Φιλοξενία σε σπίτι πενθούντων
Η φιλοξενία στους Έλληνες από την εποχή του Ομήρου είχε λάβει τέτοια μορφή, ώστε ήταν ένας θεσμός αρετής, ισχυρός και απαραβίαστος, με προστάτη θεό τον ξένιο Δία, και μάλιστα, σ’ αυτή την εποχή, πέραν της φιλοξενίας ο επισκέπτης προτού φύγει από τον οίκο που τον φιλοξενούσε, ήταν απαραίτητο να λάβει και το δώρο του, το λεγόμενο «ξένιον». Στο «δ» της Οδύσσειας, όταν φθάνουν στη Λακεδαίμονα, ο Τηλέμαχος για να μάθει κάποια νέα για τον άφαντο πατέρα του από τον Μενέλαο, με συντροφιά το γυιο τού Νέστορα, τον Πεισίστρατο- και οι δυο τους άγνωστοι- ο έμπιστος του παλατιού αναγγέλλοντας την άφιξη των δυο νέων ρωτά τον Μενέλαο, αν θα πρέπει να τους δεχτούν ή να τους στείλουν κάπου αλλού, πράγμα που εξοργίζει τον Μενέλαο πως μπόρεσε να κάνει τέτοιο συλλογισμό και προστάζει αμέσως να λύσουν τα άλογα των ξένων και να τους καλέσουν σε τραπέζι μαζί του. Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως ο θεσμός στην άνθηση και ακμή του, γνωρίζομε πως στα ανθρώπινα δεν υπάρχει αιώνια σταθερότητα, γι αυτό δεν θα συζητήσουμε αν ήταν ομοιόμορφος σε όλες τις πόλεις ή αν ίσχυε μόνον μεταξύ Ελλήνων. Αυτό είναι κατανοητό, αλλά το να φιλοξενείς έναν ξένο σε ώρα που υπάρχει νεκρός στο σπίτι, και η αξιοπρέπειά σου να μη σου επιτρέπει να φανερώνεις το πένθος σου και τον πόνο σου, αυτό ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια της λογικής και φτάνει σε περιοχές που αγγίζουν τα πιο υψηλά επιτεύγματα ενός πρωτόγνωρου αλτρουιστικού ανθρωπισμού, που δείγμα του μας προσφέρει η τραγωδία του Ευριπίδη «Άλκηστις». Η Άλκηστη θυσιάζει τη ζωή της, με πλήρη συνείδηση του τι απαρνιέται, για να σώσει τον καταδικασμένο από τις Μοίρες σε θάνατο άντρα της, τον Άδμητο. Μόλις πρόκειται να γίνει η εκφορά της νεκρής και να σου που καταφθάνει στα παλάτια του Άδμητου, στις Φερές της Θεσσαλίας, ως πρώτο σταθμό, ο Ηρακλής, ο οποίος ξεκινά για τον όγδοο άθλο του, να φέρει από τη Θράκη τα σαρκοβόρα άλογα του βασιλιά Διομήδη, που εκπνέουν φλόγες, στον Ευρυσθέα. Βλέποντας τον Άδμητο κουρεμένο και ντυμένο πένθιμα, αμέσως ρωτάει να μάθει τι έχει συμβεί και ο Άδμητος υποκρίνεται, με αμφίσημα λόγια, πως πρόκειται για μια γυναίκα του παλατιού, ο φιλοξενούμενος δεν πρέπει να βαρυκαρδήσει, και δεν επιτρέπει στον Ηρακλή που σκέπτεται να φύγει βιαστικά από το πένθιμο σπίτι, να αρνηθεί τη φιλοξενία του. Δίνει εντολή στους υπηρέτες να τον οδηγήσουν σε ιδιαίτερο ξενώνα, να σφαλίσουν τις πόρτες για να μη ακούγεται ο θρήνος από τις γυναίκες του παλατιού, και να του στρώσουν πλούσιο τραπέζι. Στο τμήμα αυτό το έργο αποτελεί ύμνο στη φιλοξενία. Εν τω μεταξύ γίνεται η εκφορά της νεκρής, και ο Ηρακλής αφού καλόφαγε και καλοήπιε χαλώντας τον κόσμο, το ’ριξε και στο … τραγούδι, που αντηχεί στους πένθιμους τοίχους του Οίκου. Βεβαίως θ’ αλλάξουν τα πράγματα αργότερα, όταν μαθαίνει την αλήθεια. Εμάς μας ενδιαφέρει εδώ πως το καθολικό αίτημα της φιλοξενίας δεν παραβιάστηκε ούτε και στην περίπτωση του θανάτου! Κανείς δεν περίμενε πως ένα τέτοιο έθιμο, θα μπορούσε να διασωθεί στο λαό μας, μετά από χιλιάδες χρόνια, αλλαγή θρησκείας και πολύχρονη σκλαβιά. Και όμως. Σε μια εσχατιά της Ελλάδας, και σε έναν τόπο της μεγαλώνυμης Κρήτης, παρθένο ακόμη από τη νόσο την εκπολιτιστική, εκεί που ζουν ακόμη τα έπη του Διγενή Ακρίτα και του Ερωτόκριτου, στα κράκουρα και στις μαδάρες του τόπου που είπαν Ανώγεα, ακούγεται ακόμη το λιγόλογο μα τόσο περιεκτικό τραγούδι, που αν συμβεί και το ακούσετε από το στόμα του θείου τραγουδιστή, που άκουε στο όνομα Ξυλούρης, θα δακρύσετε πρώτα για το τραγούδι και έπειτα και για τη μοίρα