top of page
IMG_20180426_150852.jpg
Χωρίς τίτλο7.png

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου

Κώστας Τσιλιμαντός

Τρεις οι πλάτανοι, κι οι τρεις αράδα αράδα,

Κι ένας πλάτανος παχύν ήσκιον οπό ’χει!

Στα κωνάρια του σπαθιά ’ναι κρεμασμένα

Και στη ρίζα του τουφέκια ακουμπισμένα,

Κι από κάτω του Βαρλάμης ξαπλωμένος.

Πραγματολογικά: Αράδα=σειρά. Ίσως παράγεται απότο βενετικό arada, που σημαίνει αλετριά (Ανδριώτης).

Τρία: ένας αριθμός που στιςπαρα­δόσεις εμφανίζεται πολλαπλώς, ως τριπλή εκφώνηση, ως τρία πρόσωπα, ζώα ή πράγ­ματα, ή είναι μια διαφοροποιημένη τριάδα, κάθε μέλος της οποίας έχει και μια ξεχω­ριστή δράση.

Το στοιχείο του αριθμού 3 πρέπει να προ­έρχεται από το μύθο και το παραμύθι, ως πρωτόγονο στοιχείο. Οι αριθμοί των πρω­τόγονων λαών ως έκφραση του πληθυντι­κού φθάνουν ίσαμε το τρία. (Γ. Μέγας). Ο τρίτος και μικρότερος είναι πάντα και καλύτερος. Οι ανθρωπολόγοι δέχονται ότι σ’ αυτό επέδρασε το δίκαιο του νεότερου. Ίσως όμως να προέρχεται και από τη διάθεση του λαού να θαυμάζει το αφύσικο και παράδοξο, ό,τι δεν πετυχαίνει ο μεγάλος και δυνατός, να το πετυχαίνει ο νεότερος και αδύνατος. (Martin Nilson).

Τεχνική του τραγουδιού, αισθητικά και ερμηνευτικά:

Ο άγνωστος συνθέτης του λαϊκού αυτού άσματος ακολουθεί μια τεχνική αρκετά ιδιότυπη. Αντί να στοχέψει απ’ ευθείας και να επιτύχει το ποθούμενο αποτέλεσμα, στρέφεται, παραπλανητικά θαρρείς, προς άλλους τόπους, που εκ πρώτης όψεως μας φαίνονται εντελώς άσχετοι.

Ολο το τραγούδι είναι καμωμένο για να επαινεθεί ο κλέφτης που φέρει το όνομα Βαρλάμης. Και εν τούτοις αρχίζει με το «τρεις οι πλάτανοι». Δημιουργεί έτσι ένα παραξένισμα, όχι με τη σημασία που αποδίνει στον όρο ο Μπρεχτ, αποκαλύπτοντας δηλαδή το κοινωνικά παράλογο και αφύσικο που το αλλοτριωμένο άτομο δέχεται ως φυσικό και οικείο, αλλά με την έννοια του ξαφνιά­σματος. Θα ’λεγα ότι ο τρόπος αυτός συγγενεύει με την τεχνική των άσκοπων ρωτημάτων - όρο πού έχει επινοήσει ο Ι.Θ. Κακριδής - δηλ. παρασέρνει τη φαντασία σε άλλες δυνατότητες, ώστε η τελική εικό­να επισκιάζοντας όλες τις πορηγούμενες και παραπλανητικές, να επιβληθεί και να κυριαρχήσει στην ψυχή του ακροατή ως η μόνη. Λέω ακροατή, γιατί τα δημοτικά τραγούδια ποτέ δε διαβάζονταν.

Ας μεταχειριστούμε σύγχρονα μέσα. Η πλαστική εικόνα του ποιήματος είναι τέτοιας οπτικής, που μας οδηγεί στην τεχνική του κινηματογράφου, τόσο άγνω­στου για το λαϊκό συνθέτη του τραγουδιού.

Αφού ο φακός μάς παρασέρνει στο ξεστράτισμα, προβάλλει αρχικά ένα σύνο­λο, τα τρία πλατάνια. Κατόπιν έρχεται πολύ κοντά -κάνει ζουμ θα λέγαμε σήμε­ρα- και απομονώνει ένα υποσύνολο που τον ενδιαφέρει: Το ένα πλατάνι με την παχιά σκιά. Το οπτικό πεδίο που κατείχαν οι τρεις πλάτανοι, το καταλαμβάνει τώρα όλο ο ένας, για να μεγεθυνθεί και να εξαρ­θεί το προβαλλόμενο.

