top of page
IMG_20180426_150852.jpg
Χωρίς τίτλο7.png

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου

Κώστας Τσιλιμαντός

Όχι λίγοι αρχαίοι συγγραφείς που αντιλήφτηκαν τα δεινά που επισυνάπτει ο πόλεμος, προέβησαν σε θερμούς καταγγελτικούς λόγους εναντίον του, με πρωτεργάτη τον ποιητή του πολέμου Όμηρο. «Δυσηχής» ονομάζεται στο Λ, 524, τρισκατάρατος, κατά τους μεταφραστές του(1) και «ό άνθρωπος χάνει τη μισή ανθρωπιά του, από την ώρα που μαύρη σκλαβιά τον πλακώνει» στο Ι, 63-4 και «όποιος αγαπάει τον άγριο εμφύλιο, να ’ναι χωρίς νόμο, χωρίς φίλο, και άσπιτος» στο ρ,322-3. Είναι ο ποιητής που με αιτία τον πόλεμο βάζει, να ξεκληρίζεται το πιο ιδανικό, το πιο αγαπημένο ζευγάρι της Τροίας, αυτό του Έκτορα και της Ανδρομάχης.

Αλλά και κατά τον Ηρόδοτο « Δεν είναι τόσο ανόητος κανείς που να προτιμά τον πόλεμο από την ερήνη, διότι στον πρώτο θάβουν οι γονείς τα παιδιά τους, ενώ στη δεύτερη τα παιδιά τους γονείς. «Και του πολέμου κρείσσον ειρήνη βροτοίς», μας λέει ο Ευριπίδης.

Πρόθεσή μου δεν είναι να απαριθμήσω τους συγγραφείς που εναντιώθηκαν στον πόλεμο που δεν έχει κανένα ιδανικό ( δια γαρ την των χρημάτων κτήσιν πάντες οι πόλεμοι γίνονται- Πλάτων), και για τα δεινά που επιφέρει.

Τούτες τις πολύπαθες ώρες που δεν ξέρεις σε τι κακά μας προετοιμάζουν οι μεγάλοι της γης, και που πολύ θυμίζουν τον όχι πολύ παλαιό διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, ανήσυχο το πνεύμα μου πασχίζει να βρει μια γαλήνη στην ανάγνωση έργων που δεν τα δοκίμασε ο χρόνος.

Διαβάζοντας τον Αίαντα του Σοφοκλή, στο τελευταίο χορικό πριν από την έξοδο, ένιωσα όλον το παράπονο και τον πόνο των πολεμιστών που επιφέρει ο πόλεμος και τη βαθιά νοσταλγία τους για τις χαμένες μέρες και βάλθηκα, με πολύ κόπο ομολογώ, να μεταγράψω το χορικό στη γλώσσα μας, δε λέω να το μεταφράσω..

Ο Αίας έχει αυτοκτονήσει, μετά από παράκρουση φρενών, από φιλότιμο, γιατί τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα σύμφωνα με τα καινούργια ήθη δεν δόθηκαν στην παλληκαριά του Αίαντα, αλλά στην πονηριά του Οδυσσέα.

Ο χορός, οι Σαλαμίνιοι ναύτες, ορφανεμένοι από τον αρχηγό τους και τσακισμένοι από τον πόλεμο, αφήνουν το ύστερο τραγούδι τους, μοναδική συλλογική σύλληψη στην παγκόσμια λογοτεχνία. Και τώρα η Ωδή.

Αίας 185-1210

Ποιος θα ’ναι ο τελευταίος αριθμός στης δυστυχιάς τους χρόνους μας,

που αυτός θα βάλει τέλος στη στίβα των απανωτών μας συμφορών,

όσο διαρκούν οι μόχθοι του πολέμου στην Τροία την πλατύχωρη,

αξέπλυντη ντροπή για την Ελλάδα;

Να μη έσωνε πριν, να χάνονταν στον ομιχλώδη αιθέρα,

ή μέσα στους καταποτήρες του Άδη,

αυτός που δίδαξε στους Έλληνες σε μια συστράτευση πολεμική

τα όπλα τα καταραμένα.

Πόνοι, ώ πόνοι αρχέγονοι, που ο πόλεμος θερίζει τους ανθρώπους.

Γιατί από μένα απόστερξεν ο πόλεμος μήτε χορού στεφάνια,

μήτε βαθιές κούπες κρασιού να χαίρομαι,

μήτε ήχο γλυκόν αυλών ν’ απολαμβάνω,

μήτε νυχτερινόν ύπνον να χόρταινα.

Στον έρωτα, στον έρωτα, αλιά, μου ’βαλε τέλος,

παραπετάμενος να κείτομαι,

πάχνη πηχτή να μου μουσκεύει ταμαλιά μου κάθε νύχτα,

Θυμήματα όλα μιας αναθεματισμένης Τροίας.

Κι ως τώρα στα νυχτερινά τρομάσματα,

Και στα καθημερνά τα βέλη του προστάτη μου είχα

Του ασπιδοφόρου Αίαντα τη δύναμη. Τώρα που εκείνον άσπλαχνη μοίρα μου τον άρπαξε,

Αχ ποια χαρά, ποια μου χαρά πλέον μου μένει;

Σε δασωμένη ας γίνονταν προβλήτα

που γύρω λούζεται από θάλασσα

στο Σούνιο, κάτω απ’ του λόφου την κορφή

χαιρετισμό να στέλναμε στην ιερή Αθήνα.

