεραυνός χτυπά το γέροντα. . Τρέκλισε Έπεσε Σηκώθη ο Γέρος Του ’βαλε στο ταγάρι ένα ψωμί Τον έβγαλε απ΄τη θυροπούλα Κι απ΄το φεγγίτη που χτύπαε το χιονόνερο Μίλησε θαμπά: Ο φόνος σου βουλή θεού, αν στην αυλή μου δεν είχες κονέψει!

  • Κώστας Τσιλιμαντός

"Ένας ξεκρίνει το γκρεμό και τόνε πιάνει ζάλη

κι άλλος στην άκρη του γκρεμού χορεύει πεντοζάλη!"

κρητική μαντινάδα

Απ’όλα τα έμβια όντα του πλανήτη μας ο άνθρωπος έχει το μεγάλο και σύγχρονα τραγικό προνόμιο να γνωρίζει από τα πριν το αναπότρεπτο τέλος του. Με τη γέννησή μας φέρνομε και τη σφραγίδα της καταδίκης μας από τη Φύση. O θάνατος είναι το τέλος μιας διαδικασίας που αρχίζει με τη γέννηση. Στο μεταξύ διάστημα προσπαθούμε να βρούμε ένα σκοπό , ένα ΓΙΑΤΙ, ένα ΠΡΟΣ ΤΙ, ώστε να μπορέσουμε να απαλύνομε την υπαρξιακή αγωνία που μας διακατέχει. Aυτά δεν ισχύουν για τον πιστό, που έχει προσωπική σχέση με τον Θεό και έξαρτά τη ζωή του από τη βούληση Του. Όμως συμβαίνει να μην είναι όλοι πιστοί. Για πολλούς σκοπός δεν υπάρχει. Συγγραφείς π.χ. όπως o Sopenhaurer βλέπουν ότι η ανθρώπινη επιθυμια και δράση είναι μάταιη, άλογη και ακαθοδήγητη. Για πολλούς νεότερους συγγραφείς και λογοτέχνες η ζωή είναι παράλογη και αδικαίωτη. Και κάποιοι μας βλέπουν στη ζωή «ριγμένους σ’άξενα βράχια» Η ζωή είναι αδικαίωτη, ομολογεί και ο Καζαντζάκης, χωρίς όμως, ουδέποτε και με κανένα λόγο, να παραιτείται από αυτήν. Τον σκοπό εσύ θα τον βρεις, λέει, και αποδίδει υπέρτατη ευθύνη στον άνθρωπο. «Για ό,τι γίνεται στον κόσμο, εγώ φταίω να λες» διεκήρυξε. «Ο μύθος του Σισύφου» με τον αιώνιο λίθο, που είναι μια άσκοπη, διαρκώς επαναλαμβανομένη ενέργεια, δεν εξουθενώνει τον συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ παρ’ όλο που δέχεται το παράλογο της ζωής.. Την ακινησία τη θεωρεί μορφή θανάτου, ενώ την κίνηση, να μη τελματωθεί η ζωή σε ακινησία, την θεωρεί αποστολή του ανθρώπου, του γενναίου, του περήφανου, του χωρίς ελπίδα, αλλά όχι απελπισμένου που απολαμβάνει τελικά την απόλαυση των αδιάκοπων και διαδοχικών φάσεων του παρόντος. Όμως ο τραγικός Άμλετ του Σαίξπηρ βλέπει το ΠΡΟΣ ΤΙ και ΓΙΑΤΙ, εντελώς απαισιόδοξα, να χάνεται ή να γελοιοποιείται με το τέλος της ύπαρξης. Ο μέγας Καίσαρ πέθανε και γινωμένος σκόνη Μπορεί στον τοίχο για το κρύο μια τρύπα να βουλώνει. Ωιμέ το χώμα που ’κανε όλη τη γη να τρέμει, Πως κλείνει μια χαραμαδιά, να μη φυσούν οι ανέμοι! Αυτή την πικρή γεύση και γνώση ομολογεί απ΄τα βάθη της μελαγχολίας του ο Άμλετ στο ομόλογο έργο του Σαίξπηρ. Μια ιταλική παροιμία συμφωνεί μαζί του: Μετά το παχνίδι, μας λέει, ο βασιλιάς και το πιόνι πάνε στο ίδιο κουτί! Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που ζουν με επίγνωση του μάταιου των πραγμάτων. Όμως για λίγους,που αποτελούν και τα πρότυπα ζωής αλλιώτικα αξιολογείται η ύπαρξη και τα γόνατα δεν έχουν κοπεί πριν απ’ το τέρμα. Γι αυτούς είναι ΖΗΤΗΜΑ ΑΠΟΔΟΧΗΣ, πως αποδέχεσαι τη ζωή, ζήτημα αξιοπρέπειας και φιλότιμου. Για τους άλλους, τους αξιολύπητα λαβωμένους, τους απαρηγόρητους, που ζουν με την επίγνωση του μάταιου, είναι μια ατέλειωτη δυστυχία. Έτσι πολλοί, εφ’ όσον ζουν συνειδητά το θάνατο, είναι από ξαρχής πεθαμένοι. «Πριν απ’ το θάνατό μας έχομε πεθάνει» λέει ένας αθεράπευτα τραυματικός στίχος. «Άφετε τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς» είπε στην ανάλογη περίπτωση ο Ιησούς. Υπάρχουν όμως και οι λίγοι έστω. Οι Εκλεκτοί. Είναι οι Έκτορες οι Αχιλλείς, οι Διγενήδες. ΟιΤραντέλληνες (οι τριάντα φορές Έλληνες, στη γλώσσα των Ποντίων). Όλοι τους σύμβολα ελληνικά. «Μη μαν ασπουδί γε και ακλεώς απολοίμην Αλλά μέγα τι ρέξας και εσσομένοισι πυθέσθαι». (Όχι, χωρίς αγώνα και άδοξα να μη χαθώ, Μα κάτι μεγάλο πραγματώνοντας Στη μνήμη να ’μαι ζωντανός και στούς κατοπινούς μου. Ο Έκτωρ, όταν κατάλαβε ότι οι θεοί αποφάσισαν το θάνατό του. Ιλιάς Χ,304-5). Αντί να κάθομαι «παρά νηυσί ετώσιον άχθος αρούρης» δίπλα στα πλοία, άπραγος, ανώφελο βάρος της γης, «αυτίκα τεθαίην» κάλλιο να πεθάνω την ίδιαν ώρα. 0(Αχιλλεύς). «(Οδύσσεια η, 51). Οι Έλληνες οι παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες. (Θουκυδίδης Α, 70). Τα θαυμαστά ελληνικά πρότυπα. Και μη μου πείτε ότι ο Έκτωρ δεν είναι Έλληνας. Αυτός που είπε και την περίφημη φράση «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» (Μ,243) Πρέπει να προσέχουμε πολύ τον Όμηρο στα όσα μας αναφέρει. Έπρεπε να γράψει για πατρίδα, για ήρωες που την αγαπούν και θυσιάζονται για το χατήρι της. Μα η Ελλάδα ήταν πολύ μακρυνή. Έτσι οι αδικητές Τρώες γίνονται αναγκαστικά οι υπερασπιστές πατρίδος. Ποιος νικά; Ο Άνθρωπος. Η αξιοπρέπεια. «Ήθος ανθρώπω δαίμων». Από την τραγωδία αυτών των προσώπων εμείς οι κοινοί, οι περιλειπόμενοι, αντλούμε μια παρηγοριά, μια λύτρωση και τέλος μια περηφάνεια για το ξέχωρο είδος μας, που μπορεί παλληκαρίσια να αντιμετρηθεί με τη μοίρα του, καταξιώνοντας όλον τον επίγειο αγώνα του. Η πλήρωση μιας ωραίας ζωής, περικλείει μέσα της και την επιδίωξη ενός ωραίου θανάτου. Και τότε Νικιέται ο θάνατος «θανάτω». Και το τέλος σφραγίζεται με ομορφιά.