Νέα κίνηση του φακού. Η εικόνα του ενός πλατάνου που επισκίασε τους προηγούμενους επιμερίζεται πάλι σε τρία μέρη. Κάθε ένα από τα μέρη αυτά προβάλλεται ξεχωριστά στην οπτική μας οθόνη.

Πρώτη επιμερισμένη εικόνα: Κλωνάρια απ’ όπου κρέμονται σπαθιά. Σπαθίζεται η φαντασία μας να φύγει από τις περιγραφι­κές εντυπώσεις σε πλέον εντοπισμένο χώρο. Κατιούσα του φακού και δεύτερη επιμερισμένη εικόνα: Ο κορμός του πλάτα­νου με τα τουφέκια. Στη συνείδηση μας η εικόνα λαβαίνει τις προεκτάσεις ενός λημεριού, στον πλάτανο του οποίου τα κλεφτόπουλα κρέμασαν και απόθεσαν τ’ άρματα τους, ίσως για να χορέψουν (λίγο αμφίβολο χωρίς τα άρματα τους) ή για να ξεκουρα­στούν (το πιο πιθανό).

Η τεχνική της κατιούσας του φακού και προβολής λεπτομερειών αποβλέπει στο να εξαρθεί και να μεγεθυνθεί μέσα μας ο ξεχωριστός πλάτανος. Είμαστε έτοιμοι τώρα να δεχτούμε και την τελευταία εικό­να. Μ’ ένα μαγικό ραβδί οι υπονοούμενοι κλέφτες εξαφανίζονται. Δεν κάνομε την ορθολογική ερώτηση «και τα όπλα τους;» Οσοι διάβα­σαν Ομηρο και δημοτικά τραγούδια ξέρουν πως ο ποιητής ό,τι δεν του χρειάζεται το παραμερίζει ή το ξεχνάει. Ενα μικρό παρά­δειγμα: Στο Α» της Οδύσσειας που η Αθηνά εμφανίζεται στο παλάτι του Οδυσσέα με τη μορφή του Μέντη. για να εμψυχώσει τον Τηλέμαχο, αφού τελειώσει την αποστολή της εξαφανίζεται η ίδια, αλλά όχι και το κοντάρι της που λίγο πιο πριν πήρε ο Τηλέμαχος απ’ τα χέρια της και απόθεσε στην κονταροθήκη. Δε θα ρωτήσουμε «και το κοντάρι της;». Τέτοιες ερωτήσεις δεν ανήκουν στην περιοχή της ποίησης.

Τελευταία λοιπόν εικόνα με τον επώνυμο κλέφτη στον παχύν ήσκιο να αναπαύεται ή να κοιμάται και απότομο κλείσιμο τη; σκηνής. Κυρίαρχος μέσα μας ο Βαρλάμης,και χωρίς άρθρο. Σκέτο Βαρλάμης. Τόσο γνωστό όνομα. Το τραγούδι δεν είπε σχεδόν τίποτα γι αυτόν. Ενα όνομα έδωσε και μια στάση. Και όμως. όλη την προβολή και δόξα του ενός και ξεχωριστού πλατάνου την έλαβε αυτός, το ένα και μοναδικό παλληκάρι, που θέλησε να μας δείξει το τραγούδι. Ποιος; Πλάστε τον με τη φαντασία σας. Αυτή είναι η ανά-Γνωση που μας προσφέ­ρει η πραγματική τέχνη.

Και όλα αυτά σε πέντε στίχους, εκεί που ένας άλλος αδόκιμος ποιητής θα σώριαζε 125

Τρεις αρετές που πραγματοποιεί στο έπα­κρο το τραγούδι. Συντομία, λιτότητα, επιγραμματικότητα. Αφαιρέστε όχι μια λέξη; αλλά ένα τελικό «ν» και ολόκληρο το ποιη­τικό οικοδόμημα γκρεμίζεται. Τόσο σφιχτό είναι δεμένο.

Αν ποίηση είναι η λογική που έχει μετα­τραπεί σε εικόνες και συναισθήματα.και ένα ποίημα στο βαθμό που είναι ποίημα ερεθίζει την ψυχή εξυψώνοντάς την, τότε τοκλέφτικο τραγούδι πέτυχε και στα δυο.

