top of page
IMG_20180426_150852.jpg
Χωρίς τίτλο7.png

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου

Κώστας Τσιλιμαντός

Δεν ξεκινώ από αποσπάσματα και εικασίες. Ξεκινώ από την πρώτη πηγή γραπτού κειμένου, τον Όμηρο. Εκεί, τόσο στην Ιλιάδα, όσο και στην Οδύσσεια, το όνομα Έλλην και Ελλάς δεν έχει ακόμη γενικευμένη σημασία, δεν έχει απλωθεί σε όλη τη χώρα. Ιδού στα δύο έπη τι συναντούμε:

«αν΄Ελλάδα, τε Φθίην τε», «Ελλάδα και μέσον Άργος», Φθίην τε και Ελλάδα καλλιγύναικα», « πολλαί Αχαιίδες αν’Ελλάδα τε Φθίην τε», «εν Ελλάδι τε Μυρμιδόνεσσι» και τα προσηγορικά ονόματα που χρησιμοποιεί για τους Έλληνες είναι:Δαναοί, Αχαιοί και Αργείοι.

Γενικευμένη ονομασία με εθνικά χαρακτηριστικά έχομε στους Ολυμπιακούς αγώνες και ιδίως στούς κλασσικούς χρόνους όπου μόνον Έλληνες κατά το γένος έπαιρναν μέρος. Στον Ισοκράτη ευρύνεται ο όρος και γίνεται και παιδευτικός .

Το όνομα διατηρήθηκε και επεκτάθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους όπου πολλά βασίλεια ονομάστηκαν Ελληνιστικά μέχρι το 30 πΧ. Με το τέλος του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου, η Ελλάς είναι πλήρως υποταγμένη στους Ρωμαίους.

Η κεντρική, η νότια Ελλάδα, τμήματα της Ηπείρου, τα Ιόνια νησιά και οι Κυκλάδες το 27 π. Χ.απώλεσαν τις ελληνικές τους ονομασίες, και έγιναν ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Αχαΐα.

Το όνομα Έλλην και Ελλάς δεν έπαψε να υπάρχει, παρ’όλο που για τους Ρωμαίους ονομaστήκαμε Graeci και η Ελλάς Graecia . Στο Bιργίλιο που ζει στο τέλος του πρώτου αι. π.Χ, αλλά αναφαίρετα στα τρωικά χρόνια, οι Έλληνες ονομάζονται Graji (Grajus στον ενικό) Αυτό πιθανώς να το ετυμολογεί από τους Γραίους, πρώιμους αποίκους της Γραίας, αποικίας της Κύμης της Εύβοιας, στην Κάτω Ιταλία.

Όμως οι αντιθέσεις και αντιμαχίες έγιναν εξ αρχής, με τον εκχριστιανισμό μας. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα. Τα δυο αντίθετα πνεύματα ο χριστιανισμός, το πνεύμα της ερήμου, και ο ελληνισμός το πνεύμα της πολιτείας, πριν συμφιλιωθούν, ήρθαν σε οξεία αντίθεση.

Ο Χριστιανισμός του πρώτου καιρού δε νοιαζόταν καθόλου για τα επίγεια. Απέρριπτε κάθε τι το υλικό, εχθρευόταν το υλικό κάλλος.

Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης», «και περί ενδύματος τι μεριμνάτε.», «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» (αυτοί είναι οι ταπεινοί τη καρδία, που αγνούν την επιστήμη και την πρόοδο, και πιστεύουν μόνο στο Θεό), Δε βλέπετε τα στρουθία της ερήμου που έχουν λαμπρότερη στολή από την αλουργίδα του Σολομώντος; ΄

Πώς να συμβιβαστεί η τέχνη, η επιστήμη ν φιλοσοφία, ο καλός καγαθός, η Ελένη η «αινώς αθανάτοισι θεοίσιν εις ώπα εοικυία»,(που έμοιζε στο πρόσωπο καταπληχτηκά με τους αθάνατους θεούς η Κνιδία Αφροδίτη, με τα καινούργια ήθη;

Έτσι λοιπόν ο ελληνισμός δυσφημήθηκε, χλευάστηκε από τη νέα θρησκεία και ο Έλλην δωδεκαθεϊστής εσήμαινε τον παγανιστή και υβριστικά τον ειδωλολάτρη!, πράγμα που δεν υπήρξαν ποτέ οι Έλληνες. Ποτέ δε λάτρεψαν ή προσκύνησαν άγαλμα οι Έλληνες, γιατί οι θεοί τους πίστευαν ότι κατοικούσαν στον Όλυμπο.

