Παραβίαση τάφου
Όταν μετάφραζα την Αινειάδα,(1) το περιστατικό που αναφέρει ο Βιργίλιος το σχετικό με τον Πολύδωρο, για το οποίο ο λόγος πιο κάτω,μου θύμιζε κάποιο δημοτικό τραγούδι, αλλά ποιο και πού, δεν μπορούσα να το εξακριβώσω. Ψάχνοντας ανάμεσα στις συλλογές Δημ. Τραγουδιών βρήκα επιτέλους στο Φωριέλ (2) σελ.327, και στον «Πωγωνίσιο Γάμο» του Ν. Υφαντή (3)σελ.289, αυτό που ζητούσα.
Στο Φωριέλ έχει τίτλο «Η βοή του μνήματος», ενώ στον Υφαντή ως τίτλο έχει τον πρώτο στίχο.
Το τραγούδι χωρίς ουσιαστικές αλλαγές έχει ως εξής και στις δυο συλλογές. Σαβάτο μέρα πίναμε, την Κυριακή όλη μέρα και τη Δευτέρα το πουρνόν εσώθη το κρασί μας. Ο καπετάνιος μ’ έστειλε να πάω, κρασί να φέρω. Ξένος εγώ ημουν κι άμαθος, δεν ήξερα το δρόμο κι επήρα στράτες ξώστρατες και ξένα μονοπάτια. Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σε μια ψηλή ραχούλα. Ήταν γεμάτη μνήματα, όλ’ από παλληκάρια. Ένα μνήμα ηταν μοναχό, ξέχωρο απ’ όλα τ’ άλλα. Δεν τό ειδα και το πάτησα βαριά μες στο κεφάλι. Βοήν ακούω και βροντήν από τον κάτω κόσμον. «Τί έχεις μνήμα και βογγάς και βαριαναστενάζεις; Μήνα το χώμα σου βαρεί, μήνα η μαύρη πλάκα;» «Ουδέ το χώμα μου βαρεί, ουδέ κι η μαύρη πλάκα, μον’ το ‘χω μάρα κι αντροπή κι ένα καημό μεγάλο το πώς με καταφρόνεσες, μ’ επάτ’σες στο κεφάλι. Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, δεν ήμουν παλληκάρι, δεν επερπάτησα κι εγώ τη νύχτα με φεγγάρι;». Στο Βιργίλιο τώρα. Οταν οι ξεπατρισμένοι Τρώες, μετά την άλωση της πόλης τους, ξεκινούν με τα πλοία που μαστόρεψαν από τα λόγγα της Φρυγικής Ίδας, για νέα πατρίδα και φτάνουν στη Θράκη, με την ελπίδα να χτίσουν εκεί τη νέα Τροία.
Ευθύς ο Αινείας, ο επικεφαλής της συνοδείας, μετά από θυσία, για καλοσημαδιά, και θέλοντας να στεφανώσει τους θεούς, προχωρεί να βρεί τα κατάλληλα φρέσκα κλαριά. Ακούμε τον ίδιο.
«Εκεί ’ταν δίπλας μου ένα ψήλωμα, που φούντωνε η κορφή του. «Κρανιάς χαμόκλαδα και της μυρτιάς κλώνοι πυκνοί σπαργούσαν. »Να στεφανώσω θέλω τους βωμούς μ’ ολόχλωρα κλωνάρια, »όταν, και να το πεις απίστευτο και πάρα φύση , βλέπω, »το πρώτο που απ’ τη γης ξερίζωσα χαμόκλαδο, να στάζουν »κόμποι στο χώμα μαύρου γαίματος, το λύθρο να μολεύει »το χώμα. Επιχειρεί, κατατρομαγμένος, άλλες δυο φορές να ξεριζώσει ριζάρια χλοερά, όταν: »Απ’ τα βαθιά ξάφνου του γήλοφου, -να πώ για να σωπάσω; »Βόγγος με κλάμα ακούστη που’ φτασε κι ήρθε φωνή στ’ αφτιά μου. «Τί με σπαράζεις το βαριόμοιρο: Λυπήσου το θαμμένο, και μη μολεύεις τ’ αγνά χέρια σου. Στην Τροία για σε δεν ήμουν ξενόφερτος κι αυτό το γαίμα μου δεν τρέχει από κλωνάρι. Είμ’ ο Πολυδωρος» Οι ομοιότητες στα δυο κείμενα αξίζει να υπογραμμιστούν.
