Χρόνος ιστορικός, φιλοσοφικός, φυσικός κι ανθρώπινος
Απ' όλους τους αρχαίους λαούς που είναι γνωστοί σ’ εμάς, όσο γνωρίζω, οι Ελληνες ήταν οι πρώτοι που κατάφεραν να γράψουν ιστορία, όπως την ξέρομε εμείς σήμερα. Λαός πανάρχαιος οι Αιγύπτιοι (ο Μήνης, ο πρώτος βασιλιάς όλης της Αιγύπτου, ανέβηκε στο θρόνο το 3315 π.Χ.) ποτέ δεν μπόρεσαν να συλλάβουν το πνεύμα της ιστορίας και να καθορίσουν χρονικά ένα σημείο, ως αφετηρία ιστορική, όπως το έκανε ο Θουκυδίδης. Σ' αυτούς η χρονολογία θεωρούνταν τα έτη του κάθε βασιλιά και βασιλιάδες υπήρξαν άπειροι. Μέχρι την κατάληψη τής Αιγύπτου από τους Πέρσες, το 525 π.Χ., βασίλεψαν 26 δυναστείες. Επί πλέον το έτος των Αιγυπτίων αποτελούνταν από 365 μέρες, δηλ. κάθε 4 χρόνια υπήρξε καθυστέρηση μιας μέρας. Επομένως σε 1460 χρόνια έχομε καθυστέρηση ενός έτους.(1). Καταβλήθηκε πολύς μόχθος από τους ερευνητές της αιγυπτιακής ιστορίας και τέχνης και αυτός που κατάφερε να καθορίσει με επαρκή ασφάλεια τη χρονολογία των δυναστειών ήταν ο Edward Meyer.
Και στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν γενεαλογικοί κατάλογοι βασιλέων, αρχόντων ιερέων και ιερειών. Περίφημοι και πολύ γνωστοί ήταν ο κατάλογος των ιερειών του Ηραίου Αργους, των βασιλέων και εφόρων της Σπάρτης (αφετηρία του έχει το 757/56 π.Χ.) και των βασιλέων των Αθηνών (με αφετηρία το 683/2 π.Χ.)2. Αν και οι κατάλογοι αυτοί αποτελούσαν ιστορικά κείμενα για κάθε πόλη, όμως για το συγχρονισμό γεγονότων που αφορούσαν και άλλες πόλεις, παρουσιάζονταν ορισμένες δυσκολίες. Από τους πεζογράφους πρώτος ήταν ο Ηρόδοτος που χρησιμοποίησε τον κατάλογο των βασιλιάδων της Σπάρτης για να χρονολογήσει ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός, την κάθοδο των Δωριέων.
Ο Θουκυδίδης που θέλησε περισσότερο από κάθε άλλον να "χρονώσει" τον χρόνο, παίρνοντας ως χρονική αφετηρία ένα κοινό, ανάμεσα στις πόλεις, και σταθερό σημείο, ιδού πως περιγράφει την εισβολή των Θηβαίων στις Πλαταιές, κατά τό πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.): «Στο Αργος η ιέρεια Χρυσίς βρισκόταν στα σαράντα οχτώ χρόνια τής ιερωσύνης της, στη Σπάρτη βρισκόταν πρώτος έφορος ο Αινήσιος και στην Αθήνα επώνυμος άρχων δυο ακόμη μήνες ο Πυθόδωρος. (Στήν Αθήνα επώνυμος αρχών ονομαζόταν αυτός που έδινε το όνομά του στο έτος κατά το οποίο τελούσε το λειτούργημά του). (Η εισβολή έγινε) έξι μήνες μετά την μάχη της Ποτίδαιας (και ως προς την εποχή του έτους) μόλις άρχιζε η άνοιξη».(3). Τη μέθοδο αυτή την αναλύει ο ίδιος ο ιστορικός σε άλλο σημείο της ιστορίας του.