  • Κώστας Τσιλιμαντός

Οι ρίζες της γλώσσας μας βυθίζονται βαθιά στους αιώνες. Και μόνον η γραπτή μας γλωσσική παράδοση ιστορεί βίο τριών χιλιάδων ετών. Με την προφορική οι χιλιετίες διπλασιάζονται. Λέξεις που αντιστάθηκαν στη φθορά του χρόνου και τις έχομε σε καθημερινή χρήση, είναι ως να ξεκόρμισαν ατόφυες μέσα από τα ομηρικά κείμενα. Και είναι να θαυμάζει κανείς που, παρόλες τις ιστορικές περιπέτειες, ο δεσμός όχι μόνο δεν κόπηκε αλλά κρατήθηκε στέρεος.\Ανοίγω στην τύχη την Ιλιάδα και πέφτω στη ραψωδία Ν. Σωρός οι λέξεις που υπάρχουν και τις μιλώ και σήμερα. Είναι απίστευτο, αλλά δέστε τη συνέχεια.

Άνεμος, άνθος, άνθρωπος, αρετή, αγαθός, αίτιος, αυγή, άλλος, άλυτος, αίμα, αισχρός, αυτός, ασπίδες, βροντή, βέλος, βοή, γάμος, δειλός, δεξιός, δώματα, δάκρυα, έργο(ν),εγώ(ν), ελαφρύς, ευχόμενος, έπειτα, εναντίον, θεοί, θάνατος, θάλασσα, ίπποι, κρόταφος, κεφαλή, κύμα, κορυφή, κακός, λίμνη, λαιμός, μάχη, νίκη, νέος, ξίφος, οικία, όλεθρος, οφθαλμοί, πρώτος, πόλις, πάλι(ν), πήχυς, ποταμός, πικρός, στήθος, σκότος, στρατός, τρεις, τείχος, τόμο(ν), φίλος, φύλλα, φόβος, φωνή, χαλκός.

Λέξεις που τις αναγνωρίζουμε στην αιτιατική πτώση: Ανδρα, αιθέρα, αυχένα, θυγατέρα, πύλας, φάλαγγας, «καλλίτριχας ίππους».

Ρήματα ιδίως στον αόριστο χρόνο με Αμέλησε , ακόντισε, έπεσε, ετόλμησε, είχε, ετίναξε, έφριξε, έγειρε, εδάμασε, έλυσε, εκάλυψε, έδωκε, εφαίνετο, ήλθε(ν), έρχομαι, μάχονται και τύποι αναύξητοι: δώκε (έδωκε), κόψε(ν) (= έκοψε), πέσεν (έπεσε), φέρον (= έφεραν), κρύφθη (κρύφτηκε), έσαν (ήσαν), φίλησε (στη σημασία του αγάπησε).

Ιδού και φρασούλες: «Αλλοι αθάνατοι θεοί», «αίμα ...έρρε», «αλλά πολύ πριν», «δόρυ μακρόν», «επ' αριστερά» «εφόβησε (τον) πολεμιστήν», «κτήματα πολλά», «κύματα παφλάζοντα... κυρτά», «μοίρα κακή», «μέχρι θαλάσσης», «μάντιος (= μάντεως) υιοί», «ταχύς υιός» «χαμαί πέσε» (έπεσε χάμω), «πόδας και χείρας» «νόθος υιός», «πόλεμον κακόν», «χαλκός έλαμπε». Κάποτε και ολόκληρος στίχος, όπως συμβαίνει στην Οδύσσεια, λ. 379. «ώρη μεν πολέων μύθων, ώρη δε και ύπνου». Η «ώρη» είναι η ώρα και το «πολέων» με ένα λάμδα, χάριν του μέτρου, είναι το «πολλών».