Στα Ευαγγέλια που γράφτηκαν 30 και σαράντα χρόνια μ. Χ, η λέξη Ελλην έχει σε μερικά χωρία της Καινής Διαθήκης την ένοια του ειδωλολάτρη! «..η δε γυνή ήν Ελληνίς Συροφοίνισσα τω γένει..», Μάρκος 7,15, τέσερεις μεταφράσεις πού διαθέτω μεταφράζουν , ειδωλολάτρισσα, από τη Φοινίκη.

«..μη βατολογήσετε ώσπερ οι εθνικοί..»Ματθαίος 6,7. Εθνικοί λεγόταν όλοι οι έλληνες και οι μη χριστιανοί, πλήν των ιουδαίων. Η Παράφραση του Τρεμπέλα, για τους εθνικούς είναι: «με μηχανική και δεισιδαίμονα σπατάλη, όπως οι εθνικοί».

«…παντί τω πιστεύσαντι Ιουδαίω τε πρώτον και Ελλησι» Παύλος 1,6. Και οι τέσσερεις μετάφραστές τους Έλληνας τους μεταφράζουν ως ειδωλολάτρες. Μόνο στον Ιωάννη που μιλεί για Έλληνες που θέλησαν να επισκεφτούν τον Χριστό στα Ιεροσόλυμα, 12, 20, «Ήσαν δε τινες Έλληνες…», εκεί όλοι τους επιτέλους, εννοούν Έλληνες, κα μόνον το λατινικό κείμενο που διαθέτω «..erant autem gentiles..».τους Έλληνες τους αποδίδει ως αυτόχθονες(;), (gentiles).

Συχνά στα Συναξάρια αναφέρεται για χριστιανό μάρτυρα «πατρός μεν έλληνος, μητρός δε χριστιανής» όταν ο πατέρας είναι Σύρος μη ελληνόφωνας!

Τί φυσώσιν κα βομβεύουσιν οι Έλληνες;

…Τι πλανώνται προς Πλάτωνα;

…Τι μη νοούσιν Όμηρον, όνειρον αργόν;

(κλπ κλπ. από τον μεγαλύτερο ποιητή του χριστιανισμού, Ρωμανό τον Μελωδό)

Και αλλού:

Παρήλθεν η νύξ των πλανήτων μεν λόγων.

Ο Φοίβος αυτών ουκ ανοίγει το στόμα

Πλάτων σιωπά. κλπ. κλπ.

Και στίχοι ανώνυμοι:

Οι των Αθηνών ευστομείτε τους πάλαι

σοφούς Πλάτωνας, Σωκράτας, Ξενοκράτας,

Επικούρους, Πύρρωνας, Αριστοτέλας.

ουκ έστιν υμίν πλην Υμηττός και μέλι

θήκαι τε νεκρών, των σοφών τα πνεύματα.

Το 843 με την αναστήλωσι των εικόνων σε φρικτή, κατά Τωμαδάκην, τελετήν ιδού τι ανεγνώσθη από του άμβωνος της Αγίας Σοφίας. «τοις τα ελληνικά διεξιούσι (όσοιδιαβάζουν) μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις( =γλωσσική παίδευση), αλλά και ταις δόξαις (=γνώμες) αυτών ταις ματαίαις επομένοις (που δέχονται)……ανάθεμα!(1).

Έτσι στη Βυζαντινή εποχή αποβάλαμε το όνομα Έλλην και ονομαστήκαμε, οι κάτοικοι της Νέας Ρώμης, Ρωμαίοι, που στη λαϊκή γλώσσα έγινε Ρωμιοί.

Και μόνον κατά τους παλαιολογίους χρόνους, που δεν πρόλαβε να συντελεστεί η Αναγέννηση, έχομε στροφή στην Ελλάδα και ο Γεώργιος Πλήθων, ο Γεμιστός, γράφει στον τελευταίο Έλληνα αυτοκράτορα, τον μαρτυρικό Κωνσταντινο Παλαιολόγο, «Έλληνες ουν εσμέν το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος ημών παιδεία μαρτυρεί».

Την ίδια εποχή όμως ο κατόπιν, μετά την άλωσιν, πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριοςομολογεί: «Έλλην την φωνήν ουκ αν ποτε φαίην Έλλην είναι( ποτέ δεν θα έλεγα ότι είμαι Έλλην) και ει τις έροιτό με( και αν κανείς με ρωτούσε) τις ειμί, αποκρινούμαι Χριστιανός.

