top of page

Ελύτης, ο πενθών τον ήλιον και χαίρων τον θάνατον


Τον πρώτο καιρό που εμφανίστηκε ο Ελύτης κατηγορήθηκε για κατάχρηση αισιοδοξίας. Αργότερα προσέχτηκε καλύτερα, έπαψε να εξετάζεται μονοδιάστατα, η κριτική προχώρησε και στους αντίποδες του φαινομενικά ασκίαστου έργου του, γιατί και ο ίδιος πρώιμα είχε (προ)ειδοποιήσει: Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε Απ' την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.

Θα διατυπώσω, λοιπόν,κι εγώ τώρα, κάποιες, ίσως ασήμαντες σκέψεις μου,που αν θα φανούν, πιθανόν, παρατραβηγμένες, αν δεν ταυτίζουνται με το ελύτικο κλίμα, θέλω να πιστεύω τουλάχιστον πως το πλησιάζουν. Θα σταθώ ιδιαίτερα στη συλλογή <<Ήλιος ο Πρώτος>> γραμμένη μέσα στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Στην αρχική απορία πολλών: πώς είναι δυνατόν, την ώρα που όλη η χώρα είναι βυθισμένη σε μια αδαπάνητη νύχτα με κατατρεγμούς, φυλακίσεις, εκτελέσεις, πείνα και θανατικό, ο Ελύτης να τραγουδά του καλού καιρού τραγούδια, να δημιουργεί ειδυλλιακές σκηνές, ευφρόσυνο κλίμα, αλέγρα διάθεση, ζωή όλο μαγκιά και τσαχπινιά, <<κοπέλες ροζακιές>>, <<χλωρά κορίτσια>> <<γυμνοί γοφοί>>, <<σγουρά εφηβαία>>(sic), νιάτα, έρωτας, ομορφιά. Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματαρικο Παντελονάκι αέρινο... Μορτάκι του άσπρου σύννεφου. ## Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια Ωραία παιδιά... # # Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί Αεράκι ενός νησιού... Δεν ξέρω πια τη νύχτα. # # Κι η Παναγιά χαίρεται η Παναγιά χαμογελά. # # Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς. # # Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου... # # Κι εσύ στα πάνω περιβόλια Κτήνος της αγριαχλαδιάς Λιγνό άγουρο αγόρι Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου Να παίρνει μυρωδιά Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά Να σιγοκαίει από τις ορτανσίες. Η ερμηνεία που δόθηκε <<από την άλλη μεριά>>, ήταν πως όλα αυτά λέγονται και γράφονται για να ξορκιστεί το κακό με το αντίθετό του δηλ. πως όλα αυτά συμβαίνουν σ' έναν άλλο καιρό, σ' ένα άλλο καλοκαίρι, για να δοθεί μια ανάσα στο τόπο του θανάτου. Οι δικές μου σκέψεις θα είναι κάπως διαφορετικές, αλλά από την αρχή τονίζω πως καμιά ερμηνεία δεν έχει την αποκλειστικότητα. Γνωρίζουμε πως την ώρα του δημιουργικού οίστρου μιας μεγάλης ψυχής, κάτω από την πύρινη λάβα του κύματος, υπάρχουν υπόγεια ρεύματα, στρώματα πολλών συστατικών- άγνωρα και στον ίδιο το δημιουργό- που όταν το κοίτασμα βγεί στην επιφάνεια και λάβει την οριστική του μορφή, αποτελούν και τις πολλαπλές στρώσεις του έργου. Είναι οι λεγόμενες άδηλες προθέσεις του δημιουργού που ξεπερνούνε τις συνειδητές. Γι αυτό και μια επιτυχημένη ανάλυση σε βάθος τη χαίρεται ο Ποιητής, γιατί γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του. Υπόθεση α): Πώς μπορούν και μοιράζουν γαμπριάτικα κουφέτα οι ρημαγμένοι γονείς του άτυχου νέου, που δεν πρόλαβε να γευτεί τη ζωή, μα τον χτύπησε ξαφνικά το αστροπελέκι του θανάτου; Πού βρίσκει το κουράγιο η χαροκαμένη μάννα να ντύνει νύφη την ανύπαντρη κόρη, προτού την παραδώσει του Χάρου; Εκεί επάνω στη νεκρική κλίνη που γίνεται ο θρήνος, εξιστορούνται οι χάρες του νεκρού, ανακαλούν τις πιο όμορφες στιγμές του κι ακόμη φαντάζονται και τα όσα δεν πρόλαβε να ζήσει και να χαρεί. Εκεί η μάννα -κι ο Ποιητής είναι κατ' εξοχήν θηλυκή ψυχή-μέσα στο θρήνο της που γίνεται ανακούφιση και παρηγοριά της, βρίσκεται μέσα σε μια αλλόφρονη κατάσταση -υπερβατική για τον Ποιητή- ανάμεσα στο φυσικό και υπερφυσικό βλέπει ζωντανό το νεκρό παιδί της και συνομιλεί μαζί του. Κάπως έτσι, με ανάλογη ψυχική διάθεση, φαντάστηκα τον ποιητή μας να κλαίει τις ηλιόλουστες μέρες μιας ειρηνικής ζωής, τα χαρούμενα νιάτα, τα <<ξεστήθωτα αγόρια>>, <<τα γυμνά κορίτσια>>, <<τα ωραία γερά παιδιά>>, όταν έχει μπροστά του σκελετωμένα κορμιά και μαυρίλα θανάτου, ανάμεσα στο ορατό φως και το φαινομενικά αόρατο σκοτάδι. Υπόθεση β): Μου συμβαίνει να έχω βαθιά εμπειρία του ηπειρωτικού μοιρολογιού, του ενόργανου εννοώ, και βιωματική γνώση της μελωδίας του. Σαυτό έπαψε να υπάρχει σπασμός με κλάματα, αλλά ήμερος πόνος. Η μελωδία του μετουσιώθηκε σε κίνηση ψυχής. Το μοιρολόι ξεκινάει με μια χαμηλών κυμάνσεων βαθύτατα λυγμική μελωδία, υψώνεται σε λυρικό τόξο με διαγραφόμενες καμπύλες, και επιστρέφει στη γη λαβωμένο με μια νότα παράπονου για την αδικία της ζωής. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται με μια προοδευτική εξέλιξη και, συν τω χρόνω μετουσιώνεται σε ένα χαροποιό πένθος, και κάποτε έρχεται ώρα που <<σπάει>> στη βάση του (<<κόβεται>> στα ηπειρώτικα) και τότε ακούς τα ωχ! και τα οπ! και τα όπα! Από το συμμουσιαζόμενο (επιτρέψτε μου την έκφραση) κόσμο, γοργά σχηματίζεται χορευτικός κύκλος, ο χορευτής που σέρνει το χορό, χτυπάει με τις παλάμες του το έδαφος (ένας Ανταίος που παίρνει δύναμη από τη γή που πατούμε) και είναι σαν να λέει στη ζωή:

"Πού θα μου πας, θα σ'αρπάξω" και το μοιρολόι μετασχηματίστηκε σε ρυθμό ζωής, χορευτικό τραγούδι, έξω λύπη, υπάρχει η Ζωή. Συμπληρωματικά της υπόθεσης β): Το χαροποιό πένθος για το οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, η χαρμολύπη, με μια άλλη λέξη, είναι όροι γνωστοί που μας έρχονται κατ' ευθείαν από την εκκλησιαστική μας παράδοση. Είναι η ακραία ώρα της Μεγάλης Εβδομάδας στην ορθόδοξη πίστη μας. Νηστεία, μαύρα άμφια, φαιές λαμπάδες, θλιμμένη ατμόσφαιρα, τραγικότητα δρωμένων, κατάνυξη μουσικής και ποίησης, αλλά όσο κυλούν οι μέρες, εκεί προς τη Μεγάλη Παρασκευή και προς το Μέγα Σάββατο, σκιρτήματα, άνθη, δοξαστικά Εγκώμια, έξοδος στο ύπαιθρο με λαμπροφορεμένους ιερείς, ρυθμός, μελωδία, βήματα γοργά προς το φως, την ανάσταση τη χαρά. Επιτρέψτε μου τώρα αυτό το λυτρωτικό κλίμα -άνάλογο βέβαια, όχι όμοιο- να το προσεγγίσουμε και στην αρχαία μας τραγωδία. Εκεί ο θεατής που ζει συγκλονισμένος τα τραγικά πάθη του ήρωα και την επακόλουθη πτώση του, συγκινημένος βαθιά από την κατά πάντα αξιοπρεπή στάση ενός σπάνιου αντιπροσώπου του είδους του, καθαίρεται, λυτρώνεται ψυχικά και βγαίνει πιο ώριμος από το θέατρο για ν' αντιμετωπίσει τη ζωή με τις αντινομίες της Ξέφυγα άραγε από τον αρχικό μου στόχο; Εκείνο που θα' θελα να πιστεύω είναι πως εισδύοντας στο βάθος παρόμοιων καταστάσεων είναι πως βρίσκουμε ένα κοινό σημείο: Το μεταίχμιο ανάμεσα στο θάνατο που μας χτύπησε και στη ζωή που ανάβλυσε μέσ' απ' τον πόνο. Ανάμεσα στο μοιρολόι και στο τραγούδι που γίνεται δοξαστικό της ζωής, στο χαροποιό πένθος και στην ανάσταση που προοιωνίζεται, στην αμφιλύκη, το πιο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, και στο λαμπρό φως που ακολουθεί, στον έλεο και το φόβο και την κάθαρση από τα παθήματα. Ο Ποιητής την οδύνη του σκότους και του θανάτου (Με τι σίδερο , τι αίμα, τι φωτια χτίζομε) την ποτιστηκε καταμονος. Με τη μεγάλη και δυνατή ψυχή του δρασκέλισε το φοβερό μεταίχμιο και σε μας με το αίσιο τραγούδι του θέλησε να μας πει, Έλληνες ψηλά το κεφάλι. Και με τη δική του γλώσσα: Είμαστε από καλή γενιά! Οι ηλιοποτισμένοι στίχοι του βγαίνουν από μια τρισχιλιόχρονη -και βάλε-παράδοση ενός τόπου, του ίδιου αυτού τόπου στον οποίο πόνεσαν και μεγαλούργησαν οι μακρινοί μας πρόγονοι, οι βυζαντινοί πατέρες, οι Έλληνες των δημοτικών τραγουδιών. Και την παράδοση αυτή την αφομοίωσε με τέτοιο τρόπο ο Ποιητής, ώστε να μη καταλαβαίνομε πως οι στίχοι του αυτοί τρυγήθηκαν από την άλλη μεριά, απ΄τη μεριά του σκοταδιού.

bottom of page