«Για τη χρονολόγηση είναι προτιμότερο να έχει κανείς υπ' όψη του τη φυσική διαίρεση του χρόνου, παρά τους καταλόγους των ονομάτων των αρχόντων ή εκείνων που έχουν κάποιο αξίωμα, καταλόγους που μεταχειρίζονται διάφορες πολιτείες για να χρονολογήσουν τα γεγονότα. Με τον δεύτερο τρόπο δεν προκύπτει πότε ακριβώς συνέβη κάτι, δηλαδή στην αρχή, στο τέλος ή σε άλλο χρονικό σημείο του χρόνου (προφανώς εδώ κάνει κριτική στον Ηρόδοτο) κατά το οποίο τα πρόσωπα αυτά ασκούσαν το λειτούργημά τους. Ενώ αν μεταχειρίζεται κανείς τον τρόπο με τον οποίο γράφω, δηλαδή παράθεση γεγονότων κατά καλοκαίρι και χειμώνα, υπολογίζοντας ότι κάθε μια από τις δυο εποχές αντιστοιχεί με μισό χρόνο, θα βρει ότι η διάρκεια του πρώτου αυτού πολέμου (εννοεί την πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, τον λεγόμενο και Αρχιδάμειο πόλεμο: 431-421 π.Χ.) ήταν δέκα καλοκαίρια και άλλοι τόσοι χειμώνες». (4).
Η Ελληνική ιστορία ξεκινώντας από τις "Γενεαλογίες" του Εκαταίου από τη Μίλητο (γεννήθηκε γύρω στο 550 π.Χ.), ο οποίος για γενάρχη τού παρουσίαζε ένα θεό, (5) έφθασε με τον Θουκυδίδη στην ιστορική έρευνα και τον ιστορικό χρόνο με απαράμιλλη επιστημονική μέθοδο. Τα λίγα αυτά, για να ιδούμε πώς φθάσαμε να "χρονωθεί" στην ιστορία ο χρόνος, ο οποίος αντικειμενικά βλεπόμενος, αδιαφορεί για τις δικές μας πράξεις και εφαρμογές.
Στο χώρο της φιλοσοφίας, και στα δυο αντίθετα ρεύματα, τον υλισμό και τον ιδεαλισμό, αλλιώτικη υφή αποχτά η έννοια του χρόνου. Για τους υλιστές χώρος και χρόνος είναι καθολικές μορφές της ύλης. Οποιαδήποτε αλλαγή στον κόσμο συντελείται κάπου, σε κάποιο χώρο και κάποτε, σε κάποιο χρόνο. Στον αντικειμενικό κόσμο δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνον ύλη κινούμενη· και αυτή η ύλη δεν μπορεί να κινηθεί αλλιώς παρά μόνο στον χώρο και στον χρόνο. Η ύλη νοείται ανέκαθεν εν κινήσει, κινούμενη. Για τους υλιστές δεν τίθεται καν το ερώτημα ποιος έδωσε ή πως δόθηκε η πρώτη κίνηση. Η ύλη ως αντικειμενικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση. Ο διαχωρισμός της ύλης από τη συνείδηση και ο διαχωρισμός του υλικού Είναι από το Νόηση αποτελεί μια από τις κυριότερες διαφορές ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό(6). Γιαυτό και στον κοινωνικό τομέα οι οπαδοί αυτής της θεωρίας πρεσβεύουν ότι δεν καθορίζει η συνείδηση των ανθρώπων το Είναι τους, αντίθετα το κοινωνικό Είναι καθορίζει τη συνείδησή τους (7)]. Η ύλη σε οποιαδήποτε μορφή και κατάσταση έχει χρονικές ιδιότητες. Ο χρόνος εκφραζόμενος στην αλλαγή και την εξέλιξη της ύλης έχει μια αυστηρά προσδιορισμένη κατεύθυνση.Τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος είναι αντικειμενικοί, υπάρχουν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και είναι το ίδιο αιώνιοι και άπειροι όσο και η ίδια η ύλη. Φανερό, λοιπόν, πως για τους υλιστές χώρος και χρόνος έχουν αντικειμενική υπόσταση, υπάρχουν έξω από την ανθρώπινη συνείδηση, τα προβλήματα που θέτει η φιλοσοφία τους ανήκουν εδώ, στον δικό μας κόσμο, δεν υπάρχει άλλος κόσμος γι αυτούς και καμιά άλλη διάσταση της πραγματικότητας.