Κώστας Τσιλιμαντός

Όταν μετάφραζα την Αινειάδα,(1) το περιστατικό που αναφέρει ο Βιργίλιος το σχετικό με τον Πολύδωρο, για το οποίο ο λόγος πιο κάτω,μου θύμιζε κάποιο δημοτικό τραγούδι, αλλά ποιο και πού, δεν μπορούσα να το εξακριβώσω. Ψάχνοντας ανάμεσα στις συλλογές Δημ. Τραγουδιών βρήκα επιτέλους στο Φωριέλ (2) σελ.327, και στον «Πωγωνίσιο Γάμο» του Ν. Υφαντή (3)σελ.289, αυτό που ζητούσα.

Στο Φωριέλ έχει τίτλο «Η βοή του μνήματος», ενώ στον Υφαντή ως τίτλο έχει τον πρώτο στίχο.

Το τραγούδι χωρίς ουσιαστικές αλλαγές έχει ως εξής και στις δυο συλλογές. Σαβάτο μέρα πίναμε, την Κυριακή όλη μέρα και τη Δευτέρα το πουρνόν εσώθη το κρασί μας. Ο καπετάνιος μ’ έστειλε να πάω, κρασί να φέρω. Ξένος εγώ ημουν κι άμαθος, δεν ήξερα το δρόμο κι επήρα στράτες ξώστρατες και ξένα μονοπάτια. Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σε μια ψηλή ραχούλα. Ήταν γεμάτη μνήματα, όλ’ από παλληκάρια. Ένα μνήμα ηταν μοναχό, ξέχωρο απ’ όλα τ’ άλλα. Δεν τό ειδα και το πάτησα βαριά μες στο κεφάλι. Βοήν ακούω και βροντήν από τον κάτω κόσμον. «Τί έχεις μνήμα και βογγάς και βαριαναστενάζεις; Μήνα το χώμα σου βαρεί, μήνα η μαύρη πλάκα;» «Ουδέ το χώμα μου βαρεί, ουδέ κι η μαύρη πλάκα, μον’ το ‘χω μάρα κι αντροπή κι ένα καημό μεγάλο το πώς με καταφρόνεσες, μ’ επάτ’σες στο κεφάλι. Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι, δεν επερπάτησα κι εγώ τη νύχτα με φεγγάρι;». Στο Βιργίλιο τώρα. Οταν οι ξεπατρισμένοι Τρώες, μετά την άλωση της πόλης τους, ξεκινούν με τα πλοία που μαστόρεψαν από τα λόγγα της Φρυγικής Ίδας, για νέα πατρίδα και φτάνουν στη Θράκη, με την ελπίδα να χτίσουν εκεί τη νέα Τροία.

Ευθύς ο Αινείας, ο επικεφαλής της συνοδείας, μετά από θυσία, για καλοσημαδιά, και θέλοντας να στεφανώσει τους θεούς, προχωρεί να βρεί τα κατάλληλα φρέσκα κλαριά. Ακούμε τον ίδιο.

«Εκεί ’ταν δίπλας μου ένα ψήλωμα, που φούντωνε η κορφή του. «Κρανιάς χαμόκλαδα και της μυρτιάς κλώνοι πυκνοί σπαργούσαν. »Να στεφανώσω θέλω τους βωμούς μ’ ολόχλωρα κλωνάρια, »όταν, και να το πεις απίστευτο και πάρα φύση , βλέπω, »το πρώτο που απ’ τη γης ξερίζωσα χαμόκλαδο, να στάζουν »κόμποι στο χώμα μαύρου γαίματος, το λύθρο να μολεύει »το χώμα. Επιχειρεί, κατατρομαγμένος, άλλες δυο φορές να ξεριζώσει ριζάρια χλοερά, όταν: »Απ’ τα βαθιά ξάφνου του γήλοφου, -να πώ για να σωπάσω; »Βόγγος με κλάμα ακούστη που’ φτασε κι ήρθε φωνή στ’ αφτιά μου. «Τί με σπαράζεις το βαριόμοιρο: Λυπήσου το θαμμένο, και μη μολεύεις τ’ αγνά χέρια σου. Στην Τροία για σε δεν ήμουν ξενόφερτος κι αυτό το γαίμα μου δεν τρέχει από κλωνάρι. Είμ’ ο Πολυδωρος» Οι ομοιότητες στα δυο κείμενα αξίζει να υπογραμμιστούν.

