O Ύμνος της Λαμπρής του Δ. Σολωμού -μια ερμηνευτική απόπειρα
Καθαρότατον ήλιον επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τα’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη.
Κι από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκά στο πρόσωπο τα’ αγέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα
γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
####
Χριστός ανέστη! νέοι, γέροι και κόρε,
όλοι μικροί μεγάλοι ετοιμαστήτε.
Μέσα στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε.
Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους αγίους και φιληθείτε.
Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.
#####
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μαννάδες.
Γλυκόφωνα κοιτώντας τις ζωγραφι-
σμένες εικόνες ψάλλουν οι ψαλτάδες.
Κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τα’ αγιοκέρι,
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.
Για πληρέστερη κατανόηση θα ξεκινήσω με ορισμένα πραγματολογικά στοιχεία, τα ρεάλϊα, όπως τα ονομάζουν οι φιλόλογοι(από το λατιν. real γεν. realis=πράγμα).
«Λαμπρή»: Έτσι λέει ο λαός μας το Πάσχα (όπως και το γάμο,Χαρά). Μόνον οι Ορθόδοξοι τονίζουν τη λαμπρότητα του Πάσχα και τη γιορτάζουν μια βδομάδα. Τη σπουδαιότητά της την εκφράζουν και με το παροιμιακό: “Τρεις τη γέννα, τρεις τα φώτα κι έξι το Μεγάλο Πάσχα.”
«Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι». Στα χρόνια της τουρκοκρατίας η Ανάσταση τελούνταν «όρθρου βαθέος». Και σ’ άλλα διαμερίσματα της Ελλάδας που ενσωματωθηκαν αργότερα στον εθνικό κεντρικό κορμό, η Ανάσταση γινόταν στις πέντε το πρωί, όπως θυμάται ο υποφαινόμενος και στην ακριτική επαρχία του Πωγωνίου, που έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
«Εκκλησιές δαφνοφόρες» και «δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι». Παλαιότερα δεν υπήρχαν δημάσιοι τάφιοι. Οι νεκροί θάβονταν κοντά στην εκκλησία, όπου τα Κοιμητήρια. Στα Επτάνησα που ζούσε ο Σολωμός, το Μεγάλο Σαββάτο που οι οικείοι επισκέπτονταν τους νεκρούς τους, όχι μόνο στόλιζαν τους τάφους με δάφνες, αλλά και τη νύχτα της Ανάστασης δαφνοστόλιζαν τις εκκλησιές, έθιμο που συμβολίζει τη νίκη της ζωής επί του θανάτου.
Το παραπάνω ποίημα του Σολωμού είναι ένα απόσπασμα που προέρχεται από ένα μεγαλύτερο επεισοδιακό έργο του Σολωμού, τον «Λάμπρο», με σύλληψη ρομαντική και κλασικότροπη τεχνική, το μειχτό είδος που ποθούσε και πάσχιζε να συνταιριάξει ο ποιητής.
Ο Λάμπρος απάτησε τη Μαρία, δεκαπέντε χρονών κόρη, τάζοντάς της να τη στεφανωθεί και έλαβε μ’ αυτήν τέσσερα τέκνα, μία θυγατέρα και τέσσερα αρσενικά, που τά έρριξε στο ορφανοτροφείο. Δεκαπέντε χρόνια είχαν περάσει και η Μαρία εζούσε στο σπίτι του Λάμπρου αστεφάνωτη και την εμάραινε η ατιμία και η τύχη των παιδιών της.
Νέα συμφορά έρχεται να πληξει τη Μαρία. Ανήμερα του Μεγαλοσαββάτου, μαθαίνει πως ο Λάμπρος, χωρίς και ό ίδιος να το γνωρίζει αρχικά, αλλά να το ανακαλύπτει εκ των υστέρων, έκανε γυναίκα του τη μοναδική κόρη, που είχαν αποκτήσει μαζί.
