Τρεις οι πλάτανοι, κι οι τρεις αράδα αράδα,
Κι ένας πλάτανος παχύν ήσκιον οπό ’χει!
Στα κωνάρια του σπαθιά ’ναι κρεμασμένα
Και στη ρίζα του τουφέκια ακουμπισμένα,
Κι από κάτω του Βαρλάμης ξαπλωμένος.
Πραγματολογικά: Αράδα=σειρά. Ίσως παράγεται απότο βενετικό arada, που σημαίνει αλετριά (Ανδριώτης).
Τρία: ένας αριθμός που στιςπαραδόσεις εμφανίζεται πολλαπλώς, ως τριπλή εκφώνηση, ως τρία πρόσωπα, ζώα ή πράγματα, ή είναι μια διαφοροποιημένη τριάδα, κάθε μέλος της οποίας έχει και μια ξεχωριστή δράση.
Το στοιχείο του αριθμού 3 πρέπει να προέρχεται από το μύθο και το παραμύθι, ως πρωτόγονο στοιχείο. Οι αριθμοί των πρωτόγονων λαών ως έκφραση του πληθυντικού φθάνουν ίσαμε το τρία. (Γ. Μέγας). Ο τρίτος και μικρότερος είναι πάντα και καλύτερος. Οι ανθρωπολόγοι δέχονται ότι σ’ αυτό επέδρασε το δίκαιο του νεότερου. Ίσως όμως να προέρχεται και από τη διάθεση του λαού να θαυμάζει το αφύσικο και παράδοξο, ό,τι δεν πετυχαίνει ο μεγάλος και δυνατός, να το πετυχαίνει ο νεότερος και αδύνατος. (Martin Nilson).
Τεχνική του τραγουδιού, αισθητικά και ερμηνευτικά:
Ο άγνωστος συνθέτης του λαϊκού αυτού άσματος ακολουθεί μια τεχνική αρκετά ιδιότυπη. Αντί να στοχέψει απ’ ευθείας και να επιτύχει το ποθούμενο αποτέλεσμα, στρέφεται, παραπλανητικά θαρρείς, προς άλλους τόπους, που εκ πρώτης όψεως μας φαίνονται εντελώς άσχετοι.
Ολο το τραγούδι είναι καμωμένο για να επαινεθεί ο κλέφτης που φέρει το όνομα Βαρλάμης. Και εν τούτοις αρχίζει με το «τρεις οι πλάτανοι». Δημιουργεί έτσι ένα παραξένισμα, όχι με τη σημασία που αποδίνει στον όρο ο Μπρεχτ, αποκαλύπτοντας δηλαδή το κοινωνικά παράλογο και αφύσικο που το αλλοτριωμένο άτομο δέχεται ως φυσικό και οικείο, αλλά με την έννοια του ξαφνιάσματος. Θα ’λεγα ότι ο τρόπος αυτός συγγενεύει με την τεχνική των άσκοπων ρωτημάτων - όρο πού έχει επινοήσει ο Ι.Θ. Κακριδής - δηλ. παρασέρνει τη φαντασία σε άλλες δυνατότητες, ώστε η τελική εικόνα επισκιάζοντας όλες τις πορηγούμενες και παραπλανητικές, να επιβληθεί και να κυριαρχήσει στην ψυχή του ακροατή ως η μόνη. Λέω ακροατή, γιατί τα δημοτικά τραγούδια ποτέ δε διαβάζονταν.
Ας μεταχειριστούμε σύγχρονα μέσα. Η πλαστική εικόνα του ποιήματος είναι τέτοιας οπτικής, που μας οδηγεί στην τεχνική του κινηματογράφου, τόσο άγνωστου για το λαϊκό συνθέτη του τραγουδιού.
Αφού ο φακός μάς παρασέρνει στο ξεστράτισμα, προβάλλει αρχικά ένα σύνολο, τα τρία πλατάνια. Κατόπιν έρχεται πολύ κοντά -κάνει ζουμ θα λέγαμε σήμερα- και απομονώνει ένα υποσύνολο που τον ενδιαφέρει: Το ένα πλατάνι με την παχιά σκιά. Το οπτικό πεδίο που κατείχαν οι τρεις πλάτανοι, το καταλαμβάνει τώρα όλο ο ένας, για να μεγεθυνθεί και να εξαρθεί το προβαλλόμενο.
