top of page

Ήταν όλοι τους παιδιά μας



Λίγοι είναι αυτοί σήμερα που μιλούν για συμμορίτες, κομμουνιστοσυμμορίτες και για συμμοριτοπόλεμο.

Ο χρόνος απάλυνε τον πόνο, επούλωσε τις πληγές, λάξευσε τις οξείες γωνίες, επλάτυνε τις σκέψεις, οι πρωταγωνιστές των χρόνων εκείνων εγκατέλειψαν τον μάταιο τούτο κόσμο, και κάποτε η πολιτεία ύψωσε σε σύμβολο την πάλη όλων των Ελλήνων εναντίον του Φασιμού, με τη Συναδέλφωση.

Στη Συλλογή μου «Μ’ΕΝΑ ΔΡΕΠΑΝΙ ΦΩΣ» Αθήνα 1990, στη σελίδα 45 υπάρχει ένα ποίημα με τον τίτλο ΛΑΜΠΡΑΙΝΑ.

Πριν η ψυχή μου κάνει πανιά, θα αποκαλύψω τα περιστατικά που το γέννησαν.

Βρισκόμαστε στην Πωγωνιανή, Καλοκαίρι , αν θυμάμαι καλά, του 1948. Ο Γράμος είχε πέσει, οι αντάρτες, ο επονομαζόμενος «Δημοκρατικός Στρατός» είχε νικηθεί κατά κράτος. Η οδική γραμμή Γιάννενα – Πωγώνι τυπικά είχε ανοίξει, όμως ακόμη σκόρπιοι αντάρτες καιροφυλακτούσαν.

Γι αυτό ο κόσμος που είχε γυρίσει από τα Γιάννινα στο χωριό, διέμενε στο λόφο «Μεγαλεράχη» υπό την προστασία του εθνικού στρατού.

Μια διαταγή να εγκαταλείψουν όλοι τα σπίτια τους, ούτως ώστε οι σκόρπιοι εναπομείναντες αντάρτες να μη βρίσκουν τροφή, εκτελέστηκε αργότερα, σχεδόν ανώδυνα, αλλά πριν εκτελεστεί, νοικοκυριά, που για τον άλφα ή βήτα λόγο είχαν δικούς τους επιστρατευμένους από τους αντάρτες, ένας αξιωματούχος τους κάλεσε όλους όσοι υπήρχαν στο χωριό σ’ ένα ξέφωτο, στο Τσιφλίκι, εκεί που άλλοτε ο βοσκός το πρωί καλούσε τους χωριανούς, να βγάλουν τα ζωντανά προς βοσκήν.

Από το σημείο αυτό εκεί αρχίζει το ποίημα,

Η Γυναίκα που σήκωσε στις πλάτες της την αναμενόμενη τιμωρία, στάθηκε πρωτοπόρα στην μετά από δεκαετίες συμφιλίωση του έθνους και φέρει το συμβολικό όνομα Λάμπραινα, ήταν μια γυναίκα από το μαχαλά μου, σύζυγος του Βασίλη Κούρου, ονομαζόταν Όλγα, γιαγιά των Νίκου και Παναγιώτη Τσούνη.

Της αξίζει να σταθούμε προσοχή και με ευλάβεια στη μνήμη της.

Σημείωση: Ο στίχος χωρί-ζονταν μετέχει στο σπαραγμό της εποχής.



ΛΑΜΠΡΑΙΝΑ

Τους λίγους που είχαν απομείνει δίχτυαζαν.

Γέροι, παιδιά, γυναίκες, χωρί-

ζονταν από νοικοκυριά.

Στο ξέφωτο ένα τσούρμο

-Με τους αντάρτες πως πορεύοσταν..

σπάθισε ο λόγος του τρανού με τα πολλά άστρα.

Άπνοια. Κάτι ψελίσματα, όλα της ανάγκης

(που κατά το δοκεί του θα ’παιρνε κανείς).

Κι απάνω εκεί, έδεσε το μαντίλι της

Κι ορθώθη η Λάμπραινα από στόματος όλων.

Μια χαρά ,λέει, παιδιά μας ήταν

Όπως κι εσείς.

Και σήκωσε το μπόγο της στο ώμο

Τραβώντας ίσια στην ευθύνη του «παιδιά μας».

bottom of page