top of page
IMG_20180426_150852.jpg
Χωρίς τίτλο7.png

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου

Κώστας Τσιλιμαντός





(Νικ. Πολίτης «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού», αρ.222) Σχόλια Κώστα Γ. Τσιλιμαντού Λυγερή, η. (Oυσιαστικοποιηθέν όνομα του επιθέτου λυγερός < αρχ. λυγηρός, που σημαίνει εύκαμπτος, τρυφερός.) Σημαίνει, νέα, ψηλή και χαριτωμένη γυναίκα. Στα δημοτικά τραγούδια η νέα γυναίκα ονομάζεται κόρη, ή λυγερή. Και οι δυο λέξεις και όμορφες είναι και ποιητικές, σε αντίθεση με το γραμματικά ουδέτερο κορίτσι. Ο Σολωμός προτιμά την ωραιότατη λέξη κορασιά. Στον Ερωτόκριτο ονομάζεται κόρη, κοπελιά, λυγερή, κοράσια στον πληθυντικό και θυγατέρα για του γονείς. Ποτέ όμως κορίτσι. Και όσο για το νέο: άγουρος.

Το τραγούδι τώρα: Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγούν από τον Άδη. Ο ένας να βγεί την άνοιξη, κι ο άλλος το καλοκαίρι, Κι ο τρίτος το χινόπωρο, οπού είναι τα σταφύλια. Μια κόρη τους παρακαλεί, τα χέρια σταυρωμένα. «Για πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνου κόσμο. -Δεν ημπορούμε λυγερή, δεν ημπορούμε κόρη, Βροντομαχούν τα ρούχα σου κι αστράφτουν τα μαλλιά σου, Χτυπάει το φελλοκάλιγο και μας ακούει ο Χάρος. Ζωντανή και άπρόσβλητη τη λεβεντιά, άθικτη και αμάραντη την ομορφιά και στον Κάτω Κόσμο τη θέλησε, στο τραγούδι αυτό ο λαός μας, Και τη δίψα του για τις τρεις εποχές, που είναι κλίμα πατρίδας, την άνοιξη, «που στήνει ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη» του Σολωμού, το «λινό καλοκαίρι», και το «συνετό φθινόπωρο» του Ελύτη, αυτά όλα είναι καημός και νοσταλγία για τον άνθρωπο που τα χάνει. Η κορασιά με τα λαμπερά χυτά μαλλιά, τα πλουμιστά στολίδια και τα αρχοντικά φελλοκάλιγα, πλησιάζει τους λεβέντες με σταυρωμένα χέρια –εικόνα παράκλησης από εκκλησία-, και τους παρακαλεί να την πάρουν μαζί τους. Ως εδώ είχαμε το διάκοσμο, ένα απατηλό κλίμα, και τώρα αρχίζει ο δραματικός διάλογος. Η κορασιά, στο άκουσμα ότι τα στολίδια της είναι το μεγάλο εμπόδιο, η αγάπη και η λαχτάρα της είναι τόσο μεγάλη, ώστε φτάνει να την πάρουν μαζί τους, να σμίξει μες τους αγαπημένους της, τη μαννούλα της, τον κύρη της , τα αδέρφια και τα ξαδερφια της, και τα αρνείται όλα, χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές, Μα εγώ τα ρούχα βγάνω τα και δένω τα μαλλιά μου Κι αυτό το φελοκάλλιγο μεσ’ στη φωτιά το ρίχνω. Πάρτε με αντρειωμένοι μου, να βγω στον Πάνω κόσμο Να πάω να ιδώ τη μάννα μου πως θλίβεται για μένα, Να ιδώ και τον πατέρα μου πως θλίβεται για μένα Να πάω να ιδώ τ’ αδέρφια μου πως θλίβονται για μένα, Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πως θλίβονται για μένα. Η κορασιά που δεν πρόλαβε να γευτεί πίκρες από την πολυκύμαντη ζωή, πιστεύει ακόμη πως αυτή είναι το κέντρο της ζωής, πως χωρίς αυτήν δεν κινείται ο κόσμος και πως όλα στη ζωή κινούνται σε μια ατελεύτητη ροή αγάπης. Και ο θανατος; Πως είναι στον Άδη; Ακόμα ζούμε, για όσο απαιτεί το τραγούδι, σε παραδείσια εποχή. Ξ άφνου έρχεται μετά από κάθε ερώτηση στίχου και μια δραματικά καταλυτική απάντηση. Στον πρώτο στίχο που αναφέρεται στη στοργική της μάννα, η σκληρή απάντηση είναι; -Κόρη