Θλιβερό προνόμιο δάσκαλος να κηδεύει το μαθητή του. Αντιστροφή του
φυσικού νόμου.
Παράξενα που λειτουργεί κάποτε η Φύση!
Και ήταν ο Τάσος από τα πιο αγαπημένα μου παιδιά. Ήταν καταπληκτικά
εκείνα τα πρώτα μου χρόνια, που ως δάσκαλος στη Μεγάλη του Γένους
Σχολή, αργότερα και στο Ιωακείμειο, είχα το προνόμιο να πετύχω τάξεις, που
έμειναν ριζωμένες στη μνήμη μου, για όσο ακόμα θα ζώ.
Ο Τάσος μετά την αποφοίτησή του από το δημοτικό σχολείο του Φερίκιοϊ,
εγγράφηκε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και φοίτησε μόνο δυο χρόνια (στις
τάξεις Α και Β κατά τα σχολ. έτη 1962-4). Δυο αξέχαστα χρόνια. Ήταν τα
παιδιά που ρουφούσαν ό,τι τους έδινα.
Ο Τάσος πρώτος ανάμεσα στους πρώτους. Δεν είχα την τιμή να τον έχω και
παραπέρα, γατί η οικογένειά του απελάθηκε και το Φθινόπωρο του 1964 ο
Τάσος ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Οικογένεια εκπατρισμένη, φτωχή, και τα
πρώτα χρόνια της ενσωμάτωσης δύσκολα. Για να τα βγάζει πέρα ο νεαρός
μαθητής, παράλληλα με τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, παρέδινε ιδιαίτερα
μαθήματα ανακουφίζοντας και τους δικούς του. "Με τα Ελληνικά που ήξερα
απ' τη Μεγάλη Σχολή" μου ομολόγησε. Το πήρα ως φιλοφρόνηση, γατί
εκείνα τα πρώτα μου χρόνια πείρα διδαχτική δεν είχα, απλώς μια φλόγα είχα
που ένιωθα να με καίει.
Εκείνη την εποχή στη Μεγάλη Σχολή υπήρξε μια δασκάλα των τουρκικών
μαθημάτων, ξανθιά, όμορφη, γαλανομάτα, και, λίγο σπάνιο, όμορφη και σαν
άνθρωπος, η Σενάη. Τα παιδιά, λίγο πολύ, την είχαν ψιλοερωτευτεί κατά
ομολογία του Τάσου. Εκείνη μια Κυριακή τα πήρε και τα πήγε στο θέατρο.
Αυτό ήταν! Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του!
Ο Τάσος μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε καν τι σημαίνει θέατρο, αγνοούσε
την ύπαρξή του. Και όμως έφτασαν δυο θεατρικές ώρες για να χαραχτεί μέσα
του με κόκκινα γράμματα, ο δρόμος που θα ακολουθούσε από δω και μπρός.
Ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Μια εμπειρία τέτοιας ολκής, που ο Τάσος
εκτινάχθηκε έξω από τον εαυτό του, για να γίνει αυτό που θα γινόταν, αυτό
που έγινε. Γύρισε πίσω, μεταμορφωμένος, άλλος άνθρωπος.Φτάνοντας στη
Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλο σκοπό, δεν έβλεπε τίποτε άλλο, τις όποιες
ελεύθερες ώρες του, που τον είχες, που τον έχανες, πάντα θα ήταν σε μια
γωνιά θεάτρου να παρακολουθεί τα δρώμενα.
Μετά το Λύκειο φοίτησε στη Φιλοσοφική Θεσ/νίκης και παράλληλα στη Σχολή
Θεάτρου του Κυριακή Χαρατσάρη από τις οποίες και αποφοίτησε με τις
καλύτερες των διακρίσεων. Δεν τέθηκε καν θέμα εκλογής κατόπιν. Η Φιλ/κή
Σχολή ήταν για να του ευρύνει τους γνωστικούς ορίζοντες. Το θέατρο ήταν όχι
η ζωή, η ψυχή του.
Από κει και πέρα είτε ως ηθοποιός στο Κ.Θ.Β.Ε., είτε στο Ανοιχτό Θέατρο του
Γιώργου Μιχαηλίδη και στο θίασο Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου, είτε ως
ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Θεάτρου " Η Σκηνή", είτε ως πρωτοστάτης στην
ίδρυση του Θεατρικού Οργανισμού "Μορφές", είτε ως θεατρικός δάσκαλος
στην Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης των Μορφών, είτε ως σκηνοθέτης
μιας πληθώρας έργων, ένα μετρούσε για τον Τάσο, η καλλιτεχνική
δημιουργία.
Με αξιοπρέπεια, με αντοχή, με πείσμα και πάντα με ανοιχτή καρδιά, είτε
υποδυόμενος είτε διδάσκοντας ρόλους, δινόταν ολόψυχα κάθε μέρα και
σπαταλούσε το πλούσιο είναι του, που ανανεώνονταν σαν το σπλάχνο του
Προμηθέα.
Τον εκτίμησε ιδιαίτερα ο Μάνος Χατζηδάκις και τον προσέλαβε ως παραγωγό
ραδιοφωνικών εκπομπών για το θέατρο και τη λογοτεχνία επί πέντε έτη
(1976-1981).