Σε λόφο βρίσκονται και τα δυο μνήματα, με πρώτο διδάξαντα τον Αισχύλο, όπου στην τραγωδία «Χοηφόροι» ο τάφος του Αγαμέμνονα είτε βρίκεται «τύμβου επ’ όχθω» (όχθος στον Αισχύλο σημαίνει λόφος) είτε αλλού τον ονομάζει απλώς «τύμβον» (από εδώ η νεοελληνική τούμπα και επί το λαϊκότερο τσούμπα). Από συμπόσιο ξεκινά ο κλέφτης για να φέρει κρασί που τους σώθηκε. Από θυσία ξεκινά ο Αινείας, να κόψει μυρτόκλαδα για να στεφανώσει τους θεούς. Γιορταστική η ατμόσφαιρα και στα δυο, για να έχουμε την «εις το εναντίον των πραττομένων μεταβολήν», όρον απαραίτητο της τραγωδίας. Και οι δυο πρωταγωνιστές, χωρίς να το ξέρουν, παραβιάζουν τη γαλήνη του νεκρού. Ο νεκρός ξεσπά σε πικρό παράπονο.

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το μοτίβο. Είναι φανερό λοιπόν ότι και οι δυο δημιουργίες έχουν κοινή πηγή. Ο λαός είναι αδύνατον να έχει διαβάσει Βιργίλιο,που τον αγνοεί παντελώς. Η Αινειάδα γράφτηκε πριν από δυο χιλιετίες και πλέον. Επομένως ο Βιργίλιος αντλεί από παλαιά λαϊκή παράδοση, και μάλιστα ελληνική, απ’ όπου και ο Αισχύλος, από την οποία και το δημ. Τραγούδι που έφτασε στις μέρες μας, σύμφωνα με την οποία όχι μόνο σύληση, αλλά και απλή παραβίαση ενός τάφου, π.χ όταν καταπατείται, εθεωρείτο ύβρις προς το νεκρό, που εκείνη την ώρα αποχτούσε λαλιά.

Οι λαϊκές παραδόσεις έχουν τέτοια δύναμη, που δεν επιτρέπουν την εισχώρηση νεότερων στοιχείων. Πλησιάζουμε τα δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που γίναμε χριστιανοί, αλλά όλα τα τραγούδια για τους νεκρούς μιλούν για Χάρο και κάτω κόσμο. Υπόσχεση μέλλουσας ζωής μετά το θάνατο δεν υπάρχει στο δημ. τραγούδι, όπως σημειώνουν Κακριδής και Καψωμένος. Για τον Πολύδωρο τώρα. Είναι ένα απ’ τα πολλά παιδιά του Πρίαμου, το στερνοπαίδι του, που ο πατέρας του το φυλάει και δεν το αφήνει να πάρει μέρος στο πόλεμο. Με μια αμυαλιά του όμως δε γλυτώνει το θάνατο απ’ τον Αχιλλέα. Αυτά στην Ιλιάδα. Στην «Εκάβη» όμως του Ευριπίδη ο μύθος είναι διαφορετικός. Εδώ ο Πρίαμος, όταν διαπιστώνει πως η Τροία κινδυνεύει να πέσει στα χέρια των Ελλήνων, στέλνει τον Πολύδωρο στο βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα, φορτώνοντάς τον με πλούσιο χρυσάφι, ούτως ώστε, να υπάρχει σπορά βασιλική στο μέλλον. Ο άπληστος Πολυμήστορας όμως, μετά την άλωση της Τροίας, φονεύει τον Πολύδωρο και καρπώνεται όλο το χρυσάφι και όταν έρχονται εδώ οι νικητές Έλληνες με το πλιάτσικο και τις τρωαδίτισσες σκλάβες, κάποια από αυτές βρίσκει το πτώμα του Πολύδωρου στ’ ακρογιάλι και έρχεται και το αναγγέλλει στην Εκάβη. Ο Βιργίλιος όμως, όταν οι εκπατρισμένοι φτάνουν στον ίδιο τόπο, ενώ ακολουθεί το ίδιο μοτίβο του Ευριπίδη, τοποθετεί τον τάφο σε λόφο συμφωνώντας έτσι με τη λαϊκή παράδοση και χάρη στην Αινειάδα μπορούμε να διαπιστώσομε πόσο παλιά καταγωγή έχει το παραπάνω δημοτικό μας τραγούδι. 1. Publius Vergilius Maro «Αινειάδα», βιβλ. ΙΙΙ, στ. 22-29 και 39-43, 45. Έμμετρη μετάφραση: Κώστας Γ. Τσιλιμαντός. Εκδότης Ταξιδευτής. Αθήνα 2007 2. Claude Fauriel « Τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», εκδότης Ν. Νίκας, Αθήνα 1956 3. Νίκ. Υφαντή «Ο Πωγωνίσιος Γάμος» Αθήνα, 1972.