Σε λόφο βρίσκονται και τα δυο μνήματα, με πρώτο διδάξαντα τον Αισχύλο, όπου στην τραγωδία «Χοηφόροι» ο τάφος του Αγαμέμνονα είτε βρίκεται «τύμβου επ’ όχθω» (όχθος στον Αισχύλο σημαίνει λόφος) είτε αλλού τον ονομάζει απλώς «τύμβον» (από εδώ η νεοελληνική τούμπα και επί το λαϊκότερο τσούμπα). Από συμπόσιο ξεκινά ο κλέφτης για να φέρει κρασί που τους σώθηκε. Από θυσία ξεκινά ο Αινείας, να κόψει μυρτόκλαδα για να στεφανώσει τους θεούς. Γιορταστική η ατμόσφαιρα και στα δυο, για να έχουμε την «εις το εναντίον των πραττομένων μεταβολήν», όρον απαραίτητο της τραγωδίας. Και οι δυο πρωταγωνιστές, χωρίς να το ξέρουν, παραβιάζουν τη γαλήνη του νεκρού. Ο νεκρός ξεσπά σε πικρό παράπονο.
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το μοτίβο. Είναι φανερό λοιπόν ότι και οι δυο δημιουργίες έχουν κοινή πηγή. Ο λαός είναι αδύνατον να έχει διαβάσει Βιργίλιο,που τον αγνοεί παντελώς. Η Αινειάδα γράφτηκε πριν από δυο χιλιετίες και πλέον. Επομένως ο Βιργίλιος αντλεί από παλαιά λαϊκή παράδοση, και μάλιστα ελληνική, απ’ όπου και ο Αισχύλος, από την οποία και το δημ. Τραγούδι που έφτασε στις μέρες μας, σύμφωνα με την οποία όχι μόνο σύληση, αλλά και απλή παραβίαση ενός τάφου, π.χ όταν καταπατείται, εθεωρείτο ύβρις προς το νεκρό, που εκείνη την ώρα αποχτούσε λαλιά.
Οι λαϊκές παραδόσεις έχουν τέτοια δύναμη, που δεν επιτρέπουν την εισχώρηση νεότερων στοιχείων. Πλησιάζουμε τα δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που γίναμε χριστιανοί, αλλά όλα τα τραγούδια για τους νεκρούς μιλούν για Χάρο και κάτω κόσμο. Υπόσχεση μέλλουσας ζωής μετά το θάνατο δεν υπάρχει στο δημ. τραγούδι, όπως σημειώνουν Κακριδής και Καψωμένος. Για τον Πολύδωρο τώρα. Είναι ένα απ’ τα πολλά παιδιά του Πρίαμου, το στερνοπαίδι του, που ο πατέρας του το φυλάει και δεν το αφήνει να πάρει μέρος στο πόλεμο. Με μια αμυαλιά του όμως δε γλυτώνει το θάνατο απ’ τον Αχιλλέα. Αυτά στην Ιλιάδα. Στην «Εκάβη» όμως του Ευριπίδη ο μύθος είναι διαφορετικός. Εδώ ο Πρίαμος, όταν διαπιστώνει πως η Τροία κινδυνεύει να πέσει στα χέρια των Ελλήνων, στέλνει τον Πολύδωρο στο βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα, φορτώνοντάς τον με πλούσιο χρυσάφι, ούτως ώστε, να υπάρχει σπορά βασιλική στο μέλλον. Ο άπληστος Πολυμήστορας όμως, μετά την άλωση της Τροίας, φονεύει τον Πολύδωρο και καρπώνεται όλο το χρυσάφι και όταν έρχονται εδώ οι νικητές Έλληνες με το πλιάτσικο και τις τρωαδίτισσες σκλάβες, κάποια από αυτές βρίσκει το πτώμα του Πολύδωρου στ’ ακρογιάλι και έρχεται και το αναγγέλλει στην Εκάβη. Ο Βιργίλιος όμως, όταν οι εκπατρισμένοι φτάνουν στον ίδιο τόπο, ενώ ακολουθεί το ίδιο μοτίβο του Ευριπίδη, τοποθετεί τον τάφο σε λόφο συμφωνώντας έτσι με τη λαϊκή παράδοση και χάρη στην Αινειάδα μπορούμε να διαπιστώσομε πόσο παλιά καταγωγή έχει το παραπάνω δημοτικό μας τραγούδι. 1. Publius Vergilius Maro «Αινειάδα», βιβλ. ΙΙΙ, στ. 22-29 και 39-43, 45. Έμμετρη μετάφραση: Κώστας Γ. Τσιλιμαντός. Εκδότης Ταξιδευτής. Αθήνα 2007 2. Claude Fauriel « Τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», εκδότης Ν. Νίκας, Αθήνα 1956 3. Νίκ. Υφαντή «Ο Πωγωνίσιος Γάμος» Αθήνα, 1972.