Όχι λίγοι αρχαίοι συγγραφείς που αντιλήφτηκαν τα δεινά που επισυνάπτει ο πόλεμος, προέβησαν σε θερμούς καταγγελτικούς λόγους εναντίον του, με πρωτεργάτη τον ποιητή του πολέμου Όμηρο. «Δυσηχής» ονομάζεται στο Λ, 524, τρισκατάρατος, κατά τους μεταφραστές του(1) και «ό άνθρωπος χάνει τη μισή ανθρωπιά του, από την ώρα που μαύρη σκλαβιά τον πλακώνει» στο Ι, 63-4 και «όποιος αγαπάει τον άγριο εμφύλιο, να ’ναι χωρίς νόμο, χωρίς φίλο, και άσπιτος» στο ρ,322-3. Είναι ο ποιητής που με αιτία τον πόλεμο βάζει, να ξεκληρίζεται το πιο ιδανικό, το πιο αγαπημένο ζευγάρι της Τροίας, αυτό του Έκτορα και της Ανδρομάχης.
Αλλά και κατά τον Ηρόδοτο « Δεν είναι τόσο ανόητος κανείς που να προτιμά τον πόλεμο από την ερήνη, διότι στον πρώτο θάβουν οι γονείς τα παιδιά τους, ενώ στη δεύτερη τα παιδιά τους γονείς. «Και του πολέμου κρείσσον ειρήνη βροτοίς», μας λέει ο Ευριπίδης.
Πρόθεσή μου δεν είναι να απαριθμήσω τους συγγραφείς που εναντιώθηκαν στον πόλεμο που δεν έχει κανένα ιδανικό ( δια γαρ την των χρημάτων κτήσιν πάντες οι πόλεμοι γίνονται- Πλάτων), και για τα δεινά που επιφέρει.
Τούτες τις πολύπαθες ώρες που δεν ξέρεις σε τι κακά μας προετοιμάζουν οι μεγάλοι της γης, και που πολύ θυμίζουν τον όχι πολύ παλαιό διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, ανήσυχο το πνεύμα μου πασχίζει να βρει μια γαλήνη στην ανάγνωση έργων που δεν τα δοκίμασε ο χρόνος.
Διαβάζοντας τον Αίαντα του Σοφοκλή, στο τελευταίο χορικό πριν από την έξοδο, ένιωσα όλον το παράπονο και τον πόνο των πολεμιστών που επιφέρει ο πόλεμος και τη βαθιά νοσταλγία τους για τις χαμένες μέρες και βάλθηκα, με πολύ κόπο ομολογώ, να μεταγράψω το χορικό στη γλώσσα μας, δε λέω να το μεταφράσω..
Ο Αίας έχει αυτοκτονήσει, μετά από παράκρουση φρενών, από φιλότιμο, γιατί τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα σύμφωνα με τα καινούργια ήθη δεν δόθηκαν στην παλληκαριά του Αίαντα, αλλά στην πονηριά του Οδυσσέα.
Ο χορός, οι Σαλαμίνιοι ναύτες, ορφανεμένοι από τον αρχηγό τους και τσακισμένοι από τον πόλεμο, αφήνουν το ύστερο τραγούδι τους, μοναδική συλλογική σύλληψη στην παγκόσμια λογοτεχνία. Και τώρα η Ωδή.
Αίας 185-1210
Ποιος θα ’ναι ο τελευταίος αριθμός στης δυστυχιάς τους χρόνους μας,
που αυτός θα βάλει τέλος στη στίβα των απανωτών μας συμφορών,
όσο διαρκούν οι μόχθοι του πολέμου στην Τροία την πλατύχωρη,
αξέπλυντη ντροπή για την Ελλάδα;
Να μη έσωνε πριν, να χάνονταν στον ομιχλώδη αιθέρα,
ή μέσα στους καταποτήρες του Άδη,
αυτός που δίδαξε στους Έλληνες σε μια συστράτευση πολεμική
τα όπλα τα καταραμένα.
Πόνοι, ώ πόνοι αρχέγονοι, που ο πόλεμος θερίζει τους ανθρώπους.
Γιατί από μένα απόστερξεν ο πόλεμος μήτε χορού στεφάνια,
μήτε βαθιές κούπες κρασιού να χαίρομαι,
μήτε ήχο γλυκόν αυλών ν’ απολαμβάνω,
μήτε νυχτερινόν ύπνον να χόρταινα.
Στον έρωτα, στον έρωτα, αλιά, μου ’βαλε τέλος,
παραπετάμενος να κείτομαι,
πάχνη πηχτή να μου μουσκεύει ταμαλιά μου κάθε νύχτα,
Θυμήματα όλα μιας αναθεματισμένης Τροίας.
Κι ως τώρα στα νυχτερινά τρομάσματα,
Και στα καθημερνά τα βέλη του προστάτη μου είχα
Του ασπιδοφόρου Αίαντα τη δύναμη. Τώρα που εκείνον άσπλαχνη μοίρα μου τον άρπαξε,
Αχ ποια χαρά, ποια μου χαρά πλέον μου μένει;
Σε δασωμένη ας γίνονταν προβλήτα
που γύρω λούζεται από θάλασσα
στο Σούνιο, κάτω απ’ του λόφου την κορφή
χαιρετισμό να στέλναμε στην ιερή Αθήνα.