Αν σταθούμε σε μερικές λέξεις έννοιες-κλειδιά για την κατανόηση του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αυτές θα είναι οι εξής: Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Δημοκρατία, Πατρίδα, Έθνος, Άγραφοι νόμοι, Επιστήμη, Τέχνη, (Λογοτεχνία σε όλες τις γνωστές σήμερα μορφές, εκτός της νουβέλλας) Φιλοσοφία, Πολιτεία, Ισοπολιτεία, Ισοτιμία, Ισηγορία, το Φιλάνθρωπον και η Φιλανθρωπία, και παραπέρα λέξεις κλειδιά για την κατανόηση του συνειδησιακού πολιτισμού, Αρετή, Aγαθόν, Μέτρον, Δίκη, Έλεος, Αιδώς, Ύβρις Άτη.

Oι πιο πολλές από αυτές τις έννοιες ήταν άγνωστες στο Δυτικό κόσμο μέχρι την εποχή του Διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης, γιαυτό ο Lesky τον περίφημο στίχο της Αντιγόνης «ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν», (=δε γεννήθηκα για να μισώ, αλλά ν’ αγαπώ) τον θεωρεί ως την πρώτη φράση της ευρωπαϊκής ανθρωπιάς.

Βέβαια όλες αυτές οι ιδέες δεν έπεσαν ξαφνικά από τον ουρανό, αλλά κατακτήθηκαν με καιρό και μόχθο, αρκεί για τη Δικαιοσύνη να θυμηθούμε το μύθο για το γεράκι και το αηδόνι του Ησίοδου, όταν ακόμα η έννοια της Δημοκρατίας δεν υπήρχε ούτε στα σπάργανα. Όταν τη χώρα την κυβερνούσαν κακοί και άρπαγες. Το γεράκι αφού άρπαξε στα νέφη με τα γαμψά του νύχια το αηδόνι, που από πόνο θρηνούσε, του μίλησε. «Δύστυχο γιατί λαλείς; Σε κρατάει πολύ τρανότερός σου τώρα. Θα πας όπου εγώ θα σε πάω, κι ας είσαι και αοιδός (τραγουδιστής). Θέλω και δείπνο σε κάνω, θέλω και σ΄ αφήνω. Άμυαλος είναι όποιος θέλει να τα βάζει με ανωτέρους του». [Έργα και Ημέραι, στ.207-210}

Την ελευθερία, άγνωστη έννοια στους γειτονικούς λαούς που εκυβερνιόνταν απολυταρχικά , και θα πω και στους γείτονές μας Τούρκους μέχρι το 1922 ίσως και τα Λεξικά τους να την αγνοούσαν, την πρωτοσυναντούμε γραπτά στον Αισχύλο, στον αγώνα κατά των Περσών το480 π.Χ με τους ώριμους, χυμώδεις και αρρενωπούς στίχους, που φανερώνουν πόσο πρώιμα δούλεψε η ελληνική Πόλις για να φτάσει σε τόσο υψηλές πνευματικές κατακτήσεις.

….Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, (προχωρείτε, ορμάτε, εμπρός)

ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε

δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη ( τους πατρικούς βωμούς).

θήκας τε (και τους τάφους) προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών.

Έκτοτε η ελευθερία έγινε κοινό κτήμα όλων των Ελλήνων, γνώριμη πια έννοια, έτσι που στα δυο χιλιάδες τριακόσια χρόνια που ακουλούθησαν, πολλές φορές ποτίστηκε το πολύπαθο χώμα αυτής της χώρας στο όνομά της, και ο Σολωμό μόλις την πρωταντικρύζει, μετά από αιώνες σκλαβιάς, επί ελληνικού εδάφους, βγάζει χαρούμενη κραυγή: ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ.

Ελευθερία και Ισοπολιτεία,( δηλαδή ισονομία, νομική ισότητα του κάθε ελεύθερου πολίτη απέναντι στους νόμους του κράτους) ήταν οι δυο κορμοί πάνω στους οποίους στηρίχτηκε η Δημοκρατία.

