top of page

Κώστας Τσιλιμαντός
Σκέψεις  ενός  ποιητή  και  φιλολόγου

  • Κώστας Τσιλιμαντός

Τον παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στις 23/4/2019 στο πρώτο φύλλο του 11.876ού τεύχους της εφημερίδας ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ της Πόλης.

Όλη η Μεγάλη Εβδοµάδα εµπνέει µυστική ευλάβεια, ώστε ακόµη και στον άπιστο επιφέρει µια αλλαγή στη συµπεριφορά του και κάποια περισυλλογή. Αρχίζει µε την είσοδο και υποδοχή του Ιησού στα Ιεροσόλυµα µέσα σε παραλήρηµα ενθουσιασµού, που κράτησε µόνον τρεις µέρες.

Κατόπιν ο ασταθής όχλος(το profanum volgus που θά ‘λεγε ο Οράτιος) µε πολλή ευκολία γύρισε στο αντίθετο. Ακόµη και µαθητές του, στη δύσκολη ώρα, τον αρνήθηκαν. Οι παθιασµένοι ενθουσιασµοί δεν µας είναι άγνωστοι στην ιστορία να µεταβάλλουν στρατόπεδο και από το ωσαννά προχωρούν στο σταυρωθήτω.

Δυο µέρες, η Μεγάλη Τρίτη και η Μεγάλη Πέµπτη, εµπνέουν µια ιδιαίτερα ευλάβεια και κατάνυξη. Η πρώτη είναι η θρυλική βραδιά της αµαρτωλής γυναίκας που µας τη θυµίζει η άµοιρη, πανέµορφη αρχοντοπούλα του Βυζαντίου, Κασσιανή, που µε την περήφανη στάση της απέναντι στον αυτοκρότορα Θεόφιλο (829-842), ως υποψήφια νύφη, έχασε το θρόνο και µαζί µε αυτόν την οµορφιά και τα νιάτα της που τα έκλεισε σε µοναστήρι. Εκεί αφοσιώθηκε στο Θεό γράφοντας κάποτε τον περίφηµο ύµνο της αµαρτωλής γυναίκας, που µετανοούσα πέφτει µπροστά στα γόνατα του Ιησού, ασπάζεται τα άχραντα πόδια τουΔιδασκάλου της αρετής, τα αλείφει µε µύρο σφογγίζοντάς τα µε την κόµη των µαλλιών της και µέσα από την άβυσσαλέα ψυχή των κριµάτων της, φως ιλαρόν αναβλύζει και λυτρωτικός σταλαγµός δακρύων. Είναι η ηµέρα εξιλέωσης αµαρτηµάτων του ωραίου φύλου, το οποίο πληµµυρίζει τις κατάµεστες εκκλησίες.

Η δεύτερη, η Μεγάλη Πέµπτη, είναι η µέρα του τραγικού πάθους. Η Ανθρώπινη Αρετή, ο αναβαλλόµενος φως ως ιµάτιον, γυµνός εις κρίσιν ίσταται. Η Άκρα Σιωπή και Ταπείνωση. Κατόπιν η µεγαλειώδης, η ασύλληπτη εικόνα που εµπνευσµένος ποιητής-υµνογράφος οραµατίστηκε και ακούµε από τα χείλη ιερουργούντος το «Σήµερον κρεµάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεµάσας». Και ο πιο αναίσθητος νιώθει στην εικόνα της Σταυρωµένης Αρετής ρίγη συγκινήσεως να διαδράµουν τα µέλη του. Εκεί αναλογίζεται κανείς τους κρεµασµένους επί ξύλου των πολέµων, τις µυριάδες των νεκρών στα πεδία των µαχών, τους καέντας στα κρεµατόρια, τους δεδιωγµένους ένεκεν δικαιοσύνης, τους µαρτυρούντας υπέρ ειρήνης, τους εν θαλλάσσαις απεγνωσµένους πνιγέντας πρόσφυγας, και όλους αυτούς που δεν έχουν ευαγγελιστή να τους µνηµονέψει. Λαός µου τι εποίησά σοι και τι µοι ανταπέδωκας. Έσπειρε συγγνώµη και αγάπη προς όλους. Κήρυξε µε πάθος ότι ο Θεός αγάπη εστίν, κήρυξε το πρωτάκουστο, να αγαπάς τον εχθρό σου, να συγχωρείς τους δηµίους σου που σε λοιδωρούν βάναυσα και χαιρέκακα.