Αυτή την περιπέτεια εν ολίγοις είχε το εθνικό μας όνομα, ώσπου,τελικά, τα δύο αντίμαχα πνεύματα να συμφιλιωθούν και "ο ωραίος κάλλει παρα πάντας βροτούς " να μας θυμιζει στην ομορφιά τον Απόλλωνα και να ονομαζόμαστε πλέον και Έλληνες και Χριστιανοί. Λέω να «ονομαζόμαστε», γιατί το να είμαστε και στην ουσία απαιτεί ύψιστον αγώνα.

Για μας σήμερα οι εθνικοί όροι Γραικοί- Γραικία, Ρωμιοί- Ρωμιοσύνη, Έλληνες –Ελλάδα,είναι ένα και το αυτό. Ανάλογα για ποια εποχή μιλάμε. Για τα πολλά ονόματα, εδώ ισχύει ο στίχος του Παλαμά για την Κύπρο:

Πολλούς αφέντες άλλαξες, δεν άλλαξες καρδιά!

Ε ν τούτοις εγώ στην αλληλογραφία μου ως αποστολέας, στο φάκελό μου γράφω, αντί Greece, Hellas και σας το συστείνω.

1. Για όλα τα παραπάνω και περισσότερα δες Νικολάου Τωμαδάκη «Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν» τ.1ος

β! έκδοσι 1956 σελ.23-32.

Κώστας Τσιλιμαντός

Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;

Δ. Σολωμός

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

Οδ. Ελύτης

Φτάσαμε σε ένα τέτοιο, σημείο να θεωρείται παράλογο να μη συμβαί­νουν τόσα παράδοξα σε αυτή τη μικρή μας χώρα των μεγάλων λόγων και των μικρών έργων.

Οταν κάποτε, αργά, καταλάβαμε ότι μεθοδικά μας υφάρπαξαν οι καπάτσοι μας γείτονες το ελληνικό μας όνομα “Μακεδόνας’ και “Μακεδονία”, ξεση­κωθήκαμε και αλαλάξαμε. Εγραψα τότε ένα άρθρο στην Έ” (Μάρτιος του 1994 τ.36) με το δανεισμένο τίτλο “Το όνομα είναι η ψυχή μας”. Οσοι το διάβασαν, θα καταλάβουν και τώρα με ποιες προθέσεις γράφεται και τούτο.

Εγινε μια πρώτη απόπειρα να στραγ­γαλίσουν, μαζί με άλλες έξι και τη δική μας γλώσσα, οι Ευρωπαίοι εταί­ροι μας. Εκεί να ιδείς το εθνικό μας φιλότιμο. “Επί ποδός όλες οι γραφί­δες. Εμπύρετοι λόγοι. Τα όσια και τα ιερά μας. Οι αξίες μας. Ο πολιτισμός μας. Η διαχρονικότητά μας. Η αρχαιό­τερη ευρωπαϊκή γλώσσα. Τί τους προσφέραμε, τί μας ανταποδίδουν.

Πώς να μη θυμηθεί κανείς το βαρναλικό Σωκράτη μπροστά σε πεντα­κόσιους ένα δικαστές καθώς του εκτοξεύονταν οι κατηγορίες: “Δεν άκουα τίποτα, όλες αυτές τις ώρες μελετούσα τη μύτη μου".

Ε, λοιπόν. Οσο αυτή τη μύτη μας δεν την κοιτάμε, ποτέ οι ίδιοι μας δε θα φταίμε, πάντα τα σφάλματα θα τα ρίχνουμε σε άλλους.

Από τους εθνοπατέρες θα αρχίσω πρώτα.

Απαιτείτε σεβασμό, κύριοι εκπρό­σωποι του εθνικού μας βίου και όψι­μοι σωτήρες μας, από τους ευρωπαίους συναδέλφους σας απέναντι στη γλώσσα μας, αλλά εσείς τί έχετε κάνει; Για να τον απαιτείτε, πρέπει εσείς οι ίδιοι πρώτοι να τον έχετε δώσει.

Ψηφίσατε κάποτε ένα νόμο που αφορούσε τις επιγραφές των καταστημάτων μας κάθε είδους. Και πώς τον εφαρμόσατε; Ηταν ένα πρώτο δείγμα καλής γραφής σεβασμού "στη γλώσσα που μίλησαν κάποτε, οι θεοί του Ολύμπου και αργότερα ο Ενας, ο αληθινός”, αλλά “πριν αλέκτορα φωνήσαι" γράψατε το νόμο στα παλαιό σας υποδήματα. Από δική σας αβελτηρία έγινε μια τέτοια διάβρωση και άλωση, ώστε στο Σίδνεϋ και την Αστόρια, ίσως, υπερτερούν τα κατα­στήματα με επιγραφές που διασώζουν την ελληνική γλώσσα. Και τολμάτε τώρα να εξεγείρεστε, οι κατ’ εξοχήν φορείς της ξύλινης γλώσσας!

