top of page
IMG_20180426_150852.jpg
Χωρίς τίτλο7.png

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου


Στους χρόνους των δύο επών που μας ενδιαφέρουν «πάσα η Ελλάς εσιδηροφόρει», που σημαίνει ότι οι άνθρωποι όταν κυκλοφορούσαν ήταν οπλισμένοι.

Υπ’ όψιν ότι τα δύο έπη, Ιλιάς και Οδύσσεια, γράφτηκαν τον όγδοο αιώνα, αλλά αναφέρονται στην αχαϊκή εποχή, από μνήμης βεβαίως.

Κάθε πόλη αποτελούσε κράτος. Δίκαιο γραπτό δεν υπήρχε, μόνον εθιμικό, στο οποίο οι άνθρωποι εκείνων των εποχών αυτοδικούσαν μεν, αλλά σέβονταν απόλυτα τις καθιερωμένες άγραφες αξίες.

Μοναδικός είναι ο νόμος της τιμής και το κύρος της κοινωνίας, όπως επίσης ο σεβασμός στην αιδώ και την δίκη (Δικαιοσύνη).

Ο νόμος της φιλοξενίας υπήρξε σεβαστό, ιερό καθήκον. Φιλοξενία για όσες μέρες δηλώσει ο ξένος, πλύσιμο στο λουτρό, δείπνο και δώρο κατά τον αποχαιρετισμό.

Όσον αφορά στη δουλεία, όπως τη γνωρίζομε στα κλασσικά χρόνια, δεν μπορεί να γίνει λόγος στα Ομηρικά έπη. Υπήρξε βέβαια κάποια δουλεία, αλλά με πολύ ήπια μορφή, πολύ καλύτερη από αυτήν των κλασσικών χρόνων.

Δεν υπήρχε καταμερισμός εργασίας. Ο ίδιος ο Οδυσσέας φιάχνει το κρεβάτι στο παλάτι και όταν φεύγει από την Καλυψώ κατασκευάζει μόνος του τη σχεδία. Η Ναυσικά πλένει την προίκα της στο ποτάμι μαζί με τις υπηρέτριες.

Πρωταρχικό κύτταρο είναι ο οίκος, με οικογένεια διευρημένη.

Μεσαία τάξη δεν υπήρχε. Από τη μια υπήρχαν οι βασιλείς, οι ήρωες, οι ευγενείς, οι άρχοντες, κοινωνία ελεύθερων και ίσων, (ισόθεοι, αλλά ποτέ αθάνατοι) και από την άλλη ο Λαός.

Ο βασιλεύς (είχε το προσηγορικό Fάναξ) ήταν κληρονομικός αρχηγός του λαού σε ειρήνη και πόλεμο.

Ιερείς, γιατροί, μάντεις, κήρυκες, παρ’ όλη την υψηλή διαβάθμιση, δεν ανήκαν στην τάξη των ευγενών, είναι Λαός.

Κάθε άντρας μόνο μια νόμιμη σύζυγο έπαιρνε, που λεγόταν «κουριδίη άλοχος». Μπορούσε όμως να συγκοιμηθεί με παλλακίδες.

Και στα δυό έπη γίνεται λόγος για συζυγική αγάπη πιο πάνω και από την αγάπη των φίλων : Ο Μελέαγρος δεν άκουσε ούτε τους άρχοντες της Καλυδώνος, ούτε τα μύρια ταξίματα, ούτε τον πατέρα του, ούτε τις αδερφές του, ούτε τους συντρόφους του, ούτε τη μάννα του, υπόκυψε μονο στις ικεσίες της γυναίκας του Ι, 526-599. Και προλογίζει ο Αχιλλέας:« οι Ατρείδες μόνο στις γυναίκες τους απ’ όλους τους ανθρώπους/ έχουν αγάπη. Ποιος καλόγνωμος και μυαλωμένος άντρας/ δε νιώθει αγάπη και δε νοιάζεται το ταίρι του;» Ι,340-2.

Και ο Οδυσσεας στη Ναυσικά: «και να χαρείς απ’ τους αθάνατους ό,τι ποθεί η καρδιά σου,/ άντρα και σπίτι, και το μόνιασμα ποτέ να μη σας λείψει/ το ζηλεμένο. Τι δε βρίσκεται στον κόσμον άλλο τόσο/τρανό καλό, παρά στο σπίτι του με μια μονάχα γνώμη/ να κυβερνάει μαζί τ’ αντρόγυνο-τρανή χαρά στους φίλους»ζ, 180-4.