του \τραγουδιστή, που είχε ανάλογη τύχη. Μάννα κι αν έρθου οι φίλοι μας κι αν έρθουν οι γι εδικοί μας Μην των επείς κι απόθανα, να τσι βαροκαρδίσεις. Στρώσε την τάβλα να γευτούν και κλίνη να πλαγιάσουν, Στρώσε τα παραπέζουλα να θέσουν τ’ άρματά των Και το πρωί σα σηκωθούν και σ’ αποχαιρετούνε, Πέτων-ε πως απόθανα… Μένει κανείς βουβός από συγκίνηση στο άκουσμα αυτού του ύμνου της φιλοξενίας και κόβεται η λαλιά του, όπως απότομα κόπηκε ο λόγος και από το αθάνατο αυτό τραγούδι, που μας διέσωσε η κρητική λεβεντιά. Πίστευα πως ο λόγος μου θα τελείωνε εδώ. Ψάχνοντας όμως και ερευνώντας μέσα από συλλογές Δημοτικών τραγουδιών, ανακάλυψα στον Πασσώβ, (Passow-Popularia Carmina) ότι δεν είναι μόνο η Κρήτη, αλλά υπάρχουν και άλλες περιοχές της Ελλάδας που σώζεται αυτή η σπάνια παράδοση. Το τραγούδι επιγράφεται « Ο Χάρος και η κόρη» και ανήκει στο τμήμα εκείνο της συλλογής που φέρει τον τίτλο «Τραγούδια του Χάροντα» με αριθμό 413. και παραπέμπει στο υπ΄αριθμόν 310, του άλλου συλλέκτη, του Τommaseo, χωρίς να αναφέρονται περιοχές και τόπος καταγωγής. Μια λυγερή παινέθηκε πως Χάρο δε φοβάται, Γιατ’ έχει τους εννιά ’δερφούς, τον Κωνσταντίνο γι άντρα. Κι ο Χάρος κάπου τα’ άκουσε, κάτι πουλί του το ’πε Κι επήγε και τους έσωσε(1) στο γιόμα που γευόταν. «Καλώς τα χαίρεστ’ άρκοντες κι όλο τ’ αρκοντολόι.» «Καλώς ήρτες κυρ Χάροντα, καλώς ήρτες κυρ Χάρο. Κάτσε στο γιόμα να γευτείς, κάτσε να γιοματίσεις». Δεν ήρτα για το γιόμα σας, μηδέ και το φαϊ σας, Μον’ ήρτα για τη λυγερή, που Χάρο δε φοβάται. Οχ τα μαλλιά την άρπαξε, στες πλάτες του τη ρίχνει. «Άσε με Χάρο οχ τα μαλλιά και πιάσε με οχ τα μπράτσα. Ν’ αφήκω γειά τση μάννας μου και γεια των αδερφών μου. Μάννα κι αν έρτ’ ο Κωσταντάς, μην τον κακοκαρδίσεις. Βάλε του γιόμα να γευτεί και δείπνο να δειπνήσει Κι εγώ πάω με το Χάροντα και τώρα δε με βλέπει». Συγκρίνοντας τις δυο παραδόσεις διαπιστώνουμε ότι στην παλαιά είναι ο πενθών που φιλοξενεί, ενώ στις νεότερες αυτός που δίνει την παραγγελία, είναι ο πεθαμένος. Στην ουσία όμως τόσο η πρώτη όσο και οι δεύτερες δεν διαφέρουν παρά στη διατύπωση. Φαινομενικά μιλεί ο νεκρός, αλλά ποιος συνθέτει το τραγούδι; Είναι ο λαϊκός ποιητής που παίρνει τη θέση του νεκρού και τον ντύνει με τα αισθήματά του. Και ο λαός που αποδέχεται το τραγούδι και το διαιωνίζει, συμφωνεί απόλυτα με τα όσα ο λαϊκός ποιητής βάζει στο στόμα του νεκρού. Και είναι τέτοια η αποδοχή, γιατί εκφράζει ενδόμυχα δικές του σκέψεις και αισθήματα, που όταν το λέμε ή το τραγουδάμε, μέσα μας κυριαρχεί η φωνή του πεθαμένου, παρ’ όλο που εκφράζονται σκέψεις των ζωντανών. Μιά τελευταία περίπτωση, κάπως διαφορετική σχετικά με τη φιλοξενία, αλλά το ίδιο ηθικά τραγική, είναι αυτή που αναφέρει σε διήγημά του ο Ηπειρώτης λογοτέχνης Χρίστος Χριστοβασίλης. Την παράδοση αυτή την άκουσα και στη Ζάκυνθο με φιλοξενούμενο από τον αδερφό τον φονιά του αδερφού του. Εδώ στην Ήπειρο, ο γερο-πατέρας, έρημος πιά, έχει μάθει το όνομα του φονιά του γυιού του, τον ίδιο όμως δεν τον γνωρίζει. Μια παγερή χειμωνιάτικη βραδιά χτυπάει τη θύρα του σπιτιού του ένας κατατρεγμένος που ζητά προστασία και ο φτωχός γέροντας τον μπάζει στο ζεστό σπιικό του. Σε ένα από τα κυνηγητά της χωροφυλακής οι χωροφύλακες, που αναζητούν να μάθουν πού κρύβεται ο φονιάς, χτυπούν ανάμεσα σε άλλες και την θύρα του γέρου και μέσα στα άλλα λένε και το όνομα του φυγόδικου Και τότε κεραυνός χτυπά το γέροντα. . Τρέκλισε Έπεσε Σηκώθη ο Γέρος Του ’βαλε στο ταγάρι ένα ψωμί Τον έβγαλε απ΄τη θυροπούλα Κι απ΄το φεγγίτη που χτύπαε το χιονόνερο Μίλησε θαμπά: Ο φόνος σου βουλή θεού, αν στην αυλή μου δεν είχες κονέψει!