top of page
IMG_20180426_150852.jpg
Χωρίς τίτλο7.png

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου

Κώστας Τσιλιμαντός

Γράφω για μια μερίδα Ελλήνων που νιώθουν δυσαρέσκεια για αλλόφυλους, χρώματος και θρησκείας, φοβούμενοι τον μιασμό της πατρίδας τους γενικότερα.

Θα θυμάστε παλαιότερα τι σκηνές αλλοφροσύνης και πανικού πρωτονιώσαμε, όταν τα κύματα προσφύγων από την Αλβανία κατέκλυσαν τη χώρα μας και τι σκηνές απείρου κάλλους δημιουργήθηκαν στα σχολεία μας με τις παρελάσεις των παιδιών και τη σημαιοφορία των πρωτευόντων μαθητών, ώστε τελικά να επέμβη και ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας μας, ο αείμνηστος Κωστής Στεφανόπουλος.

Ανάλογα φαινόμενα διαπιστώνουμε και σήμερα με τα διωγμένα από τις πατρίδες τους και αποδεκατισμένα από τον πόλεμο και τη θάλλασσα προσφυγόπουλα, που η χώρα μας δέχτηκε φιλόστοργα να φοιτήσουν στα σχολεία μας.

Είναι οι καθαρόαιμοι, οι άμωμοι Έλληνες, που δεν ανέχονται τρίχα στο σπαθί τους.

Σ’αυτούς περισσότερο απευθύνεται ο λόγος μου σήμερα.

Θα ξεκινήσω θυμίζοντάς τους τον οδυνηρό λόγο που γράφει ο βυζαντινός μας βασιλιάς, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, στο πόνημα του «Περί θεμάτων», όταν αναφέρεται στην κοσμοπλημμύρα επιδρομών του 9ου αιώνα, γράφοντας επί λέξει «εσθλαβώθη πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος». Εκεί να σας είχα λεβέντες μου, να ιδώ τί χορό θα χορεύατε.!

Και τί έγινε;

Η πολύπαθη και πολύπειρη Μάννα, άλεσε όλο εκείνο το συρφετό, όχι με το κυνήγι, αλλά με το ιλαρό φως της ελληνικής παράδοσης, τον εξανθρώπισε, ώστε να δημιουργηθεί «καινούργιος κόσμος μέγας, εμείς οι Έλληνες, με την ελληνική λαλιά και την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών».

Αυτή τη δύναμη αντέτασσε η Μάννα, κάθε φορά που ο ελληνισμός διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο της αλλοιώσεως, όπως για πρώτη φορά τον ένιωσε, όταν εισέδυε στις φλέβες της ένα αλλότριο ασιατικό πνεύμα, της Μέθης και των Οργίων, ο Διόνυσος. Τον πήρε στους κόλπους της και τον κανάκεψε, τον αναγέννησε και δημιούργησε «ελληνικό καινούργιο πνεύμα, ΜΕΓΑ» πρωτόγνωρο, με παγκόσμια εμβέλεια και ακτινοβολία, την Ατική Τραγωδία!

Το ίδιο συνέβη και με άλλον ανατολίτη θεό, που στην Ίλιάδα ακόμα είναι ακόμη εχθρικός προς τους ΄Έλληνες, τον Απόλλωνα.

Ποιον; Αυτόν που έγινε ο θεός του Φωτός, της Αρμονίας και της Ομορφιάς , αυτόν που εξελλήνισε και τον Χριστό μας, «τον ωραίον κάλλει παρά πάντας βροτούς».

Γιατί ελληναράδες μου(!) αγνοείτε ότι το αληθινό πηγάζει πάντα μέσα από σύνθεση.

Πιθανόν και ο΄λογος των αρχαίων Αγυπτίων σοφών στον Πλάτωνα: «Έλληνες αεί παίδες εστέ» να κρύβει το μυστικό της αιώνιας νεότητας του ελληνισμού.