Ως πλαίσιο λοιπόν του ποιητικού αποσπάσματος που είναι ο Ύμνος, οι αναγνώστες πρέπει να εννοούν τη φρίκη, τη συμφορά, την απόγνωση το σκοτάδι, το θάνατο, την ώρα που τα σήμαντρα της εκκλησιάς καλούν τους πιστούς στην Ανάσταση.
Για να χαρούμε την ομορφιά και το μήνυμα που αναδύεται από το ποίημα, θα πρέπει να κάνουμε ένα μακρύ δρόμο και να φτάσουμε σ’ εκείνο τα μακρινό και άφταστο πρόγονο της ποιητικής μας κληρονομιάς, το μακρινό Όμηρο, που είναι τόσο κοντά μας. Ο Σολωμός, εθνικός ποιητής του αναγεννημένου από τις στάχτες ελληνισμού, θεώρησε τον εαυτό του ως συνεχιστή του μεγάλου προγόνου, και αυτό φαίνεται όχι μόνον εσωτερικά από την ανάλυση του σολωμικού έργου, αλλά και παραστατικά μάς το ομολογεί ο ίδιος σε ένα του ποίημα, στο « Η σκιά του Ομήρου», όπου σε μια σεληνοφώτιστη νύχτα βλέπει σε όνειρο το γέροντα ποιητή να ψάχνει με τα «σβησμένα του μάτια»( ο Όμηρος επιστεύετο ότι ήταν τυφλός) και αναγνωρίζοντας το Σολωμό ως παιδί του, «ωσάν να ’χε το φως του ήλθε σιμά μου».
Δεν τελειώσαμε βέβαια. Θα πάμε στη ραψωδία λ της Οδύσσειας, τη νέκυια (νέκυς –υος= ο νεκρός), όπου ο Οδυσσέας, ακολουθώντας της οδηγίες της Κίρκης, καταβαίνει στον Κάτω Κόσμο να συμβουλευτεί τον μάντη Τειρεσία, για το πώς θα φτάσει στη χώρα του. Εκεί ο Οδυσσέας, μέσα στ’ άλλα, συναντά και τον Αχιλλέα. Για τούτον θυμόμαστε από την Ιλιάδα, πως η νεράιδα μάννα του, η Θέτιδα, όταν είχε τσακωθεί με τον Αγαμέμνονα και δεν έπαιρνε μέρος στον πόλεμο, του είχε αποκαλύψει νωρίτερα τη μοίρα του. Παιδί μου, του είχε πει. Αν πάρεις μέρος στη μάχη, σε περιμένει θάνατος, αλλά δόξα αθάνατη. Αν όμως γυρίσεις πίσω στη Φθία, θα φτάσεις σε βαθιά γεράματα, αλλά θα ζήσεις άδοξα. Και ο Αχιλλέας που το αναθυμάται, όταν οι Τρώες σκοτώνουν τον πιο αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο, παρά να κάθεται άπραγος δίπλα στα ελληνικά καράβια «άχθος αρούρης» (= βάρος της γης), προτιμά να εκδικηθεί το φίλο του και γρήγορα να σμίξει με το Χάρο. Αυτά όσο ήταν ζωντανός και δεν είχε την εμπειρία του θανάτου, που κανένας θνητός δεν έχει. Και είναι να θαυμάζει κανείς τον Όμηρο που κι αυτή την εμπειρία την έδωσε με το αθάνατο έργο του.
Τώρα, λοιπόν, εδώ στον κάτω κόσμο που τον συναντά ο Οδυσσέας, για να τον καλοκαρδίσει, του λέει πως και εδώ που είναι, δεν πρέπει να θλίβεται, γιατί είναι βασιλιάς των νεκρών, μα η απάντηση που παίρνει από τον Αχιλλέα, που δοκίμασε την εμπειρία του θανάτου και αναθεώρησε ριζικά όσα έλεγε ζωντανός, είναι τόσο απροσδόκητη όσο και αποστομοτική: Μη μου μιλάς για θάνατο τρανέ Οδυσσέα. Κολύτερα να ήμουν δούλος και να υπηρετούσα το φτωχότερο και ταπεινότερο αφέντη πάνω στη γή, παρά βασιλιάς στο κάτω κόσμο!