Κώστας Τσιλιμαντός

Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επισκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με.

Μτθ. ΚΕ,35.

Μακρυά από σκήπτρα και επισημότητες, αγαθός Λευίτης , με κοινό ράσο οδοιπόρου, αθόρυβος εργάτης, αεί πορευόμενος, ανεκάλυπτε ένα σκοπό, που ο χρόνος τον έθρεφε με ιερό ζήλο μέσα του και ο ίδιος τον υπηρετούσε με απόλυτη συνέπεια, και πολλή επιμονή μοχτώντας να μείνει μακρυά από εκκλησιαστικές ίντριγκες και εκκλησιαστικά κατεστημένα εμπιστευόμενος τον εαυτό του μόνο στα χέρια του Θεού του.

Και οι καρποί δεν άργησαν να έρθουν. Δημιούργησε, ένας αυτός, μαζί με την αφιερωμένη αχώριστη συντρόφισσα δίπλα του, την πρεσβυτέρα Σταματία (τη μάμα πρες των παιδιών). Ανθοφορία Ζωής, εκεί που πριν επικρατούσε η εγκατάλειψη,η αθλιότητα, η παραβατικότητα, η εκμετάλλευση, η μιζέρια, η αθλιότητα, το μίσος.

Να τι σημαίνει ευθύνη ζωής, να τι σημαίνει ένας άνθρωπος να έχει τη δύναμη, το θάρρος, και την ανύσταχτη θέληση, να αλλάξει τον κόσμο.

Αυτή την ευθύνη στην έσχατη απόληξής της σάλπισε ο Καζαντζάκης λέγοντας «για ό,τι γίνεται στον κόσμο, εγώ φταίω», να λες.

.Πώς μπόρεσε να εμπνεύσει ένα άτομο τόσο κόσμο, τόσο λαό, ώστε να καρπίσει τόσο καλό στην Αθήνα, στη Χίο, στο Βόλο, σε μια εσχατιά της Ηπείρου, την Πωγωνιανή, στην Κόνιτσα;

Πού βρέθηκε τόσος πλούτος να σιτίζονται, να ντύνονται, να σπουδάζουν τόσοι νέοι μας;

Όταν ένας άνθρωπος θέλει, μπορεί; Ναι μπορεί! Ο κόσμος είδε το απονήρευτο βλέμμα του, είδε την καθαρότητα της ψυχής του, την ευθύτητά, του χαρακτήρα του, εκτίμησε τον ανύσταχτο ζήλο του, πίστεψε τον απέριττο λόγο του, αγκάλιασε το έργο του και το θαύμα συνετελέσθη, ο οίκος του να γίνει καταφύγιο ψυχών.

Ως χαρίεν έστ άνθρωπος!

Επιστήμονες, γιατροί, καθηγητές, δάσκαλοι, ηθοποιοί, τραγουδιστές, προπονητές, μάγειρες, πλήθος σπουδαίων και ικανών ανθρώπων, πέρα από την Ελλάδα της μίζας και της αρπαχτής, τάχτηκαν στο πλευρό του, στην υπηρεσία του ανθρώπου.

Σε τέτοιες και παρόμοιες προσπάθειες, που ευτυχώς συμβαίνουν στον τόπο μας, στα νησιά μας, μια Ελλάδα μέσα μας και γύρω μας ορθοπλωρίζει. Μια Ελλάδα μέσα μας και γύρω μας ακοίμητος Φάρος. Μια Ελλάδα μέσα μας και γύρω μας του κόσμου Μάννα. Μια Ελλάδα μέσα μας ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.

Κώστας Τσιλιμαντός

Η δικτατορία έσφιγγε, έσφιγγε τα λουριά, έπνιγε η δύσπνοια η κοινωνική, η πολιτική, η πολιτισμική, ώσπου κάποτε το καπάκι τινάχτηκε από το λέβητα κι ορθώθηκε το Πολυτεχνείο. Λυκαυγές…

Τα χρόνια κύλησαν,το αργύριο έρρευσε, οι καιροί άλλαξαν, τα πολιτικά ήθη, χαλάρωσαν, αμαυρώθηκαν, έφεραν άπνοια, έκλυση ηθική, κοινωνική, πολιτισμική, ώσπου η καθίζηση έφτασε βαθιά στον πυρήνα σχεδόν του κοινωνικού συνόλου. Λυκόφως…

Εκείνοι οι ωραίοι έφηβοι του Πολυτεχνείου με τα χέρια δεμένα και λυτές τις ψυχές πού να πήγαν άραγε; Ποια αργύρια αμαύρωσαν την αρετή τους; Ποιοι θώκοι τσακίσανε την ευθυστασία τους; Πώς βρέθηκαν σ’ άλλη φυλή και πόλη δημότες;

Α! Πόσο ευτυχισμένοι ήταν αυτοί που πέρασαν στα σκοτάδια της γης, με ζωντανά τα κοινά όνειρα τους!

Και τους άλλους μνημόνεψε, που θέλησαν να μείνουν αγνοί και άφθοροι και πήραν των ομματιών τους!

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page