Αυτή την Ελλάδα , την αιώνια, όσοι δεν κλείνουν μέσα τους, παραλογίζονται, σε αντίθεση με όσους ακούν τα πρώτα χελιδονίσματα των ελληνικών από τα χείλη των προσφυγόπουλων και χαίρονται και νιώθουν υπερηφάνεια για τη χώρα τους, φτωχή, μεν αλλά ΄παντα χώρα του Ξένιου Δία


Τον πρώτο καιρό που εμφανίστηκε ο Ελύτης κατηγορήθηκε για κατάχρηση αισιοδοξίας. Αργότερα προσέχτηκε καλύτερα, έπαψε να εξετάζεται μονοδιάστατα, η κριτική προχώρησε και στους αντίποδες του φαινομενικά ασκίαστου έργου του, γιατί και ο ίδιος πρώιμα είχε (προ)ειδοποιήσει: Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε Απ' την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.

Θα διατυπώσω, λοιπόν,κι εγώ τώρα, κάποιες, ίσως ασήμαντες σκέψεις μου,που αν θα φανούν, πιθανόν, παρατραβηγμένες, αν δεν ταυτίζουνται με το ελύτικο κλίμα, θέλω να πιστεύω τουλάχιστον πως το πλησιάζουν. Θα σταθώ ιδιαίτερα στη συλλογή <<Ήλιος ο Πρώτος>> γραμμένη μέσα στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Στην αρχική απορία πολλών: πώς είναι δυνατόν, την ώρα που όλη η χώρα είναι βυθισμένη σε μια αδαπάνητη νύχτα με κατατρεγμούς, φυλακίσεις, εκτελέσεις, πείνα και θανατικό, ο Ελύτης να τραγουδά του καλού καιρού τραγούδια, να δημιουργεί ειδυλλιακές σκηνές, ευφρόσυνο κλίμα, αλέγρα διάθεση, ζωή όλο μαγκιά και τσαχπινιά, <<κοπέλες ροζακιές>>, <<χλωρά κορίτσια>> <<γυμνοί γοφοί>>, <<σγουρά εφηβαία>>(sic), νιάτα, έρωτας, ομορφιά. Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματαρικο Παντελονάκι αέρινο... Μορτάκι του άσπρου σύννεφου. ## Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια Ωραία παιδιά... # # Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί Αεράκι ενός νησιού... Δεν ξέρω πια τη νύχτα. # # Κι η Παναγιά χαίρεται η Παναγιά χαμογελά. # # Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς. # # Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου... # # Κι εσύ στα πάνω περιβόλια Κτήνος της αγριαχλαδιάς Λιγνό άγουρο αγόρι Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου Να παίρνει μυρωδιά Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά Να σιγοκαίει από τις ορτανσίες. Η ερμηνεία που δόθηκε <<από την άλλη μεριά>>, ήταν πως όλα αυτά λέγονται και γράφονται για να ξορκιστεί το κακό με το αντίθετό του δηλ. πως όλα αυτά συμβαίνουν σ' έναν άλλο καιρό, σ' ένα άλλο καλοκαίρι, για να δοθεί μια ανάσα στο τόπο του θανάτου. Οι δικές μου σκέψεις θα είναι κάπως διαφορετικές, αλλά από την αρχή τονίζω πως καμιά ερμηνεία δεν έχει την αποκλειστικότητα. Γνωρίζουμε πως την ώρα του δημιουργικού οίστρου μιας μεγάλης