Το πώς φαντάζονταν οι άνθρωποι της αρχαϊκής εποχής το θάνατο, τον τρόπο που αντιμετωπίζονταν ένα τέτοιο οριακό γεγονός, την ψυχή που αποχωρίζεται το σώμα της, τον τόπο στον οποίο μεταβαίνει, όλα αυτά τα μαθαίνουμε από τα δύο αρχαιότερα κείμενα που μας κληροδότησε η αρχαιότητα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου. Αυτός ο κόσμος και αυτός ο τρόπος, χρονικά τόσο μακρινός, ουσιαστικά όχι μόνο είναι πολύ κοντά μας, αλλά είναι μέσα μας, κυλάει στο αίμα μας, όπως το φανερώνουν τα τραγούδια του ελληνικού λαού δια μέσου των αιώνων. Τα νεκρικά έθιμά τους είναι τα δικά μας έθιμα, τα μοιρολόγια τους είναι τα 0μοιρολόγια μας, παρόλο που έχουμε αλλάξει θρησκεία. Για να μη γίνει δύσβατο το γραπτό μου και για οικονομία του αναγνώστη, δε θα παραθέσω ομηρικό κείμενο, αλλά μόνον ορισμένες καίριες λέξεις, πάντα μεταφρασμένες, ενώ όταν πρόκειται για δημοτικά τραγούδια, δε συντρέχει λόγος να είμαι τόσο φειδωλός. Οι ψυχές (ψυχή, θυμός) όταν βγαίνουν από το κορμί (εκ ρεθέων, εκ μελέων), υψώνονται, όπως ο καπνός, (ηύτε καπνός) και ροβολάνε, τσιρίζοντας, (τετριγυίαι) προς τον Αδη (Αϊδόσδε). Εκεί κάτω όλες μαζί, χωρίς να ξεχωρίζει ο δίκαιος από τον άδικο, ο φτωχός από τον πλούσιο, χωρίς ανταμοιβές και τιμωρίες, αποτελούν τα σμήνη των νεκρών (έθνεα νεκρών). Εκεί που κόρη μάννας δε μιλεί,
Μηδέ στην κόρη η μάννα, μηδέ τα τέκνα στους γονείς, μηδέ οι γονιοί στα τέκνα, κι ο βασιλές ακόμη κει
με όλους μας είν' ίσια. Εκεί 'ν' τα σπίτια σκοτεινά,
οι τοίχοι αραχνιασμένοι, εκεί μεγάλοι και μικροί
είν' ανακατεμένοι. (Πολίτης αρ.206). Οι εικόνες αυτές που μας δείχνουν τα δημοτικά μας τραγούδια θαρρείς και ξεκόρμισαν από τα ομηρικά έπη, όπου ακόμη πιο παραστατικά οι ψυχές παρουσιάζονται ως άψυχες κεφαλές, ως φαντάσματα χωρίς ίχνος ζωτικής δύναμης (αμενηνά κάρηνα), είδωλα, σκιές, εικόνες, ομοιώματα των πεθαμένων (είδωλα καμόντων). Ψυχές δίχως καμιά αίσθηση (αφραδέες) και δίχως καμιά συνείδηση (φρένες ουκ ένι πάμπαν). Μοιάζουν σαν τις εικόνες που βλέπουμε στα όνειρα μας και τις παίρνουμε για ζωντανές (ψυχή δ' ηύτ' όνειρος) ή σαν τις απατηλές εικόνες των πεθαμένων κινηματογραφικών αστέρων που τις βλέπουμε στις οθόνες και τόσο μας ξεγελούνε. Ο Άδης στον Όμηρο είναι διττός. Και τόπος και θεότητα. Ως τόπος είναι πανομοιότυπος στους δυο μας κύκλους, τον ομηρικό και αυτόν των δημοτικών μας τραγουδιών. Οι ψυχές λοιπόν δεν πετούν προς τα ουράνια, αλλά κατεβαίνουν στον Άδη, σε ένα τρισκόταδο (ερεβόσδε), σε ανήλιαγα, άραχλα σκοτάδια (υπό ζόφον ηερόεντα): Ήρθες σε τόπον άγυρτον σε τόπο αραχνιασμένο Κάτω στα Τάρταρα της γης τα κρυοπαγωμένα. Αυτού νερό δε βρίσκεται, χορτάρι δε φυτρώνει. (Πασσώβ σελ.308, 263, 265) Εκεί χύνεται ο θλιβερός ποταμός Αχέροντας (Αχέρων) με τα παραποτάμια του, τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα. Τώρα στον αποχωρισμό τρεις ποταμούς διαβαίνω. Ο ένας χωρίζει αντρόγενα κι άλλος χωρίζει αδέρφια