Δεύτεροι, αλλά όχι και στη σειρά, είστε εσείς κύριοι του τάγματος των αθανάτων, οι πλέον επίσημοι φορείς και φρουροί του γλωσσικού φρονηματισμού, που ποτέ δεν ακούεστε και ποτέ δε φαίνεστε.

"Η Γαλλική Κυβέρνηση καθιέρωσε σχεδόν ως ποινικό αδίκημα τη χρήση λέξεων με ξενική ρίζα" (Ελευθερο­τυπία” 29.12.1994). Και εκεί έχουν την Ακαδημία τους, τον επίσημο φορέα, που εισηγείται τη μεταγραφή των νεολογισμών σε γαλλική ορολογία.

Εγινε κάτι ανάλογο εδώ σε εμάς; Δόθηκε ποτέ στον τύπο και στους σταθμούς μας, ακούσαμε ποτέ, διαβά­σαμε, ότι η Ακαδημία μας προτείνει για την τάδε ξένη λέξη τον τάδε αντί­στοιχο ελληνικό όρο; Πώς να μην πει πικραμένος ο Σεφέρης “όπως πάμε, σε λίγα χρόνια αυτή η χώρα θα λέγε­ται ΕλλαδέξΊ...

Music house, music land, music hall στη χώρα που γεννήθηκαν οι Μούσες και η μουσική. Ακροπόλ Πάλας στην πόλη με το θαύμα της Ακρόπολης. Και στα πιο ταπεινά: “Σουβλασερί” το κατάστημα με το παραδοσιακό σουβλάκι μας και ποπ- κορν οι άλλοτε παπαδίτσες.

Το σύνθετο "Χριστούγεννα” (Χρι­στός = αυτός που φέρει το χρίσμα). Χριστούγεννα = η γιορτή που γεννήθηκε ο Χριστός) δεν αρέσει. Είναι παλιομοδίτικο. Προτιμότερο το Marry Christmas στα καταστήματα των νεοπλούτων μας.

Ο Αϊ-Βασίλης μας κοκκίνησε, δεν έρχεται από την Καισάρεια. Το χρήμα που δε μυρίζει και δεν ξεχωρίζει, μας τον εισάγει ωςSanta Claus από την Λαπωνία.

Η πιο ελληνική γιορτή μας το Πάσχα, η Λαμπρή μας. Μπήκα σε πασχαλινά γιορτάσιμο ζαχαροπλα­στείο με τον ελληνικό τίτλοDolce Domo, όπου από γλυκά έως κάρτες όλα ξενόγλωσσα. Αποσκορακισμένο το “Χριστός Ανέστη”. Αντί αυτού, με κόκκινα φωτεινά γράμματα, διάβαζες στην υελοπροθήκη: Happy Easter!

Τέτοια η άλωση. Τέτοιος ο γλωσσι­κός εξωμοτισμός μας!

Να ‘ρθούμε και στα καλά παιδιά της δημοσιογραφίας μας, που τρέμει κανείς μην πέσει στη γραφίδα τους. Ετοιμοι να σε κατασπαράξουν. Ετοι­μοι, αν δε βρουν θέμα, να το δημι­ουργήσουν. Ετούτοι είναι που τον “ήττω λόγον κρείττω ποιούσι” και αντίστροφα.

Κάποτε οι εφημερίδες μας με τις μετρημένες σελίδες τους είχαν τους δόκιμους της πέννας. Τώρα που τα πάντα εμποριοποιήθηκαν “ο πάσα ένας” αλωνίζει. Μας “κούφαναν” με τον “ΟκτώΜβριο', με τον κύριο τάδε που “διέρρευσε την πληροφορία1', με τους πολίτες που “εκμεταλλεύονται από το κράτος” με τα προϊόντα που “επεξεργάζονται από τα μηχανήματα”, με τους “εκμεταλλευτές και εκμε­ταλλευόμενους” με το “πού να αποταΝθούμε”, τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Και δίπλα στα υποδειγματικά ελληνικά τους παρελαύνει και η γλωσσική τους ευρυμάθεια. Να τα μπλακ άουτ, να τα τσεκ-άπ, να το χάπυ έντ, να τα σαμποτάζ, να τα λοκ- άουτ, να τα ρεπορτάζ για να μας εξευρωπα'ί'σουν. Η συσκότιση, ο ιατρικός έλεγχος, το αίσιο τέλος,η δολιοφθορά, η ανταπεργία, η ειδησε ογραφία είναι για τα βλαχαδερά!