Πιο θερμές, πιο αληθινές λέξεις για τη συζυγική πίστη και αγάπης, σπάνια θα βρει κανείς

Το ιδεώες της ομηρικής εποχής το βρίσκομε συμπυκνωμένο στο Γλαύκο από τον πατέρα του τον Ιππόλοχο : «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι πάντων» Ζ, 208.

Χωρικοί, εργάτες, τεχνίτες ήταν όλοι κάτω από την εξουσία των βασιλέων ή των ευγενών.

. Οι «δούλοι», λέξη πολύ σπάνια ,τρεις ή τέσσερεις φορές εμφανίζεται και στα δύο έπη, ήταν περιουσιακό στοιχείο του οίκου. Ονομάζονται θήτες, (κατώτερη τάξη, μισθωτοί εργάτες), δμώες οι άντρες (λίγο πιο βαρά εργασία από τις γυναίκες. Έσχιζαν ξύλα, επιμελούνταν τα ζώα, έβοσκαν και φιλούσαν κοπάδια, (Εύμαιος) όργωναν στα χωράφια).

Δμωές οι γυναίκες,(καθάριζαν τον οίκο, άλεθαν σιτάρι, ζύμωναν, ύφαιναν, μαγείρευαν), βρίσκονταν σε μεγαλύτερη τιμή από τους δμώες. Δεν αναφέρεται πουθενά ότι συγκοιμούνταν με τον κύριό τους. Ο Λαέρτης αν και αγόρασε την Ευρύκλεια, δεν την έκαμε παλλακίδα του.

Οι κήρυκες (με κηρύκιο έκραζαν το λαό σε συνέλευση) και οι θεράποντες στα συμπόσια έσμιγαν κρασί με νερό στους κρατήρες και καθάριζαν τις τράπεζες με αφράτα σφουγγάρια.

H αμφίπολoς. (υπηρέτρια σε μεγάλες ηγεμονίδες. Βρισκόταν σε μεγαλύτερη τιμή από τις δμώες. Στα συμπόσια, σε καλεσμένους, έφερνε πριν αρχίσει ο δόρπος, νερό για χερονίψιμο, που λεγόταν «χέρνιψ-ιβος», μέσα σε χρυσή στάμνα και μια αργυρή λεκάνη να το μαζεύει. Η τάξη τους προέρχεται είτε από αιχμαλωσία είτε από αγορά.

Γνωστοί «δούλοι»(οι δμώες και οι δμωές) στην Οδύσσεια ο Εύμαιος,( ο θείος χοιροβοσκός) η Ευρύκλεια και ο Φιλοίτιος είναι οι πιο αγαπημένοι από την τάξη τους. Ποιες είναι οι σχέσεις με τους κυρίους τους;

Η Ευρύκλεια αποκαλεί την Πηνελόπη «φίλον τέκος» κορούλα μου, τον Οδυσσέα «τέκνον εμόν» και τον Τηλέμαχο «γλυκερόν φάος», φώς γλυκό μου.

Ο Οδυσσέας προσφωνεί την Ευρύκλεια «μαία»,(μαμίτσα, μάννα), η Πηνελόπη την αφοσιωμένη τροφό «μαία φίλη» καλή μου μάννα, κυρούλα, τις δε δμωές «φίλαι».

Ο Τηλέμαχος τον Εύμαιο, τον θείο χοιροβοσκό, «άττα», παππούλη και «δί’Εύμαιε» (θείε Εύμαιε) και ο Φιλοίτιος για τον Οδυσσέα «αλί σε μένα που τον έχασα» Υ,209, όταν πιστεύει πως ο Οδυσσέας έχει χαθεί.

Τι λέτε, θα τους πούμε δούλους αυτούς τους ανθρώπους;

Κώστας Τσιλιμαντός


Λίγοι είναι αυτοί σήμερα που μιλούν για συμμορίτες, κομμουνιστοσυμμορίτες και για συμμοριτοπόλεμο.

Ο χρόνος απάλυνε τον πόνο, επούλωσε τις πληγές, λάξευσε τις οξείες γωνίες, επλάτυνε τις σκέψεις, οι πρωταγωνιστές των χρόνων εκείνων εγκατέλειψαν τον μάταιο τούτο κόσμο, και κάποτε η πολιτεία ύψωσε σε σύμβολο την πάλη όλων των Ελλήνων εναντίον του Φασιμού, με τη Συναδέλφωση.