Διωγμένος από τη χώρα του ο Θεμιστοκλής, ο νικητής της Σαλαμίνας, (άλλη φορά θα μιλήσουμε και για τις κηλίδες της αθηναϊκής δημοκρατίας) φθάνει στο Σούσα την πρωτεύουσα της Περσίας. Εκεί συναντά τον χιλίαρχο Αρτάβανο και μεταξύ άλλων του λέει: «ώ ξένε, νόμοι διαφέρουσιν ανθρώπων… Υμάς μεν ουν ελευθερίαν μάλιστα θαυμάζειν και ισότητα λόγος. Ημίν δε πολλών νόμων και καλών όντων κάλλιστος ούτος εστίν, τιμάν και προσκυνείν βασιλέα ως εικόνα θεού, του τα πάντα σώζοντος». Ξένε μου οι συνήθειες των ανθρώπων διαφέρουν μεταξύ τους…Εσείς, λοιπόν, λέτε ότι θαυμάζετε ιδιαίτερα την ελευθερίαν και την ισότητα. Εμείς από την άλλη έχομε πολλές και λαμπρές συνήθειες, μα πιο λαμπρή από κάθε άλλη έχομε αυτήν εδώ, να τιμούμε το βασιλιά και να τον προσκυνούμε ως εικόνα θεού που σώζει τα πάντα. (Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής).

Το απόσπασμα αυτό τέθηκε για να δείξει την ελευθερία και ισότητα που αγαπούσαν οι Έλληνες και την τυφλή υπακοή σε ένα θεοκρατικό δεσπότη, που υποχρεώνονταν οι Πέρσες.

Πολιτεία εσήμαινε την πολιτικά οργανωμένη κοινότητα, το άρχειν των πολλών, με το βουλεύεσθαι και κρίνειν (και όχι παραγραφές!), που είχαν για τον έλεγχο των αρχόντων κατ’ έτος , προς το κοινό συμφέρον όλων, όπου το ευ ζην ήταν το πρωταρχικό. Και το ευ ζην δε σήμαινε απλώς ευτυχία, μια μέση λέξη πού σήμαινε εύνοια της τύχης αλλά και δυσ-τυχία, εσήμαινε ανώτερη ποιότητα ζωής.

Ισοτιμία εσήμαινε να έχει το δικαίωμα να μετέχει ο κάθε πολίτης σε κάθε τιμητικό αξίωμα του Κράτους (και αν επρόκειτο για φτωχούς η πολιτεία είχε καθιερώσει μισθό, ώστε να μην εμποδίζεται κανείς να αναλαμβάνει αξιώματα) και η Ισηγορία σήμαινε το πλήρες δικαίωμα που είχε ο κάθε πολίτης να εκφέρει δημόσια λόγο.

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα ανακαλύφτηκε ο άνθρωπος ως αξία αυτόνομη, έννοιες άγνωστες σε αρχαιότερους λαούς των Ελλήνων, όπως ήσαν οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλώνιοι και οι Πέρσες.

Στην αθηναϊκή δημοκρατία οι πολίτες υπάκουαν «από εσωτερικό σεβασμό τους άρχοντες και τους νόμους» , όπου «η φτώχεια και η κοινωνική αφάνεια δεν εμπόδιζε κανένα να κάνει καλό στην πόλη»… και όπου «λογαριαζόταν αχρείος( =ΑΧΡΗΣΤΟΣ) όποιος δεν έπαιρνε μέρος στα κοινά» (Επιτάφιος).

Στη Δημοκρατία των Ελλήνων με την πολυθεϊστική θρησκεία και καταμερισμένες τις ευθύνες των θεών, χωρίς κανένα δόγμα και καμιά μισαλλοδοξία, κανένας θεός δεν ήταν παντοδύναμος, και αυτός ο Δίας, όταν ήρθε η ώρα δεν μπόρεσε να γλυτώσει το Σαρπηδόνα, το γυιο του, από το θάνατο που του είχαν κλώσει οι Μοίρες, σε αντίθεση με την Αυτοκρατορία των Ρωμαίων όπου ο JUPPİTER, δηλ. ο Δίας, ελατρεύονταν ως Omnipotens, δηλ. παντοδύναμος.

Η θρησκεία στην Ελλάδα δεν αντλούσε το κύρος της από κάποια ιερατική αυθεντία ή ανάλογο κείμενο, αλλά από τον οργανικό δεσμό της με την πολιτεία

Έννοιες όπως Ύβρις και Άτη που κάλυπταν το συνειδησιακό επίπεδο, ήταν πολύ ζωντανές και ασκούσαν τρομαχτική συνειδησιακή επίδραση στους παραβάτες.