Λέξεις και φράσεις ελαφρά διαφοροποιημένες, που αναγνωρίζονται με την πρώτη ματιά: Αδελφειή (= αδελφή), αγγελίη (= αγγελία), αιετός (αετός), «αμήχανος εσσι» (= είσαι αμήχανος), αξίνη, άροτρον, βαρέα (= βαριά) γαία και γαίη (= γη), «βουκόλοι άνδρες» (=αγελαδάρηδες), γούνατα (= γόνατα), όούρατα (= δόρατα), «γλουτόν κατά δεξιάν» (= κατά τον δεξιό γλουτό), δειλός ανήρ (δειλός άντρας), έλαφος, ερέβινθοι (= ρεβίθια), έντερα, ήρως, θυέλλη (= θύελλα), ήμαρ και ημέρη (= ημέρα), ιητρός (ιατρός) ιδρώς, κύαμοι (= κουκιά), κραδίη (= καρδιά), μήτηρ, ομφαλός, ούρεα (= όρη), πυκινός (= πυκνός) ήλυθον (= ήλθα) Μέτρη (= Λίτρα), πατήρ, χάλ-κεον (= χάλκινο), κείνος (= εκείνος) αντικρύ, γαμβρός, (τους) οδόντας, εξεπέρησε (= ξεπέρασε, πέρασε πέρα-πέρα). .

Και όλα αυτά μόνο μέσα από μια ραψωδία. Δεν είχε δίκιο ο μεγάλος ελληνιστής George Thomson, όταν έγραφε πως «οι αλλαγές που έγιναν στα ελληνικά μέσα σε 2700 χρόνια δεν είναι μεγαλύτερες από τις διαφορές που χωρίζουν τα νεοαγγλικά από τα μεσοαγγλικά του 14ου αιώνα; Επομένως οι αλλαγές που έγιναν στα ελληνικά, μέσα σε 2700 χρόνια, δεν είναι μεγαλύτερες από τις αλλαγές που έγιναν στα αγγλικά μέσα σε 600 χρόνια. Δεν υπάρχει καμιά άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα που να φανερώνει τόση συνέχεια και ενότητα ιστορικής εξέλιξης όσο η ελληνική» («Βήμα» 14-2-1987).

Δεν λέω πως η αρχαία γλώσσα, χάρη στη συμπύκνωση και τη σύνταξή της, είναι εύκολη. Κάθε άλλο. Χρειάζεται χρόνος και. μόχθος για την κατάκτησή της. Όμως υπάρχουν εδάφια όπως το παρακάτω που κάθε Έλληνας μπορεί να εννοήσει: «Σκέψασθε γαρ (= σκεφθείτε λοιπόν), ω Αθηναίοι, όσην πρόνοιαν περί σωφροσύνης εποιήσατο ο Σόλων εκείνος ο παλαιός νομοθέτης και ο Δράκων και οι κατά τους χρόνους εκείνους νομοθέται. Πρώτον μεν γαρ ενομοθέτησαν περί της σωφροσύνης των παίδων των ημετέρων κλπ. κλπ.» (Αισχίνης «Κατά Τιμάρχου» 6-8).

Τα ίδια μας λέγει και άλλος ελληνιστής ο Robert Browning στην εισαγωγή του βιβλίου του «Η Ελληνική Μεσαιωνική Γλώσσα». «Για τον νεότερο Έλληνα παλαιότερες μορφές της γλώσσας είναι λίγο-πολύ κατανοητές, ενώ για τον σύγχρονο Αγγλο τα παλαιά και ίσως τα μεσαιωνικά αγγλικά δεν είναι κατανοητά».

Τα υψηλά διανοήματα και την αξία αυτής της γλώσσας μας τα δίνει η Marguerite Υourcenar με το στόμα ενός Ρωμαίου Αυτοκράτορα, του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) που τόσο είχε αγαπήσει την κατακτημένη από το κράτος του Ελλάδα:

«Αγάπησα αυτήν τη γλώσσα για την εύρωστη πλαστικότητά της, για το πλούσιο λεξιλόγιό της, που η κάθε λέξη του πιστοποιεί την άμεση και διαφορετική επαφή της με τις αλήθειες, και γιατί ό,τι έχει λεχθεί καλό από τον άνθρωπο έχει, ως επί το πλείστον, λεχθεί σ' αυτή τη γλώσσα» («Απομνημονεύματα Αδριανού» 9η έκδ. σελ. 47).

