Γκουγκλάρω ή στίζω;
Προς όσους με διαβάζουν αντί του βαρβαρόηχου γκουγκλάρω, προτείνω το ελληνικό στίζω που σημαίνει σημειώνω τα σημεία στίξεως.
στίζω, έστιξα, να, θα, όταν στίξω, έχει στιχθεί, είναι στιγμένο.
π.χ. μπες στο διαδίκτυο και στίξε το τάδε σήμα
Το τρίπτυχο είναι "ερευνώ, βρίσκω, στίζω".