Το «μέτρον άριστον», ίσχυε για τον καθένα και για κάθε περίπτωση, μέτρο ανάμεσα στην ελευθερία του τρόπου της ζωής και την υπακοή στους άρχοντες και τους νόμους, γραπτούς (που ψήφιζε ο ίδιος στην Πνύκα) και ιδιαίτερα άγραφους. Το μέτρο και η Δίκη ήταν βασικά γνωρίσματα και οδηγοί για κάθε υπερβολή. Η δικαιοσύνη ελατρευόταν ως θεά Δίκη.

Η υπέρβολική δύναμη, είτε το πάθος που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια εθεωρείτο Ύβρις,(«ύβρις φυτεύει τύραννον»), ενώ Άτη ως τιμωρός θεά και άτη ως κατάσταση, ήταν εκείνη κατά την οποία το άτομο υφίστατο διανοητική τύφλωση και ενώ θεωρούσε ότι έπλεε σε πελάγη επιτυχίας, δεν έβλεπε ότι οδηγούνταν στην καταστροφή και τον όλεθρο. Η άτη θυμίζει τη δική μας πίστη στο «μωραίνει κύριος όν βούλεται απολέσαι». Και στις δυο περιπτώσεις ο Δίας «τον υπερέχοντα εκόλουε (κολούω =κολοβώνω, κουτσουρεύω) κατά τον Ηρόδοτο. Το συνειδησιακό τρίπτυχο Ύβρις, Άτη, Δίκη (δικαιοσύνη), απέτρεπε τον πολίτη από μεγαλαυχίες.

Αριστοτεχνικά και παραστατικά περιγράφεται από τον Αισχύλο, αυτό το τρίπτυχο.

Ύβρις μεν εξανθούσα (που πέταξε ανθούς)

Εκάρπωσε (καρποφόρησε) στάχυν άτης

Όθεν πάγκλαυτον εξαμά (εξαμάω= κόβω με το δρεπάνι, αποθερίζω) θέρος!

Η έννοια του ανθρωπισμού,(ουμανισμός), όπως νοείται σήμερα, είναι και αυτή ελληνική κατάκτηση. Το επίθετο «φιλάνθρωπος», το ουσιαστικό «το φιλάνθρωπον» και η «φιλανθρωπία», είναι έννοιες ελληνικές, που πέρασαν μεταφρασμένες στους Λατίνους ως humanitas και στη Δ. Ευρώπη στους χρόνους της Αναγέννησης ως humanismus.

Τοιάσδε τοι αμαρτίας σφε (σ’ αυτόν) δει θεοίς δούναι δίκην

(πρέπει οι θεοί να τιμωρούν)

ως αν διδαχθεί την Διός τυραννίδα (εξουσία)

στέργειν,(να στρέξει), φιλανθρώπως δε παύεσθαι τρόπου

(και να πάψει να φέρνεται με φιλάνθρωπη συμπεριφορά), λέει το Κράτος στον Ήφαιστο, για τον Προμηθέα. (Αισχύλος).

Ο Ισοκράτης γράφοντας επιστολή στον Φίλιππο, αναφέρεται στο γενάρχη των Μακεδόνων Ηρακλή και τις ευεργεσίες που πρόσφερε αυτός στους ‘Ελληνες και προσπαθεί να τον φιλοτιμήσει λέγοντάς του μεταξύ άλλων να μοιάσει του προγόνου του στις αρετές «κατά γε το της ψυχής ήθος, και την φιλανθρωπίαν και την εύνοιαν ήν(την οποίαν) είχεν εις τους Έλληνας» («Φίλιππος» 114).

Πολύβιος και Πλούταρχος αναφερόμενοι στον Αντίγωνα τον Δώσωνα που κατέκτησε τη Σπάρτη, μετά τη μάχη της Σελλασίας, το 222 π. Χ. λέγουν πως φέρθηκε γενικά με μεγαλοψυχία και φιλανθρωπία στους Λακαιδαιμόνιους.

Χιλιάδες χρόνια τα αιγυπτιακά αγάλματα παρέμεναν σε ακαμψία και ακινησία, η Γεωμετρία και τα Μαθηματικά στην εμπειρική ρουτίνα, ενώ γρήγορα οι Έλληνες ανακάλυψαν δίπλα στη γραμμική απαλότητα, τη ρυθμική ευκινησία στα πρώτα και την αποδεικτική επιστήμη στις δεύτερες.