μου, εσένα η μάννα σου στη ρούγα κουβεντιάζει! Στην παράκληση να ιδεί το θλιμμένο της πατέρα, ακολουθεί δεύτερη μαχαιριά. -Κόρη μου, κι ο πατέρας σου στο καπηλειό ειν’ και πίνει! Στην τρίτη ερώτηση για τα αγαπημένα αδέρφια, έρχεται ως απάντηση κάτι που συνήθιζαν οι ξέγνοιαστοι νέοι από τα αρχαία χρόνια να βγαίνουν στα αλώνια ή στο ξέφωτο και να ασκούνται ποιος θα ρίξει το λιθάρι πιο μακριά -Κόρη μου εσέν’ τ’αδέρφια σου ρίχνουνε στο λιθάρι! Όσο για τα ξαδέρφια , ποιος νοιάζεται, που θα ‘λεγε κάποιος. Εκεί χαρές και ξεφαντώματα!. -Κόρη μου τα ξαδέρφια σου μεσ’ στο χορό χορεύουν! Το τραγούδι ξεκίνησε με πρωταγωνιστές τους αντρειωμένους, που όσο αντρειωμένοι κι αν ήταν, νικήθηκαν από το χάρο και τώρα προσπαθούν, όπως λένε άλλες παραλλαγές, να βρουν του Χάρου τα κλειδιά και να δραπετεύσουν. Και ξάφνου το τραγούδι αλλάζει στόχο και πρωταγωνιστής γίνεται η όμορφη κορασιά. Κανονικά το τραγούδι θα ‘πρεπε εδώ, με το τέλος της αποκαρδιωμένης κόρης, να σημάνει και το δικό του το τέλος. Η αγάπη της για τους δικούς της είναι χωρίς αντίκρυσμα. Δε χρειάζεται πλέον να ικετεύει. Οι ικεσίες και η γεύση της πικρής πραγματικότητας έφεραν και το τέλος. H ζωή τραβάει αδιάφορη, ανεξάρτητα από ανθρώπινες βουλήσεις το δικό της δρόμο και σαν οδοστρωτήρας συντρίβει με αλλαγές και παραλλαγές γεγονότα και αισθήματα. Εν τούτοις η λαϊκή ψυχή που δέχεται τη σκληρότητα της ζωής και το ξεθώριασμά της ,επαναστατεί για τη λησμονιά, την αδικία, και τα πρόσκαιρα συναισθήματα που έχουν όσοι ζούν. Και τα τινάζει όλα: μπουρλότο! Ούτε ν’ ακούσει πια για δίπλες χορού. Αν ο δεσμός αγάπης είναι τόσο εύθραυστος:Φωτιά! Κι η κόρη-ν-αναστέναξε βαθιά στον Κάτω κόσμο, Κι ανάψανε τα καπηλειά, κι εκάησαν οι ρούγες, Εκάη και το λιθόρεμα που ‘ριχναν το λιθι, Εκάη κι δίπλη του χορού,π’ εχόρευε η γενιά της, Την άποψη της ωμής πραγματικότητας ήρθε κάποια άλλη στιγμή ο λαός να εκπληρώσει αντιστικτικά πάνω στο ίδιο θέμα, και έτσι να κλείσει ο λεγόμενος κύκλο της ζωής και με τις δυο απόψεις. Αν για πολλούς η ζωή είναι οδοστρωτήρας, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που ζουν με τη γεύση της πικρής και την ακοίμητη θύμηση δια βίου, Εδώ η χαροκαμένη μάννα θρηνεί «ες αεί» τον πόνο του λατρεμένου γυιού της. Ποιος είναι αυτός ο αγιάτρευτος πόνος του γυιού της; Η στέρηση της ζωής, που βρήκε τον ίδιο με το θάνατο. Αυτό τον πόνο η μάννα, τον πόνο του γυιού που δε χάρηκε ζωή, και το δικό της πόνο που έχασε το σπλάχνο της, τα δυο αυτά θα γίνουν ενιαίος πόνος, βαθιά ριζωμένος σε συναισθηματικό δεσμό ακοίμητος μέσα της, και θα μάχεται να τον κρατήσει ζωντανό, όσο ζεί, όπως το φανερώνει το παρακάτω ποιητικό αριστούργημα , ΜΟΙΡΟΛΟΪ Παιδάκι μου τον πόνο σου που να τον απιθώσω; Να ρίξω τον σε τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες, Να τονε ρίξω στα κλαριά, τον παίρνουν οι διαβάτες, Να τονε βάλω στην καρδιά να τον καταριζώσω. Να περπατώ να με πονεί, να στέκω να με σφάζει. Θα πάγω και στο χρυσικό για να τονε χρυσώσει. Να φιάξω ένα χρυσό σταυρό κι ένα ασημένιο γκόλφι. Να προσκυνάω το σταυρό και να φιλώ το γκόλφι. (Από την «Περισυναγωγή» του Ν. Παπαζαφειρόπουλου, αρ. 205, σελ.38).


