top of page
IMG_20180426_150852.jpg
Χωρίς τίτλο7.png

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου

Κώστας Τσιλιμαντός

Αντιφατικά είναι τα αισθήματα που διακατέχουν το Βιργίλιο απέναντι στούς Έλληνες. Φορές έλκουν και φορές απωθούν. Ο ίδιος θυμίζει χρεωφειλέτη απέναντι σε δανειστή, που αδυνατεί να ξεπληρώσει την υποχρέωση. Από τη μια δεν μπορεί να λησμονήσει ποια θα ήταν η Ρώμη χωρίς την ελληνική συνδρομή κι από την άλλη προσπαθεί να δείξει και κακότητα και ξεπεσμό που διέπει τους Έλληνες.

Ως προς το τελευταίο, τον ξεπεσμό, δε θα ’λεγα ότι έχει και πολύ άδικο, αν κρίνει κανείς από την εποχή του, κατά την οποία είχαν πλημμυρίσει τη Ρώμη κύματα πειναλέων Ελλήνων (esurientes) που χλευαστικά οι Ρωμαίοι τους αποκαλούσαν γραικύλους (graeculi). Μόνο που ο Βιργίλιος κάνει ένα τολμηρό αναχρονισμό μεταθέτοντας Έλληνες της εποχής του στα χρόνια του τρωικού πολέμου!

Όμως το ποια θα ήταν η κατόπιν ονομασθείσα Ρώμη, αν οι Λατίνοι τότε δεν έρχονταν σε επαφή με τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας, μας το ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής με το στόμα του Εύαντρου, για τον οποίο ο λόγος πιο κάτω.

«Στούτα τα λόγγα, θρέμμα γέννημα του Φαύνου, Νύφες ζούσαν

κι ανθρώποι, που από δρυ σκληρόπετσην η φύτρα τους κρατούσε.

τρόπους και τέχνες δεν κατέχανε, μηδέ τα βόδια εζεύαν,

δεν ξέραν βιος για ν’ αποχτήσουνε κι ό,τι είχαν να φυλάξουν

και ζούσαν τη ζωή τους τρώγοντας καρπούς κι άγριο κυνήγι.

(quis neque mos, neque cultus erat, nec jungere tauros

aut componere opes norant aut parcere parto,

sed rami atque asper victu venatus alebant).

(VIII, 314-6).

Εδώ ο Βιργίλιος δείχνει να συμφωνεί με το σύγχρονό του και φίλο του Οράτιο, που έγραψε τους πασίγνωστους στίχους για τη νικήτρια Ρώμη και τη νικημένη Ελλάδα, η οποία εξανθρώπισε τους αγροίκους κατοίκους του Λάτιου.

Μιλούμε για τον Εύαντρο του οποίου ο πατέρας του Πάλλας (γεν. Πάλλαντος) καταγόμενος από την Αρκαδία, πρωτόρθε στις αχτές του Τίβερη, στην περιοχή του Λάτιου, μαζί με άλλους Αρκάδες και έχτισαν την πόλη Παλλάντιο και προφανώς από το όνομα αυτό προήλθε κατόπι η ονομασία του Παλατίνου λόφου της Ρώμης. Άλλωστε ο ίδιος ο ποιητής δίνει στον Εύαντρο το επίθετο Παλατίνος (IX, 9).

Έχομε λοιπόν Έλληνες στην Ιταλία, κατά Βιργίλιο, από την πολύ πρώιμη εποχή, πριν ιδρυθεί η Ρώμη.

Οι Έλληνες αυτοί, Αρκάδες, με επικεφαλής το γυιο του Εύαντρου Πάλλαντα, που του εδόθη το όνομα του παππού του, θα είναι οι πρώτοι σύμμαχοι του Αινεία στο Λάτιο, στον πόλεμο που θα διεξαγάγει στην Εσπερία με τις λατινικές φυλές.

Αυτόν τον Εύαντρο, όταν για πρώτη φορά συναντά ο Αινείας τον προσφωνεί με το επίθετο κράτιστε, «optume Grajugena», κράτιστη ελληνική φύτρα, δηλαδή γενάρχη των Ελλήνων, στη μετάφραση «άξιε Πρωτέλληνα», άλλο εγκώμιο για τους Έλληνες δεν θα ξανασυναντήσουμε..