Στη σειρά και οι κορυβαντιώτες αθλητικοί συντάκτες που εμφυσούν ιερό μένος με τις πομφόλυγες που εκτοξεύουν. Adestesodales (Εμπρός σύντροφοι). Ετσι εκπορθείται η ελλη­νική γλώσσα. Και να ο γκολκήπερ και να ο ρέφερι, να ο κόουτς-μαν, να το ταμπλό, να το τάιμ-άουτ, να το μπάσκετ, να τα πόιντς, να ο σπόνσορας στην ευγενισμένη τους γλώσσα.

Ολοι αυτοί και οι άλλοι που θα πω παρακάτω ξεσηκώθηκαν “εν ενί στόματι και μιά καρδία”\ια κατακεραυνώ­σουν τους Γάλλους, που τόλμησαν να υποτιμήσουν τη γλώσσα μας...

Ακολουθούν οι πλέον ευγενείς βλα­στοί της γενιάς του νεότερου δημο­σιογραφικού ήθους. Είναι αυτοί των Max, Μεν, Κλίκ, Στάτους, Πεντ- Χάουζ, Πλαίη-Μπόυ, Φλας και για να μη μείνει πίσω και μια αθλητική εφη­μερίδα, ελληνικότατη, η Spor Time.Εδώ αν δε φρικάρεις ή δε φλιπάρεις, τόσο η hit κυκλοφορία τους όσο και το περιεχόμενό τους θα σε κάνουν να νιώσεις γροθιά άπερκατ ή κροσέ, όταν διαπιστώνεις πως μέσα από τις σελίδες της παρελαύνουν pet shops με “νιούφς”, κολλεξιόν με seethrough και strip sweet για στραφταλιζέ φαντασιώσεις, αλλά και κομμά­τια του Gaston στο κατάστημα Buffi. Και για να’ σαι ιν στη night life, να αναζητείς πάντα το κέντρο με το καλό stuff, παρέες original και μουσι­κό φράκταλ ή update, οπότε δεν υπάρχει περίπτωση να είσαι ντάουν.

Να 'ρθω και σε σας τους τελευταί­ους, αλλά όχι και έσχατους γλωσσοχαλαστάδες, κύριοι των τηλεοπτικών και ραδιοφονικών σταθμών μας. Εσείς που ομαδικά πουλήσατε την ψυχή σας “χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ' γιατί έτσι πιστέψα­τε πως θα αποχτήσετε “γκλάμουρ”.

Τα ονόματά σας είναι γνωστά. Κάθε μέρα γδέρνουν τα αφτιά μας. Τα ελληνικά μας δε σας αρέσουν. Είναι σοφιστικέ και μπανάλ. Είναι προτιμό­τερο να λέτε σπήκερ, εκράν, σήριαλ, ριμέικ, σποτ, τοκ-σόου, τημ, πάνελ, τρέιλερ, σλάλομ, πρες ρουμ, οφ δη ρέκορντ, να μας γεμίζετε με ανορθο­γραφίες -το λιγότερο- και με άθλια μεταγλωττισμένα ελληνικά στις ξένες κινηματογραφικές ταινίες.

Θέλεις να αλώσεις ένα λαό; Κατάστρεψε τη γλώσσα του, διαβάσαμε κάπου. Ποιοί, λοιπόν θα πείσουν τους Γάλλους πως αξίζει το σεβασμό η γλώσσα μας; Εσείς;

Σε χαλεπούς καιρούς για το έθνος μας, τότε που ο λαός μας δεν είχε ταγούς, σαν κι εσάς, να τον αναισθητοποιήσουν με τους ορυμαγδούς τους, άντεξε Λατινοκρατία, Φραγκο­κρατία και Τουρκοκρατία. Φτωχός, πεινασμένος, κατατρεγμένος, αβοή­θητος, άντεξε στις εισβολές, κράτησε ζωντανές τις γλωσσικές μήτρες του και πήρε να δαμάζει τα ξενόφερτα στοιχεία και σιγά-σιγά να τα αφομοι­ώνει στους φωνητικούς και γραμματι­κούς κανόνες της μητρικής του λαλιάς. Και η γλώσσα μας μπολιά­στηκε με καινούργιο δυναμερό υλικό πρωτόφαντου κάλλους.

Από το λατινικό hospitium έγινε το σπίτι, το ρήμα σπιτώνω - ξεσπιτώνω, τα επίθετα σπιτικός, σπιτίσιος, άσπιτος, ασπίτωτος - ξεσπίτωτος, οι μετο­χές σπιτωμένος - ξεσπιτωμένος, τα ουσιαστικά σπίτωμα - ξεσπίτωμα, ξεσπιτωμός, το μεγεθυντικό σπιταρόνα και τα σύνθετα σπιτόγατος, σπι­τονοικοκύρης, παλιόσπιτο, φτωχόσπι­το, καλυβόσπιτο, πλουσιόσπιτο κλπ.