ψυχής, κάτω από την πύρινη λάβα του κύματος, υπάρχουν υπόγεια ρεύματα, στρώματα πολλών συστατικών- άγνωρα και στον ίδιο το δημιουργό- που όταν το κοίτασμα βγεί στην επιφάνεια και λάβει την οριστική του μορφή, αποτελούν και τις πολλαπλές στρώσεις του έργου. Είναι οι λεγόμενες άδηλες προθέσεις του δημιουργού που ξεπερνούνε τις συνειδητές. Γι αυτό και μια επιτυχημένη ανάλυση σε βάθος τη χαίρεται ο Ποιητής, γιατί γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του. Υπόθεση α): Πώς μπορούν και μοιράζουν γαμπριάτικα κουφέτα οι ρημαγμένοι γονείς του άτυχου νέου, που δεν πρόλαβε να γευτεί τη ζωή, μα τον χτύπησε ξαφνικά το αστροπελέκι του θανάτου; Πού βρίσκει το κουράγιο η χαροκαμένη μάννα να ντύνει νύφη την ανύπαντρη κόρη, προτού την παραδώσει του Χάρου; Εκεί επάνω στη νεκρική κλίνη που γίνεται ο θρήνος, εξιστορούνται οι χάρες του νεκρού, ανακαλούν τις πιο όμορφες στιγμές του κι ακόμη φαντάζονται και τα όσα δεν πρόλαβε να ζήσει και να χαρεί. Εκεί η μάννα -κι ο Ποιητής είναι κατ' εξοχήν θηλυκή ψυχή-μέσα στο θρήνο της που γίνεται ανακούφιση και παρηγοριά της, βρίσκεται μέσα σε μια αλλόφρονη κατάσταση -υπερβατική για τον Ποιητή- ανάμεσα στο φυσικό και υπερφυσικό βλέπει ζωντανό το νεκρό παιδί της και συνομιλεί μαζί του. Κάπως έτσι, με ανάλογη ψυχική διάθεση, φαντάστηκα τον ποιητή μας να κλαίει τις ηλιόλουστες μέρες μιας ειρηνικής ζωής, τα χαρούμενα νιάτα, τα <<ξεστήθωτα αγόρια>>, <<τα γυμνά κορίτσια>>, <<τα ωραία γερά παιδιά>>, όταν έχει μπροστά του σκελετωμένα κορμιά και μαυρίλα θανάτου, ανάμεσα στο ορατό φως και το φαινομενικά αόρατο σκοτάδι. Υπόθεση β): Μου συμβαίνει να έχω βαθιά εμπειρία του ηπειρωτικού μοιρολογιού, του ενόργανου εννοώ, και βιωματική γνώση της μελωδίας του. Σαυτό έπαψε να υπάρχει σπασμός με κλάματα, αλλά ήμερος πόνος. Η μελωδία του μετουσιώθηκε σε κίνηση ψυχής. Το μοιρολόι ξεκινάει με μια χαμηλών κυμάνσεων βαθύτατα λυγμική μελωδία, υψώνεται σε λυρικό τόξο με διαγραφόμενες καμπύλες, και επιστρέφει στη γη λαβωμένο με μια νότα παράπονου για την αδικία της ζωής. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται με μια προοδευτική εξέλιξη και, συν τω χρόνω μετουσιώνεται σε ένα χαροποιό πένθος, και κάποτε έρχεται ώρα που <<σπάει>> στη βάση του (<<κόβεται>> στα ηπειρώτικα) και τότε ακούς τα ωχ! και τα οπ! και τα όπα! Από το συμμουσιαζόμενο (επιτρέψτε μου την έκφραση) κόσμο, γοργά σχηματίζεται χορευτικός κύκλος, ο χορευτής που σέρνει το χορό, χτυπάει με τις παλάμες του το έδαφος (ένας Ανταίος που παίρνει δύναμη από τη γή που πατούμε) και είναι σαν να λέει στη ζωή:

"Πού θα μου πας, θα σ'αρπάξω" και το μοιρολόι μετασχηματίστηκε σε ρυθμό ζωής, χορευτικό τραγούδι, έξω λύπη, υπάρχει η Ζωή. Συμπληρωματικά της υπόθεσης β): Το χαροποιό πένθος για το οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, η χαρμολύπη, με μια άλλη λέξη, είναι όροι γνωστοί που μας έρχονται κατ' ευθείαν από την εκκλησιαστική μας παράδοση. Είναι η ακραία ώρα της Μεγάλης Εβδομάδας στην ορθόδοξη πίστη μας. Νηστεία, μαύρα άμφια, φαιές λαμπάδες, θλιμμένη ατμόσφαιρα, τραγικότητα δρωμένων, κατάνυξη μουσικής και ποίησης, αλλά όσο κυλούν οι μέρες, εκεί προς τη Μεγάλη Παρασκευή και προς το Μέγα Σάββατο, σκιρτήματα, άνθη, δοξαστικά Εγκώμια, έξοδος στο ύπαιθρο με λαμπροφορεμένους ιερείς, ρυθμός, μελωδία, βήματα γοργά προς το φως, την ανάσταση τη χαρά. Επιτρέψτε μου τώρα αυτό το λυτρωτικό κλίμα -άνάλογο βέβαια, όχι όμοιο- να το προσεγγίσουμε και στην αρχαία μας τραγωδία. Εκεί ο θεατής που ζει συγκλονισμένος τα τραγικά πάθη του ήρωα και την επακόλουθη πτώση του, συγκινημένος βαθιά από την κατά πάντα αξιοπρεπή στάση ενός σπάνιου αντιπροσώπου του είδους του, καθαίρεται, λυτρώνεται ψυχικά και βγαίνει πιο ώριμος από το θέατρο για ν' αντιμετωπίσει τη ζωή με τις αντινομίες της Ξέφυγα άραγε από τον αρχικό μου στόχο; Εκείνο που θα' θελα να πιστεύω είναι πως εισδύοντας στο βάθος παρόμοιων καταστάσεων είναι πως βρίσκουμε ένα κοινό σημείο: Το μεταίχμιο ανάμεσα στο θάνατο που μας χτύπησε και στη ζωή που ανάβλυσε μέσ' απ' τον πόνο. Ανάμεσα στο μοιρολόι και στο τραγούδι που γίνεται δοξαστικό της ζωής, στο χαροποιό πένθος και στην ανάσταση που προοιωνίζεται, στην αμφιλύκη, το πιο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, και στο λαμπρό φως που ακολουθεί, στον έλεο και το φόβο και την κάθαρση από τα παθήματα. Ο Ποιητής την οδύνη του σκότους και του θανάτου (Με τι σίδερο , τι αίμα, τι φωτια χτίζομε) την ποτιστηκε καταμονος. Με τη μεγάλη και δυνατή ψυχή του δρασκέλισε το φοβερό μεταίχμιο και σε μας με το αίσιο τραγούδι του θέλησε να μας πει, Έλληνες ψηλά το κεφάλι. Και με τη δική του γλώσσα: Είμαστε από καλή γενιά! Οι ηλιοποτισμένοι στίχοι του βγαίνουν από μια τρισχιλιόχρονη -και βάλε-παράδοση ενός τόπου, του ίδιου αυτού τόπου στον οποίο πόνεσαν και μεγαλούργησαν οι μακρινοί μας πρόγονοι, οι βυζαντινοί πατέρες, οι Έλληνες των δημοτικών τραγουδιών. Και την παράδοση αυτή την αφομοίωσε με τέτοιο τρόπο ο Ποιητής, ώστε να μη καταλαβαίνομε πως οι στίχοι του αυτοί τρυγήθηκαν από την άλλη μεριά, απ΄τη μεριά του σκοταδιού.