Νέα κίνηση του φακού. Η εικόνα του ενός πλατάνου που επισκίασε τους προηγούμενους επιμερίζεται πάλι σε τρία μέρη. Κάθε ένα από τα μέρη αυτά προβάλλεται ξεχωριστά στην οπτική μας οθόνη.
Πρώτη επιμερισμένη εικόνα: Κλωνάρια απ’ όπου κρέμονται σπαθιά. Σπαθίζεται η φαντασία μας να φύγει από τις περιγραφικές εντυπώσεις σε πλέον εντοπισμένο χώρο. Κατιούσα του φακού και δεύτερη επιμερισμένη εικόνα: Ο κορμός του πλάτανου με τα τουφέκια. Στη συνείδηση μας η εικόνα λαβαίνει τις προεκτάσεις ενός λημεριού, στον πλάτανο του οποίου τα κλεφτόπουλα κρέμασαν και απόθεσαν τ’ άρματα τους, ίσως για να χορέψουν (λίγο αμφίβολο χωρίς τα άρματα τους) ή για να ξεκουραστούν (το πιο πιθανό).
Η τεχνική της κατιούσας του φακού και προβολής λεπτομερειών αποβλέπει στο να εξαρθεί και να μεγεθυνθεί μέσα μας ο ξεχωριστός πλάτανος. Είμαστε έτοιμοι τώρα να δεχτούμε και την τελευταία εικόνα. Μ’ ένα μαγικό ραβδί οι υπονοούμενοι κλέφτες εξαφανίζονται. Δεν κάνομε την ορθολογική ερώτηση «και τα όπλα τους;» Οσοι διάβασαν Ομηρο και δημοτικά τραγούδια ξέρουν πως ο ποιητής ό,τι δεν του χρειάζεται το παραμερίζει ή το ξεχνάει. Ενα μικρό παράδειγμα: Στο Α» της Οδύσσειας που η Αθηνά εμφανίζεται στο παλάτι του Οδυσσέα με τη μορφή του Μέντη. για να εμψυχώσει τον Τηλέμαχο, αφού τελειώσει την αποστολή της εξαφανίζεται η ίδια, αλλά όχι και το κοντάρι της που λίγο πιο πριν πήρε ο Τηλέμαχος απ’ τα χέρια της και απόθεσε στην κονταροθήκη. Δε θα ρωτήσουμε «και το κοντάρι της;». Τέτοιες ερωτήσεις δεν ανήκουν στην περιοχή της ποίησης.
Τελευταία λοιπόν εικόνα με τον επώνυμο κλέφτη στον παχύν ήσκιο να αναπαύεται ή να κοιμάται και απότομο κλείσιμο τη; σκηνής. Κυρίαρχος μέσα μας ο Βαρλάμης,και χωρίς άρθρο. Σκέτο Βαρλάμης. Τόσο γνωστό όνομα. Το τραγούδι δεν είπε σχεδόν τίποτα γι αυτόν. Ενα όνομα έδωσε και μια στάση. Και όμως. όλη την προβολή και δόξα του ενός και ξεχωριστού πλατάνου την έλαβε αυτός, το ένα και μοναδικό παλληκάρι, που θέλησε να μας δείξει το τραγούδι. Ποιος; Πλάστε τον με τη φαντασία σας. Αυτή είναι η ανά-Γνωση που μας προσφέρει η πραγματική τέχνη.
Και όλα αυτά σε πέντε στίχους, εκεί που ένας άλλος αδόκιμος ποιητής θα σώριαζε 125
Τρεις αρετές που πραγματοποιεί στο έπακρο το τραγούδι. Συντομία, λιτότητα, επιγραμματικότητα. Αφαιρέστε όχι μια λέξη; αλλά ένα τελικό «ν» και ολόκληρο το ποιητικό οικοδόμημα γκρεμίζεται. Τόσο σφιχτό είναι δεμένο.
Αν ποίηση είναι η λογική που έχει μετατραπεί σε εικόνες και συναισθήματα.και ένα ποίημα στο βαθμό που είναι ποίημα ερεθίζει την ψυχή εξυψώνοντάς την, τότε τοκλέφτικο τραγούδι πέτυχε και στα δυο.