Τέτοια κηρύγµατα, πριν από το δράµα του Γολγοθά δεν γνώρισε η Ιστορία. Ονειρεύτηκε ένα βασίλειο του Θεού δίχως τάξεις, χωρίς ηγέτες, χωρίς θεσµούς και ιεραρχία, σε ισότητα φύλων και εθνών, σε επανάσταση που δεν ήταν πολιτική αλλά κίνηµα ψυχών, που γρήγορα τα µετέτρεψαν οι δήθεν υπηρέτες του, στο αντίθετό τους: Σε τάξεις, σε αδιατάρακτους θεσµούς και αυστηρές δοµές βασισµένες σε αµετακίνητη ιεραρχία, σε εθνικότητα και φύλο, σε ευλογία των όπλων και του πολέµου, και δυστυχώς µε επικυρίαρχο παντού και σε όλα το χρήµα!

Και για τον διδάσκαλο της αρετής και αγάπης, τον δίκαιο και τον άκακο, ο ακάνθινος στέφανος, τα καρφιά, ο σταυρός η χολή, το όξος, ο µαρτυρικός θάνατος, για να θυµίζει στους αιώνες τη µοίρα του δίκαιου, και του άκακου, όπως την είδε µέσα στους αιώνες πρώτος ο Πλάτων στην Πολιτεία του: «ο δίκαιος, µαστιγώσεται (θα µαστιγωθεί) στρεβλώσεται (θα του σπάσουν τα πλευρά), δεδήσεται (θα τον δέσουν χειροπόδαρα) πολλά κακά παθών, ανασχινδυλευθήσεται (θα ανασκολοπισθεί) 62, Α. Τον ανασκολοπισµό στη θέση του ρωµαϊκού µαρτυρίου, του σταυρού, πρόβλεψε ο µέγας Πλάτων.

Και ο δικός µας Βάρναλης: Θεριά οι ανθρώποι/ δεν µπορούν το Φώς για να σηκώσουν/ χίλιες φορές να ρθείς στη γη τόσες θα σε σταυρώσουν. Που σηµαίνει, µε άλλα λόγια, και άλλους συλλογισµούς, χωρίς θυσία Πρωτοµάστορα / γιοφύρι δε στεριώνει. Και θρίαµβος χωρίς θυσία δε γίνεται. Αµήν, αµήν λέγω υµίν, εάν µη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, ούτος µόνον µένει, εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει. (Ιωάννης, 12,24)

  • Κώστας Τσιλιμαντός

«Δε γίνεται η ζωή τη Ζωή να θανατώσει!»

Και ξαφνικά όλα γέμισαν και αναβλύζουν ζωή. Μεστά σπίτια που ζωντάνεψαν και τίναξαν σφρίγος. Ξεσπάσματα στα μπαλκόνια από υγεία και ενθουσιασμό, από χαρές και χειροκροτήματα. Και τραγούδια. Και το απίθανο, το καταπληχτικό κατόρθωμα: Από πολλά παράθυρα της τηλεόρασης συνδυασμένες εξαίσιες μουσικές, χαροποιές συγχορδίες. Πού βρέθηκε τόσος ζήλος, τόση μεγαλειώδης προσπάθεια; Είναι η μεγάλη μάζα των Ελλήνων που επειθάρχησε, ο μεγάλος κίνδυνος που έσπασε τις αλυσίδες του Εγώ και μας συσπείρωσε στο Εμείς. Και να, η αρετή μέσα από τις κρύπτες που πάντα αγάπησε, με νέους να υπηρετούν γεράματα και ασθενείς εν οίκω και τροφή εν μέση οδώ. Εν πενία πλούσιοι και εν ευσπλαγχνία εργάτες,-«μηδείς εξέλθει πεινών»- οι εν ελευθερία πολιορκούμενοι.

Κάτι μας δίδαξε του πόνου το μάθημα.

Όμως ο μεγάλος και απέραντος έπαινος ανήκει στην αδιάκοπη νυχθημερόν επίμοχθη προσπάθεια των αφανών ηρώων, των ιατρών, που μακριά από τα σπίτια τους, όχι μόνον δαπανήθηκαν, αλλά πολλοί το επλήρωσαν και με την ίδια τη ζωή τους.

. Θέ’ μου αυτή η ώρα του πτωχού λαού, που έγινε παράδειγμα για τους ισχυρούς της γης, κάνε να διαρκέσει. Να τη ζήσουμε να χαραχτεί μέσα μας. Να γίνει οδηγός μας.