κι ο τρίτος ο φαρμακερός τη μάννα απ' τα παιδιά της. (Ν. Παππά Δημ. Τραγούδια σελ. 173). ...όπου περνούν τον ποταμό και πίνουν το νερό του και λησμονούν τα σπίτια τους και τ' αρφανά παιδιά τους. (Πασσώβ σελ. 264) Ως τόπος λοιπόν βρίσκεται τόσο βαθιά, όσο απέχει η γη από τον ουρανό και είναι εφοδιασμένος με σιδερένιες πόρτες (σιδήρεαι πύλαι) και χάλκινο κατώφλι (χάλκεος ουδός) και φέρνει και ένα δεύτερο όνομα: Τάρταρος, όνομα που σώθηκε στα δημοτικά μας τραγούδια. Σε πολλά μέρη της Ιλιάδας συνοδεύεται από το επίθετο Κλυτόπωλος, που σημαίνει ξακουστός για τα άλογά του. Ίσως λοιπόν και το άλογο του Χάρου που μαύρος είναι, μαύρα φορεί, μαύρο και τ' άλογο του να έχει την καταγωγή του και αυτό στον Ομηρο. Ως θεός τώρα ο Αδης: Όταν έγινε η μοιρασιά ανάμεσα στους θεούς (Ο 187 κεξ.) ο Ποσειδώνας πήρε τη θάλασσα, ο Δίας τα ουράνια, και ο Άδης, ο βασιλιάς των νεκρών, τα σκοτάδια. (Αϊδης δ' έλαχε ζόφον ηερόεντα). Με αυτή του την ιδιότητα είναι άσπλαχνος, αμέρωτος (αμείλιχος), και αλύγιστος (αδάμαστος), γι’ αυτό και τον εχθρεύονται οι άνθρωποι περισσότερο και από όλους τους αθάνατους θεούς. [Τούνεκα και τε βροτοίσι θεών έχθιστος απάντων]. Αλλά και με έμμεσο τρόπο μαθαίνουμε πάλι πόσο μισητός είναι: ….οχτρεύομαι σαν και τις πύλες τον Άδη
εκείνον που άλλα κρύβει μέσα του κι άλλα απ' το στόμα βγάζει. (Ιλ. Ι 312-3) Πριν από πόσα χρόνια είμαστε χριστιανοί; 1600; 1700; Τη λέξη "παράδεισος" δε θα τη συναντήσουμε στα δημοτικά μας τραγούδια. Οι ψυχές δεν πετούν ψηλά προς τα ουράνια, κατηφορίζουν στον Κάτω Κόσμο. Δεν είμαστε χριστιανοί; Φυσικά και είμαστε. Η δύναμη όμως της παράδοσης είναι τέτοια, ώστε κάθε φορά που η λαβωμένη ψυχή θέλει να τραγουδήσει ή να τελέσει τα έθιμά της, αντλεί από κοινό τόπο. Αυτός ο κοινός τόπος υπήρξε χιλιετίες πριν γίνουμε χριστιανοί. Ο Έλληνας των δημοτικών τραγουδιών δε γνωρίζει την ομηρική γλώσσα. Είναι των αδυνάτων να διάβασε Όμηρο. Πώς συμβαίνει όμως ο ομηρικός κόσμος να του είναι τόσο οικείος; Οι ειδικοί που έχουν εξετάσει το θέμα, έχουν καταλήξει στο ότι ο κοινός αυτός τόπος είναι πολύ παλαιότερος κι από την εποχή του Ομήρου και από αυτόν αρύστηκε και ο μεγάλος μας γενάρχης της ποίησης. Αυτός, λοιπόν, ο κοινός τόπος, από τον οποίο άντλησαν και οι δυο μας κύκλοι, ο ομηρικός και ο δημοτικός δε χάθηκε, διατηρήθηκε με την προφορική παράδοση ως τώρα. Όποιοι θυμούνται την απάντηση που έδωσε ο Αχιλλέας στον Οδυσσέα, όταν ο δεύτερος, κατεβαίνοντας ζωντανός στον Κάτω Κόσμο, συνάντησε τον πρώτο, θα αναγνωρίσουν πόσο κοινοί είναι οι δύο κύκλοι.