Μεταξύ των ιστορικών των ανατολικών λαών και ενός Θουκυδίδη η διαφορά είναι όση μεταξύ ενός παιδιού και ενός σοφού άνδρα.

Δεν υπήρξε ελληνική πόλη χωρίς θέατρο. Ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της. Βασικό ελληνικό γνώρισμα σε μιαν ανασκαφή πόλεως σήμερα, το πρωταρχικό είναι να ανακαλυφθεί θέατρο.

Δυο άλλες έννοιες «Θνητά φρονέειν», που σημαίνει να ξέρεις τα όριά σου, και «όσον ενδέχεται αθανατίζειν» δηλ, να κάνεις την αυθυπέρβαση βγαίνοντας από το είδος εκείνο που χαρακτηρίζει όλα τα άλλα έμβια όντα, είναι χαρακτηριστικά ενός πολιτισμού που είχε φθάσει σε μια ανώτερη μορφή αυτογνωσίας.

Oι άνθρωποι που έζησαν εκείνη την εποχή στο άστυ, το «δαιμόνιον πτολίεθρον» κατά τον Πίνδαρο, αναγνώρισαν σε τέτοιο βαθμό τη μορφωτική επίδραση που ασκούσε στους ανθρώπους η παιδεία, ώστε να θεωρούν ότι Έλληνες δεν είναι αυτοί που ανήκουν στην ίδια φυλή τόσο, όσο αυτοί που έχουν ελληνική παιδεία. «Τόσο μάλιστα έχει αφήσει πίσω της η πόλη μας τους άλλους ανθρώπους στη σκέψη και στο λόγο, ώστε αυτηνής οι μαθητές έχουν γίνει δάσκαλοι των άλλων και έχει κάνει το όνομα των Ελλήνων να μη φαίνεται πως είναι για φυλή, αλλά και για πνευματική καλλιέργεια και να λέγονται Έλληνες πιο πολύ εκείνοι που μετέχουν στη δική μας παιδεία παρά εκείνοι που είναι της ίδιας φυλετικής καταγωγής» (Ισοκράτους «Πανηγυρικός» ιγ, 50. Mετάφρ. Β.Λαούρδα).

Τι δεν έχουν πει για τον αποκλεισμό της γυναίκας στο γυναικωνίτη και την επόμενη σκλαβιά της. Ας ακουστεί και μια άλλη φωνή των αρχαίων, αυτή του Ξενοφώντα, που στο έργο του «Οικονομικός» αναφέρεται σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Η δεκαπεντάχρονη κόρη που μόλις αποχωρίστηκε το πατρικό της, έχει λάβει τη νουθεσία από τους γονείς της να υπακούει στον άντρα της και να τον υπηρετεί. Να όμως πως τη συμβουλεύει ο σύζυγός της που ακούει στο όνομα Ισχόμαχος

«Και να τώρα η πιο γλυκειά ευχαρίστηση. Να φανείς ανώτερη από μένα, να με κάνεις υπηρέτη σου, και να μη φοβάσαι όταν με την πάροδο της ηλικίας θα ελαττωθεί η τιμή σου στο σπίτι σου, αντίθετα να είσαι βέβαιη ότι γερνώντας θα γίνεις καλύτερη σύντροφος για μένα και τα παιδιά μας και καλύτερος φύλακας του σπιτιού μας, και ότι τόσο μεγαλύτερη θα είναι η αξία σου στο σπίτι. Γατί αυτό που αυξάνει τα αγαθά και την ευτυχία στους ανθρώπους δεν είναι η χάρη και η ομορφιά, αλλά οι αρετές» Μετάφραση Κ. Μερεντίτη-Α. Παπαγεωργίου,Κάκτος 1993.

Από τους λαούς που απαρτίζουν την Ευρώπη και από τις άλλες ηπείρους όσοι ανήκουν σ’ αυτό που ονομάζεται Δυτικός κόσμος, κανένας δεν προϋπήρξε του Χριστιανισμού, ως λαός με πολιτιστικήν οντότητα, εκτός από τους Έλληνες:

Ένας λαος που ομολογεί με το στόμα του Περικλή" Όλες τις θάλασσες και τις στεριές τις αναγκάσαμε ν’ ανοίξουν μπρος στην τόλμη μας, ιδρύσαμε παντού αιώνια μνημεία που θυμίζουν και τις επιτυχίες μας και τις συμφορές μας". (Θουκ.ΙΙ,41,5).

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page