Μη βλέπουμε μια μειοψηφία πιστών, πιστών υπέρ το δέον, -και κάποιων γνήσιων και καλών χριστιανών που μισούν τον μαύρο άνθρωπο-που δρούν μόνον φροντίζοντες για το σαρκίον τους και αφρόνως δεν υπακούν ούτε σε φωνή πατρίδος ούτε σε φωνή ταγών της εκκλησίας, αλλά αναζητούν Θεό έξω από τον εαυτό τους, τρέχοντες έξω από θυρόκλειστες εκκλησίες, λησμονούντες το ευαγγελικόν ΕΝ ΗΜΙΝ Ο ΘΕΟΣ ,και αγνοώντας τι είπεν ο Απόστολος Παύλος στους Αθηναίους της εποχής εκείνης ότι ο Θεός «ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί». Μήπως χειροποίητοι δεν είναι και οι χριστιανικοί;

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ, φίλοι αναγνώστες.


Καθαρότατον ήλιον επρομηνούσε

της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,

σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε

τα’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη.

Κι από κει κινημένο αργοφυσούσε

τόσο γλυκά στο πρόσωπο τα’ αγέρι,

που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα

γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.

####

Χριστός ανέστη! νέοι, γέροι και κόρε,

όλοι μικροί μεγάλοι ετοιμαστήτε.

Μέσα στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες

με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε.

Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες

ομπροστά στους αγίους και φιληθείτε.

Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,

πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.

#####

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι

και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μαννάδες.

Γλυκόφωνα κοιτώντας τις ζωγραφι-

σμένες εικόνες ψάλλουν οι ψαλτάδες.

Κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τα’ αγιοκέρι,

οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Για πληρέστερη κατανόηση θα ξεκινήσω με ορισμένα πραγματολογικά στοιχεία, τα ρεάλϊα, όπως τα ονομάζουν οι φιλόλογοι(από το λατιν. real γεν. realis=πράγμα).

«Λαμπρή»: Έτσι λέει ο λαός μας το Πάσχα (όπως και το γάμο,Χαρά). Μόνον οι Ορθόδοξοι τονίζουν τη λαμπρότητα του Πάσχα και τη γιορτάζουν μια βδομάδα. Τη σπουδαιότητά της την εκφράζουν και με το παροιμιακό: “Τρεις τη γέννα, τρεις τα φώτα κι έξι το Μεγάλο Πάσχα.”

«Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι». Στα χρόνια της τουρκοκρατίας η Ανάσταση τελούνταν «όρθρου βαθέος». Και σ’ άλλα διαμερίσματα της Ελλάδας που ενσωματωθηκαν αργότερα στον εθνικό κεντρικό κορμό, η Ανάσταση γινόταν στις πέντε το πρωί, όπως θυμάται ο υποφαινόμενος και στην ακριτική επαρχία του Πωγωνίου, που έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του.

«Εκκλησιές δαφνοφόρες» και «δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι». Παλαιότερα δεν υπήρχαν δημάσιοι τάφιοι. Οι νεκροί θάβονταν κοντά στην εκκλησία, όπου τα Κοιμητήρια. Στα Επτάνησα που ζούσε ο Σολωμός, το Μεγάλο Σαββάτο που οι οικείοι επισκέπτονταν τους νεκρούς τους, όχι μόνο στόλιζαν τους τάφους με δάφνες, αλλά και τη νύχτα της Ανάστασης δαφνοστόλιζαν τις εκκλησιές, έθιμο που συμβολίζει τη νίκη της ζωής επί του θανάτου.

Το παραπάνω ποίημα του Σολωμού είναι ένα απόσπασμα που προέρχεται από ένα μεγαλύτερο επεισοδιακό έργο του Σολωμού, τον «Λάμπρο», με σύλληψη ρομαντική και κλασικότροπη τεχνική, το μειχτό είδος που ποθούσε και πάσχιζε να συνταιριάξει ο ποιητής.

Ο Λάμπρος απάτησε τη Μαρία, δεκαπέντε χρονών κόρη, τάζοντάς της να τη στεφανωθεί και έλαβε μ’ αυτήν τέσσερα τέκνα, μία θυγατέρα και τέσσερα αρσενικά, που τά έρριξε στο ορφανοτροφείο. Δεκαπέντε χρόνια είχαν περάσει και η Μαρία εζούσε στο σπίτι του Λάμπρου αστεφάνωτη και την εμάραινε η ατιμία και η τύχη των παιδιών της.