Κώστας Τσιλιμαντός

Πότε ένας λαός αποχτά τη Μυθολογία του; Είναι προφανές: όταν αλλάξει θρησκεία. Και τότε πολλά από το λαό εκείνο που φαίνονται σ' εμάς παράδοξα: θεοί στον Όλυμπο, θεότητες και παιδιά θεών πάνω στη γη, από σμίξιμο των τελευταίων με θνητές, -σπόροι και παρασπόρια-θεότητες στον κάτω κόσμο, ήταν για τους αρχαίους προγόνους μας, με τη δύναμη που δίνει η πίστη, υπαρκτοί και δημουργούσαν πραγματικότητες. Μου κάνει εντύπωση πως ένας σημαντικός ιστορικός, ο Αρριανός, που ζει σε πολύ προχωρημένη εποχή, στο δεύτερο μ.Χ. αιώνα, και γράφει την "Αλεξάνδρου ανάβαση" -δεν είναι βέβαια Θουκυδίδης- πιστεύει και στους γιους των θεών και στους θεούς του κάτω κόσμου. Για να δικαιολογήσει τη θεοποίηση του Αλεξάνδρου βρίσκει, μεταξύ άλλων, και την εξής επιχειρηματολογία: Δεν νομίζω -μας λέει- πως ο Αλέξανδρος αποδείχτηκε κατώτερος από τον Αιακό ή το Ραδάμανθυ (= θεοί του κάτω κόσμου, κριτές), που οι παλαιότεροι, χωρίς να τους καταλογίζουν καμιά αλαζονεία, τους θεωρούσαν παιδιά του Δία, ούτε πάλι τον βρίσκω κατώτερο από τον γιο του Δία, τον Θησέα (βασιλιά των Αθηνών) και από τον γιο του Απόλλωνα, τον Ίωνα (=γενάρχη των Ιώνων). Αρρ. βιβλ. 7ο κεφ. 29. Παρενθετικά εδώ επισημαίνω πως, για τους πολυθεϊστές Ελληνες, η έννοια "υιός θεού", σε αντίθεση με τους Εβραίους που εθεωρείτο ύβρις, ήταν οικεία, αν αναλογισθούμε, εκτός από τους πιο πάνω, τον μεγαλύτερο και σπουδαιότερο Ήρωα της ελληνικής φυλής, τον Ηρακλή, γιο του Δία και της Αλκμήνης, τον Δίονυσο, γυιό του Δία και της Σεμέλης και τον Περσέα, γυιο του Δία και της Δανάης, όλες οι γυναίκες μητέρες θνητές. Αλλά και ο Θεός που υποφέρει, δεν ήταν κάτι το άγνωστο για τους αρχαίους. Πολύ πριν δεχτούν τη νέα θρησκεία του Ναζωραίου, είχαν και αυτοί ένα θεό, τον Προμηθέα, "ήλοις προσηλωθέντα" σε έναν άλλου είδους Γολγοθά, στο πιο ψηλό βουνό της Ασίας, τον Καύκασο. Εξωτερικές βέβαια οι ομοιότητες. Αξίζει όμως να τις δούμε προσεχτικότερα. Σπεύδω να δηλώσω πως εάν προηγείται ο Προμηθέας κατά την αντιπαραβολή, αυτό οφείλεται σε λόγους καθαρά ιστορικούς, επειδή χρονολογικά προηγείται. Τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Ιησούς είναι και οι δυο ευεργέτες των ανθρώπων. Ο πρώτος χάρισε τη φωτιά και τις τέχνες και ο δεύτερος κατέβηκε στη γη για την ανύψωση και σωτηρία του ανθρώπου, "ίνα σώση τον κόσμον". Και οι δυο, ως θεοί, γνωρίζουν εκ των προτέρων τί τους περιμένει. Και οι δυό δέχονται αγόγγυστα το πεπρωμένο τους "δια την λίαν φιλότητα βροτών" για την πολύ αγάπη τους στον άνθρωπο, όπως λέει το αισχυλικό κείμενο και η Εκκλησία μας αργότερα. Και τους δυο, την ώρα του μαρτυρίου τους, τους εγκατέλειψαν οι πάντες. Ολομόναχοι θα πορευτούν το Γολγοθά τους, ολομόναχοι θα υποστούν το μαρτύριό τους, ο ένας καρφωμένος πάνω στα βράχια και ο άλλος πάνω στο Σταυρό. Τον Προμηθέα τον εγκατέλειψαν όλοι οι παλιοί θεοί, όταν αυτός πήγε, στη θεομαχία που έγινε εναντίον του Κρόνου, με το μέρος του Δία, ο οποίος, χάρη στη σύμπραξη αυτή, νίκησε και έγινε ο νέος αφέντης του ουρανού. Και τώρα ήρθε η ώρα να τον ...ανταμείψει! Αλλά και οι άνθρωποι, που δέχτηκαν την ευεργεσία του, σιωπούν. Για τον Ιησού, που μπήκε θριαμβευτής στα Ιεροσόλυμα, το παραλήρημα του ενθουσιασμού των ανθρώπων κράτησε μόνο τρεις μέρες. Με τη σύλληψή του έχουμε τη μεταστροφή που άγγιξε και αυτούς τους μαθητές του. Ο Πέτρος τον αρνήθηκε και αργότερα τους βρίσκουμε όλους "έγκλειστους", "δια τον φόβον των Ιουδαίων". Αλλά και ο Θεός-πατήρ απέχει.