Εντελώς αντίθετη άποψη έχει η ιδεαλιστική φιλοσοφία με κυριότερο εκπρόσωπό της τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο Immanuel Kant. Για τον Kant ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι κάτι που υπάρχει έξω από εμάς, δεν είναι ιδιότητες των υλικών φαινομένων, δεν έχουν καμιά υλικότητα παρά είναι ιδιότητες του αισθητικού και νοητικού μας οργάνου. Είναι τρόποι με τους οποίους το πνεύμα μας συντάσσει και ταχτοποιεί το άπειρο πλήθος των αισθημάτων, που στέλνουν στη συνείδησή μας τα αισθητήρια όργανά μας, είναι έννοιες έμφυτες, τύποι που υπάρχουν πριν από την εμπειρία, προεμπειρικοί, a priori, (=εκ των προτέρων) που η αισθητική και η νόηση τους βάζει στα πράγματα, γι αυτό δεν έχουν καμιά αντικειμενική αξία. Χώρος και χρόνος είναι ενέργειες του Εγώ, φαινόμενα του πνεύματος, κατάγονται από εμάς, όχι από τα πράγματα. Εξω από εμάς δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος. Αντίθετα τα στοιχεία της γνώσης των πραγμάτων που μας προσφέρουν οι αισθήσεις έρχονται δεύτερα γιαυτό και η φιλοσοφία αυτή τα ονομάζει πάλι με τον λατινικό όρο a posteriori, δηλαδή εκ των υστέρων (8).
Στην πορεία της όμως και αυτή η φιλοσοφική σχολή νέρωσε το κρασί της. Υπάρχουν και άλλοι φιλόσοφοι που δεν δέχονται πως οι έννοιες του χώρου και του χρόνου είναι προεμπειρικές, a priori, αλλά δημιουργούνται εξελιχτικά, είναι δηλαδή κάτι που το έφτιαξε η ζωή για τις ανάγκες της (9). Για τη συνείδησή μας η ροϊκότητα είναι η βασική ιδιότητα του χρόνου που τον διακρίνει. Η κίνηση της γης γύρω από τον άξονά της με την εναλλαγή της μέρας και της νύχτας, οι εναλλαγές των εποχών, τα νιάτα και τα γηρατειά, ήταν οι φυσικές αφορμές που όχι μόνον έδωσαν την έννοια του χρόνου αλλά και στάθηκαν αφορμή για τη μέτρησή του. Από τις κλεψύδρες και τα ηλιακά ρολόγια φτάσαμε στον αστρονομικό χρόνο που τον μετρούν τα διάφορα αστεροσκοπεία του κόσμου και στα ηλεκτρονικά όργανα που μετρούν και κλάσματα του δευτερολέπτου.
Αλλά και ο χρόνος αυτός ο ευθύγραμμος, ο γραμμικός, όσο και αν τον ονομάζομαι αντικειμενικό και αυτός συμβατικός είναι, γιατί δεν είναι ενιαίος, εξαρτάται από τον τόπο του παρατηρητή. Αν βρεθούμε σε έναν άλλο πλανήτη με διαφορετική κίνηση από αυτήν του πλανήτη μας, για το ίδιο γεγονός θα έχομε διαφορετικό χρόνο. Αλλά και εδώ στη γη μας όταν στη Νέα Υόρκη είγαι 7 το πρωί στην Ελλάδα είναι 12 το μεσημέρι ενώ στην Κίνα και στις Φιλιππίνες 6 το βράδυ. Διαπιστώνουμε πως μέσα στο σύμπαν έννοιες όπως "απάνω" και "κάτω", "δεξιά" και "αριστερά", "μέρα" και "νύχτα", "ενιαίος χρόνος" δεν έχουν καμιά αντικειμενική υπόσταση.Η μέτρηση και η κατάτμηση του χρόνου είναι ανθρώπινη επινόηση και δεν υφίσταται στη φυσική τάξη. Βγάλτε έξω τον άνθρωπο τον "πάντων χρημάτων μέτρον", όπως τον προσδιόρισε ο Πρωταγόρας, και ο χρόνος εξαφανίζεται. Είμαστε ζυμωμένοι με τον χρόνο. Να βγούμε έξω από αυτόν δεν γίνεται. «Αιών παις εστι παίζων, πεσσεύων παιδός η βασιλείη» διαπιστώνει ο μεγάλος Εφέσιος φιλόσοφος Ηράκλειτος. Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ρίχνοντας ζάρια' ενός παιδιού η βασιλεία. Ο χρόνος είναι το παιχνίδι ενός παιδιού, που συνεχώς χτίζει και σοφός είναι αυτός που έχει καταλάβει το παιχνίδι. Εχουμε τη δύναμη ενός παιδιού πάνω στο χρόνο, που ξεπερνά κι εμάς και τα σχέδιά μας (10). Τον είπαν και πανδαμάτορα και οι Λατίνοι (Οβίδιος) τον είδαν σαν τρωκτικό, που καταβροχθίζει τα πάντα! tempus edax rerum (= ο χρόνος τρώει τα πράγματα). Τον ανέβασαν και στην αξιολογική κλίμακα με ηθικές διαστάσεις: "Ηθους δε βάσανός εστιν ανθρώποις χρόνος", που σημαίνει πως το ήθος ενός ανθρώπου ελέγχεται με την πάροδο του χρόνου, μάς λέγει ο φιλάνθρωπος Μένανδρος. Από μια άλλη διάσταση τον είδαν και ως θεραπευτή του πόνου, με τη γνωστή από τα Συνταχτικά φράση "ο κοινός ιατρός θεραπεύση σε, χρόνος".