Νέα συμφορά έρχεται να πληξει τη Μαρία. Ανήμερα του Μεγαλοσαββάτου, μαθαίνει πως ο Λάμπρος, χωρίς και ό ίδιος να το γνωρίζει αρχικά, αλλά να το ανακαλύπτει εκ των υστέρων, έκανε γυναίκα του τη μοναδική κόρη, που είχαν αποκτήσει μαζί.

Ως πλαίσιο λοιπόν του ποιητικού αποσπάσματος που είναι ο Ύμνος, οι αναγνώστες πρέπει να εννοούν τη φρίκη, τη συμφορά, την απόγνωση το σκοτάδι, το θάνατο, την ώρα που τα σήμαντρα της εκκλησιάς καλούν τους πιστούς στην Ανάσταση.

Για να χαρούμε την ομορφιά και το μήνυμα που αναδύεται από το ποίημα, θα πρέπει να κάνουμε ένα μακρύ δρόμο και να φτάσουμε σ’ εκείνο τα μακρινό και άφταστο πρόγονο της ποιητικής μας κληρονομιάς, το μακρινό Όμηρο, που είναι τόσο κοντά μας. Ο Σολωμός, εθνικός ποιητής του αναγεννημένου από τις στάχτες ελληνισμού, θεώρησε τον εαυτό του ως συνεχιστή του μεγάλου προγόνου, και αυτό φαίνεται όχι μόνον εσωτερικά από την ανάλυση του σολωμικού έργου, αλλά και παραστατικά μάς το ομολογεί ο ίδιος σε ένα του ποίημα, στο « Η σκιά του Ομήρου», όπου σε μια σεληνοφώτιστη νύχτα βλέπει σε όνειρο το γέροντα ποιητή να ψάχνει με τα «σβησμένα του μάτια»( ο Όμηρος επιστεύετο ότι ήταν τυφλός) και αναγνωρίζοντας το Σολωμό ως παιδί του, «ωσάν να ’χε το φως του ήλθε σιμά μου».

Δεν τελειώσαμε βέβαια. Θα πάμε στη ραψωδία λ της Οδύσσειας, τη νέκυια (νέκυς –υος= ο νεκρός), όπου ο Οδυσσέας, ακολουθώντας της οδηγίες της Κίρκης, καταβαίνει στον Κάτω Κόσμο να συμβουλευτεί τον μάντη Τειρεσία, για το πώς θα φτάσει στη χώρα του. Εκεί ο Οδυσσέας, μέσα στ’ άλλα, συναντά και τον Αχιλλέα. Για τούτον θυμόμαστε από την Ιλιάδα, πως η νεράιδα μάννα του, η Θέτιδα, όταν είχε τσακωθεί με τον Αγαμέμνονα και δεν έπαιρνε μέρος στον πόλεμο, του είχε αποκαλύψει νωρίτερα τη μοίρα του. Παιδί μου, του είχε πει. Αν πάρεις μέρος στη μάχη, σε περιμένει θάνατος, αλλά δόξα αθάνατη. Αν όμως γυρίσεις πίσω στη Φθία, θα φτάσεις σε βαθιά γεράματα, αλλά θα ζήσεις άδοξα. Και ο Αχιλλέας που το αναθυμάται, όταν οι Τρώες σκοτώνουν τον πιο αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο, παρά να κάθεται άπραγος δίπλα στα ελληνικά καράβια «άχθος αρούρης» (= βάρος της γης), προτιμά να εκδικηθεί το φίλο του και γρήγορα να σμίξει με το Χάρο. Αυτά όσο ήταν ζωντανός και δεν είχε την εμπειρία του θανάτου, που κανένας θνητός δεν έχει. Και είναι να θαυμάζει κανείς τον Όμηρο που κι αυτή την εμπειρία την έδωσε με το αθάνατο έργο του.

Τώρα, λοιπόν, εδώ στον κάτω κόσμο που τον συναντά ο Οδυσσέας, για να τον καλοκαρδίσει, του λέει πως και εδώ που είναι, δεν πρέπει να θλίβεται, γιατί είναι βασιλιάς των νεκρών, μα η απάντηση που παίρνει από τον Αχιλλέα, που δοκίμασε την εμπειρία του θανάτου και αναθεώρησε ριζικά όσα έλεγε ζωντανός, είναι τόσο απροσδόκητη όσο και αποστομοτική: Μη μου μιλάς για θάνατο τρανέ Οδυσσέα. Κολύτερα να ήμουν δούλος και να υπηρετούσα το φτωχότερο και ταπεινότερο αφέντη πάνω στη γή, παρά βασιλιάς στο κάτω κόσμο!