Το όνομα Εσπερία, καθαρά ελληνικό, εδόθη από τους Έλληνες, όπως ομολογεί ο ποιητής:

Est locus, Hesperiam Grai cognomine dicunt. (I, 530).

Grajus, (πληθυντικός Graji και Grai) είναι προφανώς ο κάτοικος της Γραίας, αποικίας των Ελλήνων στην κάτω Ιταλία, ο κατόπιν Graecus.

Στην Εσπερία όμως, πάλι κατά το Βιργίλιο, ζουν Λοκροί που μετοίκησαν στην Κάτω Ιταλία, αλλά και ο Ιδομενέας, διωγμένος από το θρόνο του στην Κρήτη, βρίσκεται, με το στρατό του, στη νότια Καλαβρία, στους Σαλεντίνους, στο ίδιο μέρος όπου και ο Φιλοκτήτης, οχύρωσε την πόλη Πετήλια, με απόρθητα τείχη (III,399-402).

Και καλά αυτοί, που δεν παίζουν κανένα ρόλο στην Αινειάδα, ο ποιητής μας όμως θέλει και το γνωστό μας πολεμιστή στην Τροία Διομήδη, να είναι εγκατεστημένος στην Ιταλία, πολύ πριν έρθει εκεί ο Αινείας (!), στα μέρη της Απουλίας στην πόλη Αργυρίπα, ή Άρπεις ή Άρπους, ο οποίος εκφράζεται με πολύ σκεπτικισμό για τον πόλεμο που διεξήχθη στην Τροία και φυσικά και για τον τωρινό Λατίνων-Τρώων.

Στους απεσταλμένους των Λατίνων-Αυσόνων που ζητούν τη βοήθειά του εναντίον των Τρώων, τους απαντά:

« Γένος παλιό, καλότυχοι Αύσονες, του Κρόνου εσείς ρηγάτο,

ποια μοίρα ανέσπλαχνη σας τάραξε την ήμερη ζωή σας

και σε πολέμους μ’ άγνωστο ύστερο στρέξατε να μπλεχτείτε;

Όσοι με σίδερο ρημάξαμε τους κάμπους της Τρωάδας

…………………. ανείπωτα τυράγνια

και κολασμούς για τ’ ανομήματα πλερώσαμε στον κόσμο.

…… Να πω που οι θεοί με μίσησαν στο πατρικό μου ως ήρθα;

…. Τέρατα ακόμα κακομούτσουνα με κυνηγούν ως τώρα

κι όλοι οι συντρόφοι μου που χάθηκαν φτεροκοπούν στ’ αγέρι

…….. και σε γκρεμούς ρεκάζουνε, ν’ ακούς και να δακρύζεις.

Αυτά ηταν να φοβούμαι που ’πρεπεν από τα χρόνια εκείνα.

…..Όχι, λοιπον, και μη με σπρώχνετε σε τέτοιες να ’μπω αμάχες

(ΙΙ, 252-57, 269-75, 78)

Η τραγωδία του Βιργίλιου είναι πως ανέλαβε να διατρανώσει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο της Ρώμης, όντας ο ίδιος ήμερος άνθρωπος και φιλειρηνιστής..

Παράλληλα δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως πως έχουν προηγηθεί, μερικούς αιώνες πριν, η «Εκάβη» , οι «Τρωάδες» και η «Ελένη» του Ευριπίδη..

Αντιφατικός εμφανίζεται ο Βιργίλιος, όταν βάζει, στο Βουθρωτό της Ηπείρου, τον μάντη Έλενο,που, από μια απίθανη συγκυρία συμβασιλεύει τώρα με την Ανδρομάχη, να συμβουλεύει τον Αινεία πως πλέοντας προς την Εσπερία:

Μ’ από τη γης και τα περίγιαλα της Ιταλίας που’ ναι

κοντά μας και δικό μας πέλαγο με κύμα περιβρέχει,

δράμε μακριά. Μένει στα κάστρα της άπιστη φάρα Ελλήνων. (III, 396-8).