Από τα τουρκικά eglence, kapak, keyf, sakat έγιναν τα: γλέντι, γλεντώ, γλεντζές, γλεντοκόπος, γλεντοκοπώ, γλεντοκόπημα, αγλέντιστος, πολυγλεντισμένος, καπάκι, καπακώ­νω, ξεκαπακώνω, καπάκωμα, καπακω­μένος, ακαπάκωτος, ξεκαπάκωτος, κέφι, κεφάτος, άκεφος, λιγόκεφος, κακόκεφος, πολύκεφος, το επίρρημα κεφάτα, σακάτης, σακατεύω, σακατε­μένος, μισοσακατεμένος, πολυσακατεμένος, σακατεμός, σακάτεμα, σακάτικος, ασακάτευτος, όλα θαύμα ελληνοπλασίας.

Θαυμάστε σύνθετα με ξενικό το ένα συνθετικό τους:

Τσακμακόπετρα, λεβεντογυναίκα, ψιλομερεμετίσματα, θαλασσινόμπλαβα (μάτια) και δείξτε μου ανάλογα παραδείγματα από τις γλώσσες που σας έχουν ξιπάσει.

Αυτά σε χαλεπούς καιρούς. Σέ δημοκρατία και σε ασύγκριτα καλύτε­ρους βιολογικούς όρους, ο λαός μας κινδυνεύει να χάσει το γλωσσικό του αισθητήριο από τον ξέφρενο γλωσσι­κό καταιονισμό σας.

* * *

Οποιος διάβασε ως εδώ το άρθρο μου με το δίκιο του ίσως θα μου αντι­τείνει:

- Τους πήρατε όλους σβάρνα, πολι­τικούς, ακαδημαϊκούς, δημοσιογρά­φους, εκφωνητές, σ’ ένα τσουβάλι, μα, τέλος πάντων, δεν υπάρχει κανείς που να νοιάζεται σ’ αυτή τη χώρα;

Υπάρχουν, φίλοι μου. Και πολλοί και αξιοσέβαστοι. Από αυτούς αντλούμε τη δύναμή μας. Και σε όλους τους χώρους. Δεν είναι η ώρα του επαίνου εδώ. Είναι η ώρα της αγανάκτησης. Πρέπει να τρώμε χαστούκια, για να συνερχόμαστε. Εγραψα κάποτε, στη μόνιμη στήλη που διαθέτω, πως μια μέρα θα ευγνω­μονούμε τους Σκοπιανούς γείτονές μας, που μας ξύπνησαν να διαβά­σουμε την ιστορία του μακεδονικού ζητήματος. Μακάρι, τώρα με τους Γάλλους, να ξυπνήσει η γλωσσική μας συνείδηση. Δεν είμαι οπαδός των ακροτήτων. Και οι ξένες λέξεις χρειά­ζονται, όπου η γλώσσα μας δεν επαρκεί! Με αγρύπνια όμως και μέτρο, κάτι που μας λείπει. Για να μη φθάσουμε ποτέ στο Graeca sunt non leguntur (=είναι ελληνικά και δε δια­βάζονται) που έφερε Μεσαίωνα.

Μπορεί η γλώσσα μας να μιλιέται από λίγους σήμερα, δεν παύει όμως να είναι μια πολιτισμική γλώσσα. Και “η μεγαλοσύνη στα έθνη δε μετριέται με το στρέμμα’’ για να θυμηθούμε το βάρδο της Γλώσσας μας Κωστή Παλαμά. Και είναι η αρχαιότερη της Ευρώπης. Σεβαστή και λόγω ηλικίας! Και ενιαία στο σύνολό της, διότι καμιά διάλεκτός της δεν αποτέλεσε ξεχωριστή γλώσσα, όπως συνέβη με τη Ρουμανική, Γαλλική, Ιταλική.

Πρόθεσή μου δεν ήταν να τα ψάλω στους Ευρωπαίους, ούτε στο πως χειριστήκαμε την υπόθεση. Γράψαν τόσοι άλλοι γι αυτά! Στους Ελληνες απευθύνομαι και από αυτούς ζητώ σεβασμό! Σε μια γλώσσα κι έναν πολιτισμό που:

Ιδιότητα δεν έχει η ανθρωπότης τιμιοτέραν.

Εις τους θεούς ανήκουσι τα πέραν.

