Tζένη Παρθενίου-Τσιλιμαντού
Τι κάνεις, όταν, πριν λίγες ώρες μιλούσες με το αγαπημένο σου πρόσωπο, εντελώς ξαφνικά και απότομα, χωρίς υποψία που προδικάζει το μοιραίο, αντιμετωπίζεις μπροστά σου απροσδόκητο το θάνατο;
Ουρλιάζεις, προσπαθείς με σπασμωδικές χειρονομίες μήπως μπορείς και ανατάξεις το σώμα, με την τρελή ελπίδα επανόδου στη ζωή, όμως εκείνη με την οποία είχες μοιραστεί σχεδόν πενήντα χρόνια με τη ζωή σου, η μορφή της Δασκάλας που αγαπήθηκε από μαθητές και μαθήτριες, όσο λίγοι, που εγώ γνώρισα, έχει πετάξει για πάντα από κοντά σου.
Ό,τι και να πεις, ό,τι και να κάμεις, ο θάνατος είναι το οριστικό, το τελειωτικό γεγονός της «μεταβολής εις το εναντίον των πραττομένων», είναι μια μικρή, ή μεγάλη, ή ανυπέρβλητη τραγωδία, αναλόγως του όγκου της.
Έφυγες απροσδόκητα, αθόρυβα, με ειρηνική και γαλήνια όψη, είχες επιτελέσει το μεγάλο σου έργο κλείνοντας τον κύκλο της ζωής σου,και άφησες εμάς τους ζωντανούς, τους περιλειπόμενους στη θλίψη και στον πόνο.
Μεγάλωσες υπό την σκέπη σου, μόνη σου, τα παιδιά σου, όταν εγώ στάλθηκα Γυμνασιάρχης στη Βόνιτσα και κατόπιν στην Ελευσίνα και κατάφερες με τις δυνάμει σου, όχι μόνο να αντεπαξέλθεις στα του οίκου σου, αλλά και στο Σχολείο σου, να κρατήσεις άξια τη θέση σου.
Τα παιδιά σου σε σκέπτονται και σε κλαίνε, διότι στάθηκες ανυπέρβλητη μάννα, δαπανώντας εαυτήν, άγρυπνη στις αρρώστιες τους, με σύνεση ιδίως στις δύσκολες ώρες της εφηβεία τους, με αδαπάνητο μόχθο στις έγνοιες τους, με αδιάπτωτο ενδιαφέρον κατόπι στις σπουδές τους.
Τα εγγόνια σου θα στερηθούν την πλούσια αγάπη σου και τη ζεστή, τη στοργική αγκαλιά σου.
Θα έχεις μαζί σου τις τρυφερές αναμνήσεις του μαθητόκοσμου και την ευγνωμοσύνη των γονιών τους, για το όσα πολύτιμα πρόσφερες στα παιδιά τους, που την εκφράζουν σε μένα , όταν με βλέπουν.
Σε κλαίω κι εγώ, που θα ήθελα τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μου να τον περνούσαμε μαζί.
Έφυγες ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, όπως εύχεται και η Εκκλησία μας.
Αναπαύου εν Ειρήνη!