Κώστας Τσιλιμαντός

Ή ζωή είναι άπειρη: Προήλθε από μία αρχή. Πρέπει να έχει και τέλος. Το τέλος για τους ανθρώπους είναι ο θάνατος.

Ο θάνατος είναι το βαθύτερο και σκοτεινότερο πρόβλημα, γιατί συνδέεται με την απορία της ύπαρξης.

Ανάμεσα σε δυο πόλους, τη γέννηση και το θάνατο, παίζεται το όλο δράμα.

Το θάνατο τον γνωρίζουμε από τους άλλους που πεθαίνουν, όχι από εμάς, διότι όταν έρθει σ’ εμάς, εμείς θα έχουμε φύγει, μας λένε οι αρχαίοι φιλόσοφοι.

Το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο όμως που είναι τραγικό, είναι ο άνθρωπος. Διότι, απ’όλα τα έμβια όντα του πλανήτη μας, μόνον αυτός γνωρίζει ότι θα πεθάνει.

Και από εδώ αρχίζουν όλες οι θεωρίες για το πώς βλέπουν οι άνθρωποι τη ζωή και το θάνατο.

«Επάμεροι.(=εφήμεροι). Τί δέ τις, τί δ’ούτις, σκιάς όναρ άνθρωπος». Τι είναι κανείς και τι δεν είναι, λέει για τον άνθρωπο στους Πυθιόνικους ο Πίνδαρος , ούτε καν όνειρο. Σκιά ονείρου. «Τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα» ο άνθρωπος, και στον Πλούταρχο.

«Ορώμεν γαρ ημάς ουδέν όντας, πλην είδωλ’ όσοι περ ζώμεν ή κούφη σακιά» (Σοφ.«Αίας»125-6) φαντάσματα κι ανάερο ήσκιο, βλέπει κι ο Σοφοκλής.

«Τα νέρθε δ’ουδέν», ανυπαρξία ο κάτω κόσμος, ομολογεί η Ιφιγένεια.

«Εγώ δε θανών γαία μέλαιν’ έσομαι» κι εγώ σε λίγο μαύρο χώμα», λέει ο Θέογνις, που θυμίζει τόσο το εκκλησιαστικό «Γή εί και εις γήν απελεύσει».