Κώστας Τσιλιμαντός

Είναι καιρός που σκέφτομαι να γράψω κάτι, να προλάβω πριν «η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά» για τους Δασκάλους μου και γενικά για τους Δασκάλους που γνώρισα, τα χρόνια εκείνα τα παλιά και τ’ αξέχαστα, στην Πόλη, τη μοναδική σε ομορφιά και αρχοντιά, στην Πόλη εκείνη, που όταν έφτανα μικρό παιδί, από μια σπαραγμένη Ελλάδα, μου φάνταζε ως Γη της Επαγγελίας.

Τότε ζούσαν και συνέχιζαν το έργο των παλαιών Ελλήνων Μεγάλων Διδασκάλων του Γένους αυτοί που, ως προς την ηλικία τη δική μου, θα τους ονομάσω Πατέρες

Και ήσαν οι γνώριμοί μου Γεώργιος Δηκταμπάνης, Αιμίλιος Καρούσος, Ιωάννης Καραγιάννης καθηγητές της Μέγάλης Σχολής και Βασίλειος Μούτσογλου, Δημήτριος Μάνος του Ζωγραφείου. Αυτοί, όλοι μακαρίτες τώρα, σήκωναν στις πλάτες τους, με πενιχρότατους μισθούς, επάξια το βαρύ φορτίο που είχαν αναλάβει, να μεταλαμπαδεύουν αγόγγυστα την Παιδεία στα ρωμαίικα νειάτα της Πόλης.

Οι άνθρωποι αυτοί είχαν λάβει από τους παλαιοτέρους Δασκάλους τους, μια χορεία μυθικών Προγόνων, (όπως Μηνάς Αυθεντόπουλος, Ιατρόπουλος, Βούρος, Παπακωνσταντίνου, Τζανή Παπαδόπουλος κ. α. άγνωστοι εντελώς σ’ εμένα) τέτοια επάρκεια, που ο Δηκταμπάνης μου αποκάλυψε κάποτε το εξής. «Εγώ, παιδί μου, τα ελληνικά δεν τα διδάχτηκα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά στη Μεγάλη Σχολή και έκανε μνεία των ονομάτων: του Τζανή Παπαδόπουλου και του Μηνά Αυθεντόπουλου, που ήταν τα ίνδάλματά του, όπως αργότερα έγινε ο ίδιος για μένα. Γιατί ο Δηκταμπάνης δεν ήταν μόνον άριστος καθηγητής αλλά και σπουδαίος παιδαγωγός, ήξερε με πιο τρόπο να διδάξει και παράλληλα να συμπεριφερθεί στους μαθητές του. Την ίδια λατρεία απολάμβανε και ο άλλος μεγάλος, ο Μάνος, στο Ζωγράφειο, από τους δικούς του μαθητές.

Για το Μούτσογλου θα μνημονεύσω και τούτο. Στις μέρες του το Ζωγράφειο είχε αποχτήσει τέτοια φήμη, που κι εγώ εκεί πρωτογράφτηκα και φοίτησα τέσσερα χρόνια. Όταν κάποτε με απώθησε ο φόβος των μαθηματικών που ήταν, όπως είπα σε μεγάλη ακμή τότε, και ένιωσα πως με τραβά η Φιλολογία, πήγα στον ίδιο και τον συμβουλεύτηκα. Και εκείνος ανοιχτόκαρδα μου είπε, «Πήγαινε, παιδί μου, στη Μεγάλη Σχολή, και σε συγχαίρω που από τώρα διάλεξες το έπάγγελμά σου». Έτσι τον Μάνο δεν τον πρόλαβα. Πρόλαβα όμως ένα ιερωμένο που δίπλα στη χριστιανικά ηθική που μας δίδαξε, για ένα διάστημα μας δίδαξε και Αρχαία. Εκεί για πρώτη φορά ένιωσα τη χάρη ενός αρχαίου συγγραφέα, του Λουκιανού, που μας τον δίδαξε τόσο ευχάριστα ώστε θυμάμαι ακόμα την πράα και πατρική μορφή και συμπεριφορά του και το ενδιαφέρον του για το μέλλον μας. Ήταν ο αξέχαστος Νικόλαος Κουτρουμπής, ο κατόπιν Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου, στον οποίο οφείλω και τη μεγάλη ευγνωμοσύνη μου, διότι αργότερα, όταν επέστρεψα ως καθηγητής, χάρηκε τόσο που με είδε, ώστε μου χάρισε και πλούτισε με δυο ράφια αρχαίους συγγραφείς τη βιβλιοθήκη μου.

Εδώ πρέπει να τοποθετηθούν και ο πολύπλευρος Μενέλαος Μαυρίδης και ο Κώτσογλου, που δεν υπήρξαν καθηγητές μου.