Ο Τάσος απέφευγε τις πολυμέρειες που κατακερματίζουν, δε δέχτηκε να
παίξει σε σείριαλ, που θα του έκαναν πιο άνετη τη ζωή, απέφυγε ακόμη και
τον κινηματογράφο, γιατί σκοπός και μοναδική του αγάπη ήταν το θέατρο.
Ασυμβίβαστος στα πιστεύω του, διάλεξε να γίνει ένας μοναχός, ένας
ιερουργός του θεάτρου με το σώμα του πυρσό.
Τιμήθηκε με το βραβείο Θεάτρου της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και
Μουσικών Κριτικών στο έργο του Ευγενίου Λαμπίς " Η υπόθεση της οδού
Λουρσίν" για την εξαιρετική σκηνοθεσία του.
Το Νοέμβριο του1999 ίδρυσε την Εταιρεία Θεάτρου "Εμπρός", συνεργάστηκε
με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και στα ξένα έργα που ο ίδιος
ανέβαζε, ο ίδιος έκανε και τις μεταφράσεις.
Δέχτηκε μόνο μια φορά να παίξη στον κινηματογράφο στην ταινία του
συμπολίτη του Τάσου Μπουλμέτη "Πολίτικη κουζίνα", γιατί επρόκειτο για την
αγαπημένη του Πόλη -μοναδική φορά που την επισκέφτηκε κατά τα
γυρίσματα- και για ένα ιδιαίτερο λόγο ακόμη που χαρακτηρίζει τους γνήσιους
Πολίτες, για την αγάπη του στα μπαχαρικά, στις μυρουδιές, σύμφυτα με το
καλό φαγητό.
Αυτή ήταν μια άλλη αδυναμία στη ζωή του.Ο Τάσος, ως γνήσιος Πολίτης, δεν
κατείχε μόνο την τέχνη να μαγειρεύει έξοχα, αλλά και το χάρισμα να
προδιαθέτει τους εκάστοτε συνδαιτυμόνες του και να κάνει τα φαγητά
του ακόμη πιο νόστιμα, προλογίζοντας, την ώρα του σερβιρίσματος, τις
νοστιμιές του με πολυποίκιλλα διανθίσματα που διέθετε ο εύχυμος λόγος του.
Η ζωή μάς έχει αποδείξει πως σώμα και πνεύμα είναι ένας ενιαίος
οργανισμός. Όταν τρέφεται το ένα, απαραίτητα τρέφεται και το άλλο,
οπότε αξίζει σίγουρα τις φροντίδες μας, όπως το έκανε και ο ίδιος.
Ευγενής, με τον καλό λόγο πάντα στα χείλη, παρέμενε αναλλοίωτος στις
φιλίες του και στους παλιούς του συνταξιώτες. Όποτε του δινόταν η ευκαιρία,
κατέβαινε τα σαβατοκύριακα από τη Θεσσαλονίκη να τους συναντήσει, αλλά
και με μια προϋπόθεση. Να πάνε μαζί στο θέατρο.
Τους πήγε και στο γιαπωνέζικο Νο, κι ενώ οι φίλοι του μετά από μισή ώρα
ένιωθαν ασφυξία,
εκείνος σπαρταρούσε από ενθουσιασμό. Άλλοτε τους είχε πάει στο Ηρώδειο,
στη "Μήδεια" με
την Παπαθανασίου και εκεί ήταν η αποκορύφωση του Τάσου. Οι συνταξιώτες
του θυμούνται πώς δονούνταν ολόκληρος την ώρα της παράστασης και σε τί
φρενίτιδα χειροκροτημάτων είχε ξεσπάσει στο τέλος.
Τέτοιος ήταν ο Τάσος, που είχε αγωνίες πολύ πιο πάνω από την ατομική του
περιπέτεια.
"Καλλιτέχνης θα πεί να μή μετράς, να μη λογαριάζεις, να ψηλώνεις όπως το
δέντρο που δε βιάζει το χυμό του, που αδείλιαστο αψηφάει τις ανοιξιάτικες
μπόρες, χωρις να φοβάται μη δεν έρθει το καλοκαίρι" μας λέει ο Ρίλκε σε
γράμμα του σ' ένα νέο ποητή.
Το καλοκαίρι για τον Τάσο ήταν σύντομο. Οι μαθητές του θεάτρου του που
έκλαιγαν απαρηγόρητα στο φέρετρό του, έδειχναν φανερά την αδικία που του
έγινε.
Στην ακμή του επάνω έπεσε ο Τάσος. Έτσι ξαφνικά,
απροειδοποίητα, φύσηξεν η νύχτα, σβήσανε τα σπίτια, οι άνθρωποι, τα
όνειρα.
Αναίσθητη, άδικη μοίρα, δεν άφησε το δέντρο να δώσει τόσους άλλους
καρπούς, που θα μέστωναν επάνω του.
Μπροστά στην ακατανόητη απόφασή της είμαστε, δυστυχώς, υποχρεωμένοι
να υποκλιθούμε.
Μαζί με τους μαθητές σου, τους συνεργάτες σου, τους θεατές σου, τους
φίλους σου, τους συνταξιώτες σου από την Πόλη, ο δάσκαλος θρηνεί το χαμό
σου και μια θλιμμένη κρητική μαντινάδα ανεβαίνει στα χείλη του:
Ήλιε μου και πώς βιάστηκες να πας να βασιλέψεις!