Αλλά και ο μεγαλύτερος ρήτορας των Λατίνων, ο Κικέρωνας, όταν αναφέρεται στην ελληνική γλώσσα, ομολογεί: «περί Αριστοτέλους, ότι χρυσίου ποταμός είη ρέοντος, και περί των Πλάτωνος διαλόγων, ως του Διός, ει λόγω χρήσθαι πεφυκε διαλεγομένου». Δηλ. ότι ο λόγος του Αριστοτέλη είναι ποταμός που ρέει χρυσάφι και τη γλώσσα των διαλόγων του Πλάτωνα, αν ο Ζευς επρόκειτο να μιλήσει, αυτήν θα χρησιμοποιούσε.

Οι λέξεις κακός και αισχρός δεν εκφράζουν μόνον ηθική αλλά και αισθητική σημασία. Σημαίνουν και τον δύσμορφο, τον άσχημο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη αρετή. Μέσα από τις πολύπλευρες ηθικές σημασίες της εκφράζει και το κάλλος, την ομορφιά.

Τόσο πολύ η ομορφιά είχε κατακτήσει την ψυχή του Έλληνα, που δεν μπορούσε να κάνει αλλιώτικα παρά στην κακία να βλέπει την ασχήμια και στην καλοσύνη την ομορφιά. Το ίδιο έδωσε και με την τέχνη του. Ποτέ δεν υπηρέτησε την τέχνη για την τέχνη, αλλά με την αισθητική ομορφιά της υπηρετούσε τη ζωή. Και όταν η νέα θρησκεία παραμέρισε τον Απόλλωνα, κράτησε την ουσία του, ώστε τον νέο θεό τής Αγάπης και Καλοσύνης μόνον ο Έλληνας να τον ιδεί σαν την ωραιότερη ύπαρξη πάνω στη γη.Θυμηθείτε από τα Εγκώμια τον «ωραίον Κάλλει παρά πάντας βροτούς».

Το πόσο λάτρεψε, από την αρχή της ιστορίας του, τον λόγο ο Έλληνας, το διαβάζουμε στον Όμηρο, όταν αναφέρεται στον Νέστορα, τον βασιλιά της Πύλου. Κάθε που σηκώνονταν να μιλήσει στις συνάξεις των Ελλήνων έξω από την Τροία: «του και από γλώσσης» (= και από τη γλώσσα τούτου) «μέλιτος γλυκίων» (= γλυκύτερη απ' το μέλι) «ρέεν αυδή» (= έρρεε, έσταζε η ομιλία του).

Γλώσσα, μέλι, γλυκός, ρέω και αυτή η «αυδή» (η ομιλία, η φωνή) όλα υπάρχουν στη γλώσσα μας. Ποιος δεν ξέρει τη λέξη άν-αυδος (= βουβός, χωρίς φωνή). Μένει εκεί-' νο το άρθρο «του» που στον Όμηρο έχει τη σημασία αντωνυμίας (= του οποίου). Ποιός σας είπε όμως πως δεν υπάρχει κι αυτό στη γλώσσα μας.«Τον που αγαπά ο θεός, πεθνήσκει νέος». (= Αυτόν που αγαπά...).

Την ίδια λατρεία του λόγου την βρίσκουμε και στον νεοέλληνα, όταν διαβάζουμε το νεότερο έπος μίας, τον Ερωτόκριτο:

Κι απ' ό,τι κάλλη έχει ο άνθρωπος τα λόγια έχουν τη χάρη

να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει.

Κι οπού κατέχει και μιλεί με γνώση και με τρόπο

κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπω.

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page