Για πες μου τι του ζήλεψες αυτού του Κάτω Κόσμου; Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε,
ευτού συδυο δεν κάθουνται, συντρεις δεν κουβεντιάζουν, είναι κι οι νιοι ξαρμάτωτοι, κι οι νιες ξεστολισμένες, και των μαννάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα. (Πολίτης αρ. 209) Αυτό, λοιπόν, όπως καταδείχτηκε, δεν είναι πια και τόσο περίεργο. Το περίεργο είναι πως η δύναμη αυτής της παράδοσης ήταν τέτοια, που εκπόρθησε και τα χριστιανικά οχυρά του δόγματος και ο αρχαίος Αδης μπήκε στην εκκλησιαστική μας ποίηση. Σε αυτή την ποίηση θα βρούμε και την ομηρική απόσταση που χωρίζει τον Επάνω κόσμο, δηλαδή εμάς, απο τον Κάτω, και τις ομηρικές πύλες του Αδη, χάλκινες ή σιδερένιες. Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης
και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους...
Τα Εγκώμια της Μ. Παρασκευής βρίθουν από τέτοιες παραπομπές. Ενδεικτικά αναφέρω:
Τί ζητών τοις εν τω Αδη ελήλυθας; Και συνθλάσαντος του Αδου τους μοχλούς. Άδης ο παμφάγος! Και εις Άδην καταβέβηκας Χριστέ. Πυλωροί δε Άδου, ιδόντες σε έπτυξαν. Πύλας γαρ χαλκάς συνέτριψας
και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασας...
Οι εικόνες που παρουσιάσαμε παραπάνω, συγκρίνοντας τους δυο κύκλους, ενώ είναι οι κυρίαρχες, δεν είναι και οι μόνες. Και Ηλύσια πεδία υπάρχουν και τιμωρίες για τους παραβάτες των ηθικών νόμων. Για ένα τόσο μεγάλο και ανεξάντλητο θέμα, που αφορά τα μετά τον θάνατο, φυσικό είναι να υπάρχουν και άλλες παραδόσεις, είτε πρωταρχικές, είτε και μεταγενέστερες που γεννιούνται με την αλλαγή των πολιτισμικών στοιχείων. Εμείς εδώ παρουσιάσαμε τις κυρίαρχες. Το αρχαίο δωδεκάθεο όταν γκρεμίστηκε, παράσυρε στο πέσιμό του, όπως συμβαίνει με τη χιονοστιβάδα, και όλους τους θεούς. Από αυτούς σώθηκε μόνον ένας ο μικρότερος κι ο δυνατότερος. Είναι ο αρχαίος Χάρων, ο Χάρος των δημοτικών μας τραγουδιών. Από τις θεότητες σώθηκαν πάλι, οι νεράιδες (νηρηΐδες) και οι Λάμιες (Λάμιαι). Έγινε αυτό που παρατήρησε ο Κακριδής: Όταν κόβουμε τα μεγάλα δέντρα ενός δάσους, οι θάμνοι και τα φυτά παραμένουν.