Αυτή την κοσμοθεωρία έδωσε ο Όμηρος στην Έλλάδα. Αποστροφή απ’ το θάνατο. («Τα νέρθε (ο κάτω κόσμος) δ’ ουδέν. Μαίνετα δ’ ός εύχεται θανείν. Κακώς ζην κρείσσον ή καλώς θανείν» συνεχίζει μισή χιλιετία αργότερα ο Ευριπίδης με το στόμα της Ιφιγένειας. Τα κάτω απ’ τη γη μηδέν. Είναι τρελός όποιος επιθυμεί το θάνατο. Είναι καλύτερη η πικρή ζωή από τον όμορφο θάνατο).

Ο Σολωμός που ενστερνίστηκε αυτό το ιδανικό, απευθυνόμενος πρώτα στους Έλληνες που βγήκαν νηστικοί και καθημαγμένοι από μια πολύχρονη επανάσταση, μέσα από ένα τραγικό έργο του που αποπνέει μαυρίλα και θάνατο, δίνει μια νέα διάσταση του χριστιανισμού, από ένα θεό που γεύτηκε την εμπειρία του θανάτου.

Κανένας νεκρός των ιερών κειμένων, ούτε αυτός ο Λάζαρος δεν μας έδωσε εμπειρία θανάτου. Η μεγαλοφυία του Σολωμού, τόλμησε να βάλει διακριτικά και υπαινικτικά να έρχεται το μήνυμα από τα μέρη του «αναστάντος Θεού» με το δικό του ποιητικό τρόπο.

Προσέξτε ιδιαίτερα το στίχο «κι από κεί κινημένο αργοφυσούσε τόσο γλυκά στο πρόσωπο τ’αγέρι». Από πού; Από εκεί που κρέμονταν «της αυγής το δροσάτο ύστερο αγέρι». Από τον επουράνιο τόπο, όπου ο σταυρωμένος Θεός μόλις είχε παλιννοστήσει. Ένας Θεός που γεύτηκε και αυτός την εμπειρία του θανάτου και μπορούσε τώρα στους πιστούς του να μηνύσει πως τα «ανθρώπινα» δεν είναι «ματαιότης», η ζωή δεν είναι «κοιλάδα κλαυθμώνος» αλλά «γλυκιά η ζω’η κι ο θάνατος μαυρίλα». Και αλλού θα επαναλάβει: «Δεν το ’λπιζα ναν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο».

Να με συγχωρέσουν όσοι χριστιανοί δεν μπορούν να τα ανεχθούν αυτά, αλλά ο Σολωμός έστρεψε το χριστιανισμό από κηρύγματα σε «οσμής θανάτου εις θάνατον» σε μηνύματα «οσμής ζωής εις ζωήν».

Το ποίημα ξεκινά με φως (φυσικό) και κλείνει με φως θεϊκό, που φωτίζει την ψυχή («κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι»). Στη λογοτεχνία αυτό ονομάζεται κύκλος.

Η φύση χαρά θεού. Ο ποιητής ενθουσιασμένος, μεθυσμένος από ομορφιά και ψυχική αγαλλίαση παραγγέλλει: «ετοιμαστείτε», «ανοίξετε αγκαλιές», «φιληθείτε». Πορεία από την ανάσταση της φύσης (Ανοιξη), στο αναστάσιμο φως των ψυχών. Υψηλή θρησκευτική συνείδηση, κάθε λέξη ανταποκρίνεται στο νόημά της. Αυτό το φωτεινό διαμάντι που είναι και ύμνος της ζωής, αντιπαραβάλτε το στο όλο έργο, όπου η ανθρώπινη τραγωδία έχει φτάσει στα έσχατα όριά της, για να νιώσουμε τον αντίποδα, το λυτρωτικό μήνυμα της χαράς της ζωής.

    Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΓΝΩΜΗ

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας στο περιεχόμενο του ιστολογίου μου. Αν κάτι σας άρεσε, αλλά ακόμα κι αν σας βρήκε αντίθετους, θα χαρώ να διαβάσω τα σχόλιά σας, συμπληρώνοντας την παρακάτω φόρμα.

Your details were sent successfully!

bottom of page