Στη Συλλογή μου «Μ’ΕΝΑ ΔΡΕΠΑΝΙ ΦΩΣ» Αθήνα 1990, στη σελίδα 45 υπάρχει ένα ποίημα με τον τίτλο ΛΑΜΠΡΑΙΝΑ.

Πριν η ψυχή μου κάνει πανιά, θα αποκαλύψω τα περιστατικά που το γέννησαν.

Βρισκόμαστε στην Πωγωνιανή, Καλοκαίρι , αν θυμάμαι καλά, του 1948. Ο Γράμος είχε πέσει, οι αντάρτες, ο επονομαζόμενος «Δημοκρατικός Στρατός» είχε νικηθεί κατά κράτος. Η οδική γραμμή Γιάννενα – Πωγώνι τυπικά είχε ανοίξει, όμως ακόμη σκόρπιοι αντάρτες καιροφυλακτούσαν.

Γι αυτό ο κόσμος που είχε γυρίσει από τα Γιάννινα στο χωριό, διέμενε στο λόφο «Μεγαλεράχη» υπό την προστασία του εθνικού στρατού.

Μια διαταγή να εγκαταλείψουν όλοι τα σπίτια τους, ούτως ώστε οι σκόρπιοι εναπομείναντες αντάρτες να μη βρίσκουν τροφή, εκτελέστηκε αργότερα, σχεδόν ανώδυνα, αλλά πριν εκτελεστεί, νοικοκυριά, που για τον άλφα ή βήτα λόγο είχαν δικούς τους επιστρατευμένους από τους αντάρτες, ένας αξιωματούχος τους κάλεσε όλους όσοι υπήρχαν στο χωριό σ’ ένα ξέφωτο, στο Τσιφλίκι, εκεί που άλλοτε ο βοσκός το πρωί καλούσε τους χωριανούς, να βγάλουν τα ζωντανά προς βοσκήν.

Από το σημείο αυτό εκεί αρχίζει το ποίημα,

Η Γυναίκα που σήκωσε στις πλάτες της την αναμενόμενη τιμωρία, στάθηκε πρωτοπόρα στην μετά από δεκαετίες συμφιλίωση του έθνους και φέρει το συμβολικό όνομα Λάμπραινα, ήταν μια γυναίκα από το μαχαλά μου, σύζυγος του Βασίλη Κούρου, ονομαζόταν Όλγα, γιαγιά των Νίκου και Παναγιώτη Τσούνη.

Της αξίζει να σταθούμε προσοχή και με ευλάβεια στη μνήμη της.

Σημείωση: Ο στίχος χωρί-ζονταν μετέχει στο σπαραγμό της εποχής.



ΛΑΜΠΡΑΙΝΑ

Τους λίγους που είχαν απομείνει δίχτυαζαν.

Γέροι, παιδιά, γυναίκες, χωρί-

ζονταν από νοικοκυριά.

Στο ξέφωτο ένα τσούρμο

-Με τους αντάρτες πως πορεύοσταν..

σπάθισε ο λόγος του τρανού με τα πολλά άστρα.

Άπνοια. Κάτι ψελίσματα, όλα της ανάγκης

(που κατά το δοκεί του θα ’παιρνε κανείς).

Κι απάνω εκεί, έδεσε το μαντίλι της

Κι ορθώθη η Λάμπραινα από στόματος όλων.

Μια χαρά ,λέει, παιδιά μας ήταν

Όπως κι εσείς.

Και σήκωσε το μπόγο της στο ώμο

Τραβώντας ίσια στην ευθύνη του «παιδιά μας».

Κώστας Τσιλιμαντός

Δεν είναι μαύρος Καβαλάρης

ούτε άσαρκος δρεπανηφόρος,

δεν είναι ούτε αποσταλμένος

ανεξιχνίαστων βουλών.

ΣΤΗ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΜΑΣ

ΕΝΑΣ ΚΟΥΜΠΑΚΙ ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΟ

ΜΕ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΕΜΠΛΟΚΗΣ

Το ανωτέρω ποίημα ανήκει στη συλλογή "Μ 'ΕΝΑ ΔΡΕΠΆΝΙ ΦΩΣ", Αθήνα 1999, με τίτλο ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΊΗΣΗ.

Ο αιφνίδιος θάνατος του αξέχαστου τραγουδιστή, νομίζω ότι

το επικαιροποιεί.

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page