Σ’ όλους αυτούς θεωρώ «δίκαιον και πρέπον την τιμήν ταύτην της μνήμης δίδοσθαι».

Δίπλα σ’ αυτά τα ονόματα υπήρξε και η νεότερη μεγάλη φουρνιά, όλοι γνωστοί μου και άξιοι να φέρουν τον τίλο του Δάσκαλου: Ο Δημήτρης Παντελάρας που μας δίδασκε Βιολογία, ο κατόπιν Δευθυντής στο Ιωακείμιο, ο Ισίδωρος Παπίνης Μαθηματικά,(στο Ζωγράφειο) ο ακαταπόνητος και πάντοτε πράος Αλέξανδρος Αλεξανδρίδης, (Φυσική), ο Βασίλης Κασαπίδης (Χημεία) και ο σοβαρός και εργατικότατος Χαράλαμπος Παπαχαραλάμπους (Εμπορικά), αυτοί σε Ζωγράφειο και Μεγάλη Σχολή, και ο γνωστός ως ποιητής στους λογοτεχνικούς κύκλους Δημήτρης Παπακωνσταντίνου,(Φιλόλογος), το ίνδαλμα των μαθητριών του Ζαππείου και όχι μόνο, και ο νεότερος των ανωτέρω Δημήτρης Φραγκόπουλος, ο άνθρωπος που κράτησε το Ζωγράφειο όρθιο σε χαλεπούς καιρούς και το διεύθυνε για σαράντα και πλέον χρόνια, ακλόνητος στη γενέτειρα, ριζιμιός βράχος της Ρωμιοσύνης.

Όλους αυτούς τους άξιους στη διαδοχή των Πατέρων, τους ονομάζω Επίγονους, διότι συνέχισαν το έργο των Πατέρων με ζήλο και αυταπάρνηση.

Το 1961 αξιώθηκα και εγώ τον τίλο του καθηγητή. Έσφυζαν ακόμη τα σχολειά μας από σμήνος μαθητών, που προτιμούσαν στην πανσπερμία των σπουδών της Πόλης, τα ελληνικά γράμματα.

Και στα δικά μου χρόνια γνώρισα πλέον ως συναδέλφους μια πληθώρα καθηγητών δίπλα στους Επίγονους, που έμελλε να είναι και η τελευταία φουρνιά από αυτές που εγώ γνώρισα. Οι συνάδελφοι αυτοί, με τη συνδρομή Ελλήνων μετακλητών από την Ελλάδα, συνέχιζαν το έργο των Επίγονων μέχρι τις χαλεπές μέρες, που άρχισε ο μεγάλος διωγμός της ομογένειας. Θεωρώ τιμή και χαρά μου που αξιώθηκα τη συντροφιά αυτών των συναδέλφων όχι μόνο στις σχολικές αίθουσες , αλλά και έξω από το σχολείο σε εκδρομές και κοινά γεύματα.

Θυμάμαι τον Κώστα Βλάχο (Γαλλικά) τον Ευάγγελο Μαχτσετζή (μαθηματικά), τις αχώριστες Άσπα Θεοφανείδου και Ελένη Ταχιντζή (Φιλολόγους), και τις: Υβόνη Ρούτση, Μάγδα Αλεξανδρίδη (Μαθηματικά), Ιωάννα Ψαροπούλου( )και Καίτη Κάντζη(Βιολογία), Aθηνά Αρσενιάδου (Μαθηματικά).

Βέβαια δεν εξαντλήθηκε ο αριθμός όλων των Δασκάλων . Υπήρξε το Ζάππειο και το Κεντρικό, δυο Διδακτήρια ακόμη που τιμούσαν τα ελληνικά γράμματα, δεν είχα όμως επαφή με αυτά τα σχολεία και ζητώ συγγνώμη για την παράλειψη εδώ.

Νιώθω ανακούφιση όμως που η Ιωάννα Ψαροπούλου από τις στήλες του Πολίτη μας τους θυμίζει πολύ πιο έγκριτα,μεθοδικά και αναλυτικά.

Ας είναι εκ μέρους μου ένα ζωηρό μνημόσυνο για ζώντες και τεθνεώτες

τες τούτο μου το γραπτό και εύχομαι στους σημερινούς συναδέλφους, πουαγωνίζονται τον αγώνα τον καλόν εκεί, στους τόπους απ’ όπου εμείς εξοριστήκαμε, να ευδοκιμούν και να συνεχίζουν με ζήλο την παράδοση για το καλό όλης της ομογένειας που μένει εκεί πιστή στα πάτρια. ΈΡΡΩΣΘΕ ΚΑΙ ΚΡΑΤΑΙΟΥΣΘΕ.

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page