Δηλαδή φύγε μακριά από τα μέρη που μένουν οι Λοκροί, ο Ιδομενέας, κι ο Φιλοχτήτης και άλλοι Έλληνες…

Αργότερα όμως, όταν ο Αινείας θα βρίσκεται στις αχτές του Τιβερη, ο Βιργίλιος με το στόμα της ιέρειας του Απόλλωνα Γλαύκης, θα φανερώσει πως πρώτη οδός σωτηρίας στο δρόμο του ήρωα προς τη χώρα του Λαβίνιου, πράγμα απίθανο, θα του δοθεί από ελληνική πόλη, εννοώντας το Παλλάντιο του Εύαντρου.

…….via prima salutis,

quod minime reris, Graja pandetur ab urbe. (VI,96-7).

Από εδώ και πέρα τι να πρωτοαραδιάσω. Προσπερνώ το πασίγνωστο που είπε ο Λαοκόων για τους Έλληνες, εννοώ το “timeo Danaos…(”Ο Βιργ. Στην αιτιατ. πληθ. των τριτοκλίτων προτιμά την αρχαία κατάληξη-is αντί-es επομένως και “et dona ferentis”). Και φθάνω στις «artis pelasgae» II, 105.

Βρισκόμαστε στη βόρεια Αφρική, στην Καρχηδόνα, στο ανάκτορο της βασίλισσας Διδώς, όπου σε μια θερμά εκρηχτική νύχτα, ο Αινείας υπακούοντας στην παράκληση της Διδώς, αρχίζει να εξιστορτεί την άλωση της Τροίας, όπως την είδε και τη βίωσε, ως αυτόπτης μάρτυρας. Εκεί μιλεί για την πανουργία των Ελλήνων, πως δηλαδή κατάφεραν να ξεγελάσουν τους Τρώες, με τον πρώτο στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία προβοκάτορα, που κατασκεύασαν οι Έλληνες, τον Σίνωνα, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει τους Τρώες με την απίθανα υποκριτική του τέχνη, να μπάσουν το δούρειο ίππο μέσα στην πόλη, και να αλωθεί η Τροία.

…Τώρα πια, βασίλισσα, νιώσε πως παγιδεύουν

Οι Έλληνες. Κι από ’να έγκλημα όλους καλά τους ξέρεις!.

“et crimine ab uno/ disce omnres” ( II, 65-6).

Αυτά δεν τα λέει ένας τυχαίος άντρας, τα λέει ο πρωταγωνιστής που έδωσε το όνομά του στο έργο. Και συνεχίζει παρακάτω:

«Τις τέτοιες του ορκοπάτη Σίνωνα δολοπλοκίες και τέχνες

πιστέψαμε, και μας εκούρσεψαν με μπαμπεσιές και δάκρια

ψευτιάς, εμάς που δε μας δάμασε μήτε Διομήδη αντρεία,

μηδ’ Αχιλλέας και χιλιάρμενο κι απάλε δέκα χρόνων.

(II, 195-8).

######

Φθάνομε στη λατινική Νέκυια, με τον Αινεία να κατεβαίνει στον κάτω κόσμο, κι εκεί ξαφνικά να βλέπει το Δηίφοβο, το δεύτερο άντρα της Ελένης, μετά τον Πάρη, αγνώριστο από τις πληγές και τα σπασμένα μηνίγγια του, να του εξιστορεί ο ίδιος πως η πανούργα Λάκαινα, έτσι λέει περιφρονητικά την Ελένη, για να ξεπλύνει τις πομπές της, τη νύχτα της άλωσης, μόλις αποκαρωμένος αυτός από το γιορταστικό γλέντι που έγινε για τη «σωτηρίας» της πατρίδα του, έπεσε να κοιμηθεί, εκείνη αφαίρεσε κάθε οπλισμό από το σπίτι, ξεκρέμασε και το σπαθί του που κρέμονταν πάνω από την κλίνη τού κοιμισμένου, βγήκε έξω, άναψε πυρσό και κάλεσε τους Δαναούς.