Τέτοια ωραία αλλά μελαχολική ποίηση για τον άνθρωπο έχει και η εκκλησία μας στη νεκρώσιμη Ακολουθία. Εκεί, «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα» και ο νεκρός «Γη και σποδός»(στάχτη) κατά τον Προφήτη, ο δε άνθρωπος που βλέπει «τα οστά τα γεγυμνωμένα», αναρρωτιέται αν υπήρξαν ποτέ, αν τα κόκκαλα αυτά ανήκουν σε βασιλιά η ζητιάνο.

Προχωρείς, αρχίζεις, κερδίζεις, αποθηκεύεις, και πριν προλάβεις κάτι να χαρείς «μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται». Τα υπόλοιπα που λένε τα κείμενα, ότι «τα μη μάταια είναι μετά θάνατον», είναι σεβαστά, αλλά δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενα γνώσεως, ούτε διαπιστώσεις ούτε αποδείξεις. Είναι πέρα από την επιστήμη. Αυτά γίνονται μόνον πιστευτά.

Τόσο μάταιη λοιπόν η Ζωή;

Όχι βέβαια! Ο οίστρος ζωής είναι ένα συνέπαρμα, μοναδικό δώρο, που σε ωθεί στη δημιουργία.

Η δημιουργία είναι Ζωή. Είναι χαρά και απόλαυση, παρ΄όλες τις μαύρες τρύπες. Είναι εκπλήρωση του είναι μου, της ύπαρξής μου. Είναι ΜΈΓΑ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΠΡΏΤΟ, κατά τον μεγάλο μας Σολωμό.

Μπορεί οι αρχαίοι να έβλεπαν μαυρίλα το θάνατο, αλλά ο ύμνος τους προς τη ζωή ήταν απαράμιλλος, αφού ταύτισαν το φως με τη ζωή. «Ορώ φάος(φως) σημαίνει ζώ.

. Μετέχω στην αιωνιότητα, όταν γίνομαι εργάτης σε κάποιο σχέδιο που με ξεπερνάει. Ο,τι μπόρεσα να δημιουργήσω εγγράφεται για πάντα στη δημιουργία του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Το σταμάτημα στη δημιουργία είναι «θάνατος.

Η ζωή οδηγεί αναπόδραστα στο θάνατο, τον καταλύτη της ζωής. Αλλά και ο θάνατος γίνεται με τη σειρά του χορηγός ζωής. Όμως αμφότεροι, γέννηση και θάνατος, μέσα στη δημιουργία, στη διάρκεια, δεν είναι παρά μόνο στιγμές της.

Ο, τι θεωρείται απολεσμένο με το θάνατο, είναι η προσωπική συνείδηση, το εγώ με τα συναισθήματα και τα πάθη του, τα μίση και τις αγάπες του, τα οράματά του, τις βιωμένες εμπειρίες του. Το αντίθετο δεν αποδείχτηκε ποτέ. Οι θρησκείες άλλα πρεσβεύουν και είναι σεβαστά, αλλά εγώ δεν κάνω μεταφυσική.

Τι σημαίνει ζωή; Απόδραση από την ανωνυμία.

Η συμμετοχή στη δημιουργία δεν είναι θάνατος. Είναι «ζωή». Δημιουργώ άρα υπάρχω.

Υπάρχω βέβαια στην πράξη μου, στην υπέρβασή μου, με το θάνατο όμως της ατομικής συνείδησης άλλοι, ίσως, να το γνωρίζουν, εγώ όμως ποτέ δεν θα έχω αυτή την επίγνωση! Sweet limon. Αυτό αν το δέχεσαι! Είναι μια τραγική, περήφανη παρηγοριά. Να ζεις στις μνήμες των άλλων.

Να κάνω κάτι μεγάλο, που κι οι μελλούμενες γενιές να με θυμούνται, λέει ο Έκτωρ, «μέγα τι ρέξας και εσσομένοισι πυθέσθαι», όταν κατάλαβε, ότι οι θεοί είχαν προδιαγράψει το μέλλον του. («Τότε πεθαίνουν οι νεκροί, όταν τους λησμονάνε», λέει ο πασίγνωστος στίχος του Κώστα Ουράνη). Η ζωή στη μνήμη των άλλων, είναι μια μορφή επιβίωσης, «ανάστασης». Κατά τον ίδιο τρόπο και η κυριαρχία στο χρόνο είναι μορφή «ανάστασης».