Αυτή την κοσμοθεωρία έδωσε ο Όμηρος στην Έλλάδα. Αποστροφή απ’ το θάνατο. («Τα νέρθε (ο κάτω κόσμος) δ’ ουδέν. Μαίνετα δ’ ός εύχεται θανείν. Κακώς ζην κρείσσον ή καλώς θανείν» συνεχίζει μισή χιλιετία αργότερα ο Ευριπίδης με το στόμα της Ιφιγένειας. Τα κάτω απ’ τη γη μηδέν. Είναι τρελός όποιος επιθυμεί το θάνατο. Είναι καλύτερη η πικρή ζωή από τον όμορφο θάνατο).
Ο Σολωμός που ενστερνίστηκε αυτό το ιδανικό, απευθυνόμενος πρώτα στους Έλληνες που βγήκαν νηστικοί και καθημαγμένοι από μια πολύχρονη επανάσταση, μέσα από ένα τραγικό έργο του που αποπνέει μαυρίλα και θάνατο, δίνει μια νέα διάσταση του χριστιανισμού, από ένα θεό που γεύτηκε την εμπειρία του θανάτου.
Κανένας νεκρός των ιερών κειμένων, ούτε αυτός ο Λάζαρος δεν μας έδωσε εμπειρία θανάτου. Η μεγαλοφυία του Σολωμού, τόλμησε να βάλει διακριτικά και υπαινικτικά να έρχεται το μήνυμα από τα μέρη του «αναστάντος Θεού» με το δικό του ποιητικό τρόπο.
Προσέξτε ιδιαίτερα το στίχο «κι από κεί κινημένο αργοφυσούσε τόσο γλυκά στο πρόσωπο τ’αγέρι». Από πού; Από εκεί που κρέμονταν «της αυγής το δροσάτο ύστερο αγέρι». Από τον επουράνιο τόπο, όπου ο σταυρωμένος Θεός μόλις είχε παλιννοστήσει. Ένας Θεός που γεύτηκε και αυτός την εμπειρία του θανάτου και μπορούσε τώρα στους πιστούς του να μηνύσει πως τα «ανθρώπινα» δεν είναι «ματαιότης», η ζωή δεν είναι «κοιλάδα κλαυθμώνος» αλλά «γλυκιά η ζω’η κι ο θάνατος μαυρίλα». Και αλλού θα επαναλάβει: «Δεν το ’λπιζα ναν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο».
Να με συγχωρέσουν όσοι χριστιανοί δεν μπορούν να τα ανεχθούν αυτά, αλλά ο Σολωμός έστρεψε το χριστιανισμό από κηρύγματα σε «οσμής θανάτου εις θάνατον» σε μηνύματα «οσμής ζωής εις ζωήν».
Το ποίημα ξεκινά με φως (φυσικό) και κλείνει με φως θεϊκό, που φωτίζει την ψυχή («κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι»). Στη λογοτεχνία αυτό ονομάζεται κύκλος.
Η φύση χαρά θεού. Ο ποιητής ενθουσιασμένος, μεθυσμένος από ομορφιά και ψυχική αγαλλίαση παραγγέλλει: «ετοιμαστείτε», «ανοίξετε αγκαλιές», «φιληθείτε». Πορεία από την ανάσταση της φύσης (Ανοιξη), στο αναστάσιμο φως των ψυχών. Υψηλή θρησκευτική συνείδηση, κάθε λέξη ανταποκρίνεται στο νόημά της. Αυτό το φωτεινό διαμάντι που είναι και ύμνος της ζωής, αντιπαραβάλτε το στο όλο έργο, όπου η ανθρώπινη τραγωδία έχει φτάσει στα έσχατα όριά της, για να νιώσουμε τον αντίποδα, το λυτρωτικό μήνυμα της χαράς της ζωής.
Comentários