«Μπάζει στο δώμα το Μενέλαο, τις ξώπορτες ανοίγει,

θαρρώντας πως στην πρώτη αγάπη της πρόσφερνε μέγα δώρο

και τις πομπές της πως θα σκέπαζε με τη βαριά τους φήμη.

Τί λέω πολλά; Στο δώμα ως όρμισαν, μαζί ’ταν κι ο Δυσσέας,

κάθε αδικοπραγιάς ο μάστορας. Θεοί, κατά πως πράξαν,

με δίκιο στόμα αν σας το ζήτησα, κάντε οι Γραικοί να πάθουν»

Di, talia Grais

instaurate, pio si poenas ore reposco. (vi, 525-30)

Έδώ θυμίζει σ’εμάς το τροπάριο της Μεγάλης Εβδομάδας που ακούμε ν α ψάλλεται: «Αλλά δος αυτοίς, Κύριε, κατά τα έργα αυτών…».

#####

Η Καρχηδόνα είναι μια νέα πόλη που ίδρυσε η βασίλισσα Διδώ, και όταν φθάνει εδώ, ριγμένος από τη μανία της Ήρας, ο Αινείας, προτού συναντηθεί με τη βασίλισσα, περιδιαβάζει το νεόχτιστο ναό της πόλης και ξάφνου έκπληχτος αντικρύζει να ιστορείται στο ναό ο πόλεμος της Τροίας. Η φήμη του πολέμου έχει προηγηθεί της άφιξης του Αινεία!

«Βλέπει σ’ όλο τον κόσμο η φήμη τους πλατιά να ‘ν’ απλωμένη.

Τους γυιους τ’ Ατρέα και τον Πρίαμο και το σκληρό στους δυο τους

βλέπει Αχιλλέα, και δακρύζοντας λέει: -Ποια χώρα, Αχάτη,

ποιος τόπος γης δεν απογέμισεν απ’ το δικό μας πόνο;

Για δες τον Πρίαμο, πώς αμείβουνται, δες, οι παλληκαριές μας!

Υπάρχουν πράγματα για δάκρυα που αγγίζουν τις καρδιές μας».

Sunt lacrimae rerum et menten mortalia tangunt.

(Ι, 457-62)

Στη δεύτερη ραψωδία μας έχει εξιστορήσει τη φριχτή σφαγή του Πρίαμου από τον Νεοπτόλεμο, το γυιο του Αχιλλέα. Πιο κάτω διαβάζομε:

«Έβλεπ’ εδώ, τότε που οι Έλληνες στενά την Τροία εσφίγγαν

κι νιοι της Τροίας σαν τους ζόριζαν, πώς το ’βαζαν στα πόδια»….

(Ι,466-7.)

Και μια ανεπιτυχής μπηχτή του Βιργίλιου:

Άλλοι στα πλοία διασκορπίζονται, τρέχουν να φυλαχτούνε

στ’ αραξοβόλι, κι άλλοι στ’ άλογο –τρομάρα και ντροπή τους-

πάλι σκαρφάλωσαν και κρύβουνται στη γνώριμη φωλιά τους.

(ΙΙ, 399-401)

Ο Οδυσσέας είναι ο πιο μισητός Έλληνας για τους Τρώες, γι αυτό και στην πορεία τους, προτού φθάσουν στο Βουθρωτό, περνάν από τη Ζάκυνθο πρώτα, μα όταν πλησιάζουν στα νερά της Ιθάκης,

«τους θαλασσόβραχους ξεφύγαμε, τα κράτη του Λαέρτη,

Όμως τη γης καταραστήκαμε, που ανάθρεψε Οδυσσέα».

(ΙΙΙ,272-3).

Και το τελευταίο.