Τη μοίρα του Δίκαιου σε συνάρτηση με τη Δικαιοσύνη μελέτησαν πολύ οι Ελληνες, σε μια εποχή που άλλοι λαοί τρώγαν ακόμη βελανίδια. Ο Πλάτων, στην "Πολιτεία" του, όπου συζητεί το θέμα αυτό ο Σωκράτης με μια πλειάδα νέων, βάζει στο στόμα του Γλαύκωνα να λέει στο Σωκράτη τα εξής προφητικά και οδυνηρά λόγια: "Ο δίκαιος μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, δεδήσεται, εκκαυθήσεται τωφθαλμώ, τελευτών πάντα κακά παθών ανασχινδυλευθήσεται". (Πολιτεία 361). (= Τον δίκαιο θα τον μαστιγώσουν, θα τον στρεβλώσουν, θα τον ρίξουν στα σίδερα, θα του βγάλουν με πυρωμένο σίδερο τα μάτια και τέλος, αφού υποστεί τα πάνδεινα, θα τον ανασκολοπίσουν). Τόσο σκληροί και απάνθρωποι γίνονται οι άνθρωποι για μια αλήθεια που δε μπορούν να τη σηκώσουν! (Θεριά οι άνθρωποι δε μπορούν το φως να το σηκώσουν! Βάρναλης). Μπροστά στους βασανιστές τους, την ώρα της φριχτής δοκιμασίας, όταν τους καρφώνουν, και οι δυό θεοί δεν θα αφήσουν να τους ξεφύγει ούτε ένα βογκητό. Στους τυράννους απαντούν με την εύγλωττη σιωπή τους! Αργότερα ο Ιησούς, με το ψυχικό μεγαλείο που διαθέτει θα τους συγχωρήσει. (ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν) "Δεν ξέρουν τι κάνουν". Υπάρχει όμως και ένας άλλος πόνος χειρότερος από το σωματικό: Ο εμπαιγμός, η σαρκαστική ειρωνεία: "Ψευδωνύμως σε δαίμονες Προμηθέα καλούσιν· αυτόν γαρ σε δει προμηθέως, ότω τρόπω τήσδ' εκκυλισθήση τέχνης (στ. 85-87) ( Με ψεύτικο όνομα οι θεοί σε κράζουν Προμηθέα. / Εσύ ο ίδιος έχεις ανάγκη τι να προμηθευτείς / για να ξεμπλέξεις μ' όποιο τρόπο / από τις τέχνες τούτες). "Ο Καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών σώσον σεαυτόν....Άλλους έσωσεν, εαυτόν ού δύναται σώσαι!" (Ματθ. 27, 40-42). Οι δύο μάρτυρες, όταν θα νιώσουν την απόλυτη μοναξιά τους θ' αφήσουν κι οι δυό το παράπονό τους στον αέρα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αντιτάσσονται στο "εφ' ώ ετάχθησαν". Είναι μια ώρα ανθρώπινη που αντλούν δύναμη μέσα από την αδυναμία τους για να γυρίσουν έμπλεοι εμπιστοσύνης στον εαυτό τους και να τανύσουν την πράξη ως το τέλος της: το "τετέλεσται" (δηλ. όλα έχουν συντελεστεί). Ω δίος αιθήρ και ταχύπτεροι πνοαί, ποταμών τε πηγαί, ποντίων κυμάτων ανήριθμον γέλασμα, παμμήτόρ τε γη, και τον πανόπτην κΰκλον ηλίου καλώ. Ιδέσθέ μ οία πρός θεών πάσχω θεός".