Οσο πλησιάζομε στα ενδότερα, στον εσωτερικό χώρο του ανθρώπου, ο συνειδησιακός χρόνος αποχτά την έννοια της ελαστικότητας. Μηκύνεται και ελαττώνεται αντίθετα από τις επιθυμίες των δύσμοιρων θνητών. «Βραχύς ο βίος ευ πράσσοντι, δυστυχούντι δε μακρός» ("Ανθολόγιον" Στοβαίου)· που σημαίνει πως όταν ευτυχεί κανείς ο χρόνος είναι φευγαλέος και αντίθετα όταν δυστυχεί, αργός και δυσβάσταχτος. Ποιος δεν θυμάται τη σπαραχτική ικεσία που εκπέμπει ο Λαμαρτίνος μπροστά στην αδυσώπητη ροή του χρόνου.
Κράτησε χρόνε, κράτησε το πέταμά σου τώρα /και σεις μην κάνετε φτερά χαρούμενες στιγμές, /σταθείτε να χαρούμε εδώ στις ευτυχίας την ώρα /τις μέρες τις χρυσές. Αυτός ο χρόνος ο υπαρξιακός, σύμμαχος ή αντίπαλος του ανθρώπου δεν μπορεί να υπολογιστεί με ισότιμες μονάδες. Δεν μπορεί να παγιδευτεί στην αιωνιότητα μιας άχρονης περίπτυξης ούτε μπορεί να εξοστρακιστεί από μια τυραγνισμένη συνείδηση, που την εξουθενώνει ο πόνος.
Γι αυτό, φίλοι μου, ας σταθούμε απέναντι στο χρόνο φιλάνθρωποι. Είναι μια καταχτημένη αρετή αυτού του λαού που γέννησε κι άλλες αξίες, όταν άλλοι ζούσαν ακόμη κοινή ζωή με άλλα έμβια όντα του πλανήτη μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ .
1.Σπύρου Μαρινάτου "Αιγυπτιακός Πολιτισμός". Λιθογραφημένες παραδόσεις. Αθήνα 1947, σελ.6. 2 "Ιστ. Ελλ. Εθνους", Εκδοτική Αθηνών Τ.2σ.9. 3.και 4. Θουκυδίδης βιβλ. 2,1 και βιβλίο 5,20. Μετάφραση Αγγ. Βλάχου.
5.Ι.Θ. Κακριδή "Από τον κόσμο των Αρχαίων" Θεσσ. 1981, Τ.2ος σελ.3
6 και7. ΕΣΣΔ. Ινστιτούτο Φιλοσοφίας "Βασικές Αρχές της Υλιστικής Φιλοσοφίας" Σ.Ε. Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1 8. Ν. Θεοδωρακόπουλου "Εισαγωγή στη Φιλοσοφία" Τ. 4, Αθήναι 1974.
9. X. Θεοδωρίδη "Εισαγωγή στη Φιλοσοφία" Κολλάρος Β' Εκδ. 1955, σελ. 308.
10.Κώστας Αξελός "Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία" Εξάντας 1974, σελ. 53.