Όταν βρίσκονται σε ιταλικά νερά και τόπους, διασχίζουν τον κόλπο του Τάραντα, αντικρίζουν την Αίτνα στην Τρινακρία, όπως λεγόταν τότε η Σικελία, με πολύ κόπο προσπερνάνε τρικυμισμένα τα νερά της Σκύλας και της Χάρυβδης που δημιούργησαν τα τέρατα,

«κι εμείς στους Κύκλωπες αράξαμε μπερδεύοντας τη ρότα.(ΙΙΙ,569)

Εκεί, για να εξιστορήσει ο Βιργίλιος το γνωστό επεισόδιο της σπηλιάς με τον Οδυσσέα και τον Κύκλωπα, δημιουργεί ένα σύντροφο των Ελλήνων που αποξεχάστηκε στη σπηλιά και ο οποίος κάπως παραλλαγμένα τους εξιστορεί το επεισόδιο που ξέρομε από την Οδύσσεια. Ο τελευταίος χαρακτηρισμός, αν αναλογιστούμε και όλα τα προηγούμενα για τους Έλληνες, είναι μια ακόμα μπηχτή του χρεωφειλέτη ποιητή.

«Ξάφνου απ’ τα δάση αντίκρυ πρόβαλε σκέλεθρο απ’ την αχάμνια

αγνώστου αντρός όψη πρωτόφαντη με ντύματα κουρέλια.

Τα χέρια του ως ικέτης άπλωσε προς τις αχτές: Κοιτάμε

πάνω του η λέρα να σιχαίνεσαι, μ’ ακούρευτο κεφάλι,

αγκάθια συγκρατούν τα ρούχα του, μα στ’ άλλα Έλληνας ήταν.

Και αυτός είναι ένας ακόμη πειραχτικός χαρακτηρισμός του Βιργίλιου «at cetera Grajus» III, 594


Είναι ο ιστορικός που αποκάλυψε σε βάθος την ανθρώπινη φύση με τα αναλλοίωτα στους αιώνες χαρακτηριστικά, έφερε στο φως τα βαθύτερα αίτια των πολέμων, την αληθεστάτην, αλλ’ αφανεστάτην πρόφασιν», κατέγραψε με απαράμιλλο τρόπο την αλαζονεία της δύναμης και προεξόφλησε για όλα τα εγκλήματα που γίνονται και θα γίνονται στο μέλλον, «τα γιγνόμενα και αεί εσόμενα», όσο δεν (θα) αλλάζει η φύση των ανθρώπων «έως αν η αυτή φύσις των ανθρώπων ή»

Αυτοί που γράφουν ιστορία, όχι αναζητώντας την αλήθεια, αλλά χάριν ιδιoτελών σκοπών, για να δικαιολογήσουν την τάξη τους, την παράταξή τους, είναι οι ιστορικοί που επιδιώκουν «αταλαίπωρον την ζήτησιν της αληθείας» και «αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν»(σε πιο ελεύθερη μετάφραση αυτό σημαίνει «πονήματα που γαργαλούν τα αφτιά»). Με το κριτικό του πνεύμα και την πιο αυστηρή αντικειμενικότητα διαπιστώνει ότι δε συμβαίνουν τα πολιτικά δρώμενα, με βάση τη δικαιοσύνη, τους όρκους, τις υποσχέσεις, το φόβο του Θεού (των θεών ,τότε), αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα, μια και στον τομέα αυτό, επικρατεί η ΔΥΝΑΜΗ και το ΣΥΜΦΕΡΟΝ. Όσες φορές ο αδικημένος επικαλείται τον θεό και την δικαιοσύνη, ο μέν θεός βέβαια δεν απαντά, η δε δικαιοσύνη κωφεύει. Πολιτική και ανθρώπινη αναγκαιότητα παρασύρει τους υπερέχοντας δυνατούς να επιβάλουν την κυριαρχία τους με τη βία. (το μήνυμα του Θ,)