(στ. 88-92) (Ω θεϊκέ αιθέρα και πνοές του ανέμου γοργόφτερες, / πηγές των ποταμών κι αρίφνητο/κυμάτων πελαγίσιων γέλιο. Των όλων ω μητέρα Γη / κι εσένα κράζω, κύκλε, του παντεπόπτη Ηλίου. / Ιδέστε με θεός από θεούς τι πάσχω). "Από δε έκτης ώρας σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ώρας ενάτης· περί δε την ενάτην ώραν ανεβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων "Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί" τούτ' εστί, Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλιπες".(Ματθ. 27, 45-47) Στις λαϊκές δοξασίες, που τις εκμεταλλεύεται η ποίηση, όταν ένα εκλεκτό άτομο υποφέρει ή ένας μεγάλος ήρωας πεθαίνει (θυμηθείτε τον Διγενή), συμβαίνουν υπερφυσικά γεγονότα. Πολύ περισσότερο στην περίπτωση ενός θεού. Η φύση με τις διαστάσεις της και τη μεγαλοπρέπειά της, καθώς συμπάσχει με το εκλεκτό τέκνο της, συνταράζεται από το κορυφαίο γεγονός και στην επιθανάτια αγωνία τους συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, ως να μας δίνει την αίσθηση της κοσμοχαλασιάς. Βοά δε πόντιος κλύδων ξυμπίτνων, στένει βυθός, κελαινός δ' Άιδος υποβρέμει μυχός γας, παγαί δ' αγνορύτων ποταμών στένουσιν άλγος οικτρόν. (στ. 431-435) (Βογγάει καθώς χτυπιέται ο τρικυμισμένος πόντος, / συνταράζεται ο βυθός. / Βρυχιούνται τ' άραχλα του Αδη καταχθόνια / και οι πηγές, όθε κυλάνε των ποταμών τ' αγνά νερά, κλαίνε τον πόνο που τρυπάει καρδιές). "Πάσα η κτίσις ηλλιούτο φόβω θωρούσα σε εν σταυρώ κρεμάμενον Χριστέ. Ο ήλιος εσκοτίζετο και γης τα θεμέλια συνεταράττετο. Τα πάντα συνέπασχον τω τα πάντα κτίσαντι". (Τροπάριο Μ. Πέμπτης). *** Πιο κοντά τώρα, στα δικά μας. Πώς νικιέται ο θάνατος; Θανάτω! Η ζωή απολήγει στο θάνατο, για να ξαναγεννηθεί πιο πλούσια και πιο νέα. Αυτός που από δειλία σώζει τη ζωή του ήδη την έχει χάσει· έχει χάσει το άνθος, την ουσία της. Είναι νίκη της ζωής το να έχεις τη δύναμη της υπέρβασης: Να θυσιάζεις τη ζωή σου στο θάνατο για μια ιδέα, για έναν υψηλό σκοπό: Δυνατός ο θάνατος. Ακατάλυτη η ζωή. "Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, ούτος μόνος μένει, εάν δε αποθάνη πολύν καρπόν φέρει". Ματθ. 12,24. Πώς το λέει ο Σεφέρης;


μαστε ο σπόρος που πεθαίνει. Τέτοιου είδους θάνατοι ενδύουν τον άνθρωπον αφθαρσίας ευπρέπειαν

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page