Τέλος,ως προς το πρόβλημα του θανάτου: εάν εξαντλήσω όλες μου τις δυνατότητες, ο θάνατος δεν είναι ούτε παράλογος, ούτε εξοργιστικός ή μισητός. Φτάνει το άτομο να έχει επιτελέσει το έργο του, να έχει διαγράψει τον κύκλο του, την τροχιά του. Και ο πόνος εδώ εκφράζεται με αξιοπρέπεια.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ο μ η συντελεσμένος θάνατος, όταν και όπου συμβαίνει, είναι άδικος.


Τι κάνεις, όταν, πριν λίγες ώρες μιλούσες με το αγαπημένο σου πρόσωπο, εντελώς ξαφνικά και απότομα, χωρίς υποψία που προδικάζει το μοιραίο, αντιμετωπίζεις μπροστά σου απροσδόκητο το θάνατο;

Ουρλιάζεις, προσπαθείς με σπασμωδικές χειρονομίες μήπως μπορείς και ανατάξεις το σώμα, με την τρελή ελπίδα επανόδου στη ζωή, όμως εκείνη με την οποία είχες μοιραστεί σχεδόν πενήντα χρόνια με τη ζωή σου, η μορφή της Δασκάλας που αγαπήθηκε από μαθητές και μαθήτριες, όσο λίγοι, που εγώ γνώρισα, έχει πετάξει για πάντα από κοντά σου.

Ό,τι και να πεις, ό,τι και να κάμεις, ο θάνατος είναι το οριστικό, το τελειωτικό γεγονός της «μεταβολής εις το εναντίον των πραττομένων», είναι μια μικρή, ή μεγάλη, ή ανυπέρβλητη τραγωδία, αναλόγως του όγκου της.

Έφυγες απροσδόκητα, αθόρυβα, με ειρηνική και γαλήνια όψη, είχες επιτελέσει το μεγάλο σου έργο κλείνοντας τον κύκλο της ζωής σου,και άφησες εμάς τους ζωντανούς, τους περιλειπόμενους στη θλίψη και στον πόνο.

Μεγάλωσες υπό την σκέπη σου, μόνη σου, τα παιδιά σου, όταν εγώ στάλθηκα Γυμνασιάρχης στη Βόνιτσα και κατόπιν στην Ελευσίνα και κατάφερες με τις δυνάμει σου, όχι μόνο να αντεπαξέλθεις στα του οίκου σου, αλλά και στο Σχολείο σου, να κρατήσεις άξια τη θέση σου.

Τα παιδιά σου σε σκέπτονται και σε κλαίνε, διότι στάθηκες ανυπέρβλητη μάννα, δαπανώντας εαυτήν, άγρυπνη στις αρρώστιες τους, με σύνεση ιδίως στις δύσκολες ώρες της εφηβεία τους, με αδαπάνητο μόχθο στις έγνοιες τους, με αδιάπτωτο ενδιαφέρον κατόπι στις σπουδές τους.

Τα εγγόνια σου θα στερηθούν την πλούσια αγάπη σου και τη ζεστή, τη στοργική αγκαλιά σου.

Θα έχεις μαζί σου τις τρυφερές αναμνήσεις του μαθητόκοσμου και την ευγνωμοσύνη των γονιών τους, για το όσα πολύτιμα πρόσφερες στα παιδιά τους, που την εκφράζουν σε μένα , όταν με βλέπουν.

Σε κλαίω κι εγώ, που θα ήθελα τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μου να τον περνούσαμε μαζί.

Έφυγες ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, όπως εύχεται και η Εκκλησία μας.

Αναπαύου εν Ειρήνη!

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page