Εξ αιτίας του πολέμου ανατρέπονται όλες οι καθιερωμένες αξίες , «ο δε πόλεμος υφελών την ευπορίαν του καθ’ ημέραν, βίαιος διδάσκαλος και προς τα παρόντα τας οργάς των πολλών ομοιοί», (3,82) που σημαίνει ότι ο πόλεμος αφαιρώντας την καθημερινή καλοπέραση γίνεται διδάσκαλος της βίας και εξομοιώνει τις ψυχικές διαθέσεις των πολλών προς την παρούσα πολεμική κατάσταση. Και λίγο πιο κάτω γράφει: «και την ειωθείαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει» που σημαίνει και την καθιερωμένη σημασία των λέξεων με τις οποίες δηλώνουνται τα πράγματα, τις άλλαξαν αυθαίρετα//για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρική αρετή, η προσωπική διστακτικότητα δειλία, η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρίας. Όποιος φερνόταν έξαλλα, γινόταν αρεστός, όποιος έφερνε αντιρρήσεις ύποπτος. Η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη. Τις εύλογες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν με υστεροβουλία, τους όρκους τούς κρατούσαν τόσο μόνο, όσο δεν είχαν τη δύναμη να τους καταπατήσουν και ήταν ευκολότερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι, παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είχαν δόλο. Αυτοί που κρατούσαν ουδέτερη στάση γίνονταν θύματα και των δυο παρατάξεων, ή διότι δεν συμμετείχαν στον κοινό αγώνα ή από φθόνο για την ενδεχόμενη σωτηρία τους, Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούσαν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται έξυπνοι, παρά να είναι καλοί και να θεωρούνται βλάκες.

Η αλαζονεία του Δυνατού που δ εν υπολογίζει καμιά δικαιοσύνη και παραμερίζει κάθε ευσπλαχνία , η αποκτήνωση του ανθρώπου γνωρίζομε, σε ποιους αναφαίρεται; Στους Αθηναίους του ΕΠΙΤΑΦΊΟΥ(τότε, και σε κάθε Υπερδύναμη σήμερα). Όσοι διαβάσατε τον απαράμιλλο ύμνο της αθηναϊκής δημοκρατίας, διαβάστε αμέσως παρακάτω και την τραγική του Αποκαθήλωση. Είναι ο ΛΟΙΜΟΣ που στον πόλεμο αποκτηνώνει. Ο Θ. είναι παράλληλα και μεγάλος καλλιτέχνης αφού δίπλα στο αριστούργημα του Επιταφίου, έστησε και την τραγωδία του Λοιμού.

Θα ακολουθήσουν στο πέμπτο βιβλίο τα ΜΗΛΙΑΚΆ, όπου «η διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων» πάει στα σκουπίδια, με τους δημοκράτες Αθηναίους που «κατέσφαξαν όλους τους ενήλικους Μηλίους όσους συνέλαβαν και πούλησαν ως δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες του νησιού. Κατόπιν αποίκησαν το νησί στέλνοντας εκεί πεντακόσιους αποίκους» (Ε.116).

Όλων αυτών των κακών αιτία ήταν το πάθος για την απόκτηση και διατήρηση της εξουσίας, η πλεονεξία, η φιλοδοξία που έσπρωχναν τις φατρίες να αγωνίζονται με λύσσα. Το πικρό νόημα του Θουκυδίδη στη διαλεκτική της ιστορίας είναι ότι μιλούν με ίσους όρους μόνον όσοι έχουν και ισομερείς δυνάμεις. Το να επικαλείσαι λαμπρά παρελθόντα ή οφειλόμενα χρέη, στην πλάστιγγα των πολιτικών δρωμένων δεν έχει κανένα βάρος. Ο Θουκυδίδης καταπιάνεται με ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν πριν από 2400 χρόνια και γράφει μια ιστορία που δεν πρόλαβε να αποτελειώσει, μα τι δύναμη μυαλού ήταν αυτή, ώστ ε να κρίνει τα συμβάντα ανεπηρέαστος από αυθεντίες, ανεπηρέαστος από την Παράδοση, ανεπηρέαστος από την αγάπη του τόπου του, και να φτάνει να επιλέγει τον μελλοντικό αναγνώστη του προκαλώντας τον και τινάζοντάς του τη φράση «εγώ δε γράφω για να γαργαλάω αφτιά» , αλλά το έργο μου είναι «κτήμα ες αεί» για όποιον έχει κότσια να με διαβάζει.

Ο Θουκυδίδης με το απαράμιλλο έργο του είναι ως να λέει: Προσέξτε, δ ιότι αν φθάσετε με τα έργα σας στηνεπαλήθευση των πρώτων σημαδιών των γραφομένων μου , δεν υπάρχει επιστροφή!

Κώστας Τσιλιμαντός

Καλύτερο τρόπο μνημόσυνου δε βρίσκω τούτη την ώρα, παρά να κράξω τη μνήμη ν’ ανοίξει τους κρουνούς της, να κυλήσουν οι θύμησες, να ζωντανέψει ο Μεγά λος Απών. Να ακουστεί η φωνή Του. Περιττή η επίκληση. Σφαλνώ τα μάτια και ο Αθηναγόρας τινάζεται ολοζώντανος μπρός μου.

Χυτή λαμπάδα το ανάστημα κάτω απ’ το μαύρο ράσο, μπρος καταρράχτης η πάλλευκη γενειάδα, φρύδια σμιχτά, πυκνά, κάτω από το πλατύ μέτωπο, μάτια αετίσια, δόντια μαργαριταρένια, (ακριβώς όπως του άρεσε ν’ ακούει το Γιανώτικο «δόντια πυκνά και μαργαριταρένια») και η μακαρισμένη φωνή σαν να ‘ρχεται από πολύ βαθιά -και μήπως δεν έρχεται;- ως να μιλούν οι αιώνες μαζί της.

*****

Να ‘μαστε στις Βλαχέρνες , σε Ακολουθία των Χαιρετισμών. Μιλεί ο Αθηναγόρας.

« …και όλα είναι όπως τότε και τώρα. Όπως τώρα και τότε. Μα θα με ρωτήσετε. Σώθηκε η Πόλη;» Μικρή παύση. Το βλέμμα καρφώνεται σε αναπόληση. Απότομη εγρήγορση και ελαφριά κίνηση της κεφαλής. «Ποιος ξέρει; Ποιος μπορεί να ξέρει σε βάθος τις βουλές του Θεού».

Εκπαιδευτική εκδρομή του πανελλήνιου Συλλόγου καθηγητών, της ΟΛΜΕ, στην Κωνσταντινούπολη. Τον προσφωνεί ο λογοτέχνης και καθηγητής Γ. Βαλέτας και ο τότε πρόεδρος του Συλλόγου, καθηγητής Περδικάρης.

Στην ερώτηση των καθηγητών πως δεν κατάφερε το πατριαρχείο μετά την άλωση να εκχριστιανίσει τους μωαμεθανούς:

Ο Αθηναγόρας, αποφεύγοντας το σκόπελο, αντιπροβάλλει: «-Υπάρχουν στην ιστορία ερωτήσεις με κόκκινη μελάνη. Τι σημαίνει αυτό; Πως δεν υπάρχουν απαντήσεις. Όπως δεν υπάρχει απάντηση και ποιο σκοπό εξυπηρετούσε το «θέλημα Θεού» η Πόλη να αλωθεί.

-« Εδώ στο κελλί μου που μένω, έχω δυο βιβλία που διαβάζω, για να παίρνω δύναμη σε κάθε περίσταση. Η ανάγνωσή τους δεν τελειώνει ποτέ. Το πρώτο λέγεται Ευαγγέλιο. Ο λόγος του είναι απλός. Σαν το νερό της πηγής. Το διαβάζω από την αρχή και όταν φθάνω στο τέλος να το κλείσω, αρχίζω πάλι από την αρχή και πάλι.. Το δεύτερο βιβλίο λέγεται ελληνική καρδιά. Αυτό δεν έχει τέλος!…»

*

Ήταν Ηγέτης. Ήταν Μεγάλος. Η μεγαλοσύνη του επιβαλλόταν με μόνο το παρουσιαστικό του.

Επιστρέφοντας από τις Βλαχέρνες περνούσε από στη μεγαλοσύνη Του.

*

Εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον δάσκαλο και το έργο του. Κάθε εορτή των Τριών Ιεραρχών όλος ο εκπαιδευτικός κόσμος συναθροιζόταν στο ταπεινό Του γραφείο. Εκεί έπλεκε το εγκώμιο τού δασκάλου ο Αθηναγόρας.

«-Ήμουν Μητροπολίτης Κερκύρας. Σε μια περιοδεία μου στην επαρχία, καβάλα στο άλογο, συνάντησα στο δρόμο τον δάσκαλό μου. Κατέβηκα από το άλογο και, Μητροπολίτης εγώ, του φίλησα το χέρι!

*

Αγαπούσε τα νιάτα. Χαιρόταν τους νέους ζευγαρωμένους. Μιλούσε για την αγάπη.

«-Όπου υπάρχει αγάπη οι άνθρωποι βρίσκονται ενωμένοι κάτω από την άγια σκέπη της. Οι διαφορές αρχίζουν, όταν η αγάπη υποχωρεί».

*

Δύσκολες ώρες του Κυπριακού. Το άγχος των ομογενών κατάδηλο στα πρόσωπά τους. Ακούραστος ο Αθηναγόρας έτρεχε παντού, ο ίδιος προσωπικά, σε κάθε εκκλησία της ενορίας να εμψυχώσει το αλαφιασμένο ποίμνιο. Στ’ αυτιά μου ακόμη η πρώτη του φράση: ΜΗ ΦΟΒΕΙΣΘΕ!

Φοβισμένα τα Μεγαλοσχολιτάκια και οι Ιωακειμειάδες περνούσαν, κάθε πρωί, κάτω από το πατριαρχικό μέγαρο, που μόνο μέγαρο δεν ήταν, για να πάνε στα αντίστοιχα σχολεία τους.

Στο παράθυρο ο Αθηναγόρας.

Περνούσαμε κάτω, άνοιγε τα χέρια του και μας ευλογούσε. Κι ακόμη μας έλεγε:

«Κι όταν θα λείπω, κι όταν από άλλες ασχολίες δεν με βλέπετε στο παράθυρο, είμαι πάντοτε μαζί σας!»

*

Καλύτερες μέρες κάποτε. Ο Καραμανλής στην Κωνσταντινούπολη. Βαδίζαμε τότε προς νέες σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων. ΤΟΤΕ! Πλημμυρισμένος μέσα κι έξω όλος ο αυλόγυρος του Πατριαρχείου από τους Ρωμιούς, που ξεσπούν σε επευφημίες , όταν περνούν ανάμεσά τους οι δυο ηγέτες. Ο θρησκευτικός και ο πολιτικός.

Γυρίζει τότε προς το ποίμνιό Του, το αγκαλιάζει με τη ματιά του ο ιεράρχης, κουνεί περήφανα το κεφάλι Του και αφήνει τον μεγάλο του λόγο: Αθάνατη Ρωμιοσύνη!

*

Ο δρόμος του, δρόμος των μεγάλων, δεν ήταν, δεν μπορούσε να ήταν ομαλός. Τις πίκρες που ένιωθε ο ουρανίσκος Του, τις τρικυμίες που δοκίμαζαν τα δυνατά Του σπλάχνα, τα μαρτυρικά βήματα του του Γολγοθά του, και το τραγικότερο όλων : Να ιδεί όλα Του τα μεγαλεπίβολα όνειρα να γίνονται στάχτες, τον κατατάσσει στη χορεία των τραγικών ιεραρχών.

*

Λίγες σταγόνες από τον ωκεανό της ψυχής του προσπάθησα να αποτυπώσω στο χαρτί. Αυτού για τον οποίο έχουν γραφεί πολλά και θα γραφούν ακόμη, που ερημίτης στο απόμερο κελλί Του στάθηκε στο κέντρο της πολυδιάστατης Ζωής. Γιατί, είν’ αλήθεια πως την ψυχή ενός μεγάλου ανθρώπου, δεν μπορεί να τη χωρέσουν τα βιβλία και καλύτερος τρόπος να τιμήσει κανείς τη μνήμη ενός μεγάλου δεν είναι τα πλατιά λόγια, αλλά η γόνιμη σιωπή!






Οι παρακάτω φωτογραφίες εστάλησαν σε εμένα από την Κωνσταντινούπολη και τον μαθητή μου Αναστάσιο Λόλη.

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page