Για την πανδημική νόσο ο λόγος
«Οι συμπολίτες μας δεν έφταιγαν περισσότερο από όλους τους άλλους, απλώς ξεχνούσαν τι θα πει μετριοφροσύνη, νόμιζαν ότι όλα είναι δυνατά γι αυτούς, πράγμα που εσήμαινε ότι οι δυστυχίες είναι αδύναμες, έτσι εξακολουθούσαν να κυνηγούν τις υποθέσεις τους, να ετοιμάζονται για ταξίδια και να έχουν απόψεις, αδύνατο να σκεφτούν πως μια πανούκλα καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις. Πίστευαν ότι ήταν ελεύθεροι, όμως ποτέ δεν είναι κανείς ελεύθερος, όσο υπάρχουν συμφορές».Αλμπέρ Καμύ «Η πανούκλα».
Από το απόσπασμα αυτό του προφητικού μυθιστορήματος του Καμύ διαπιστώνουμε με πόσην υπεροψίαν και ύβριν έβλεπαν οι πολίτες, τον πρώτο καιρό της πανδημίας, πως δεν θα τους συμβεί κανένα κακό. (Εδώ μπορείτε να συμπεριλάβετε σημερινά κράτη που με τόση απερισκεψία βρέθηκαν αργότερα στην ανάγκη να θάπτουν νεκρούς κατά χιλιάδες). Στο ίδιο κείμενο χωρίς να μπεί τελεία και να έχουμε παράγραφο, επίτηδες, προφανώς, ο συγγραφέας αναιρεί με μια κοφτή φράση, μια σαφή μονοκονδυλιά, όλα τα προηγηθέντα και να μας φέρει στην ωμή πραγματικότητα.
To μυθιστόρημα, προφητικό για τις μέρες μας, το γράφει ο Καμύ, στη δεκαετία του σαράντα (δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος) έχοντας υπ’όψη του μια επιδημία του δεκάτου ενάτου αιώνα, που τη συσχετίζει με γεγονότα του Μεσαίωνα, ( βουβωνική πανώλη - «Μαύρος θάνατος») εποχές κατά το συγγραφέα που δεν είναι άσχετες, τηρουμένων των αναλογιών της ασθενείας, (επιδημία φασισμού, ολοκαύτωμα, κυνήγι αντιφρονούντων σε κάθε καθεστώς κλπ).
Το μυθιστόρημα δεν περατώνεται με αίσιο τέλος, αίσιο τέλος δεν έχει κανένα έργο του Καμύ,οι επιδημίες επανέρχονται, αλλά εμάς εδώ μας ενδιαφέρει ο άνθρωπος, ο άνθρωπος, που είναι η σταθερή αναζήτηση του συγγραφέα.
Και έρχομαι στα δικά μας. Λέγαμε και μιλούσαμε για τον δικό μας κόσμο που μας περιβάλλει ,κόσμο της ξέφρενης ταχύτητας, του θορύβου, του ορυμαγδού, της αδικίας, της εκμετάλλευσης, του ιλίγγου, που δεν αφήνει ούτε ίχνος χρόνου περισυλλογής, και που συνέπειά του έχει την καινούρια θλίψη, την ψυχασθένεια, το άγχος, την κατάθλιψη…
Και τώρα μας δίνεται μια απροσδόκητη ευκαιρία (ουδέν κακόν αμιγές καλού) να καθήσουμε στα του οίκου μας, να γνωριστούμε με τους άγνωστους δικούς μας, να γνωρίσουμε καλύτερα τον άγνωστο εαυτό μας, να έλθουμε σε περισυλλογή, έναν απολογισμό με τον εαυτό μας (τι δ’έρεξα,(=τίέπραξα) πή παρέβην, τι’ δέον δε μοι ουκ ετελέσθη, πάντα βοηθοί οι μακρινοι μας πρόγονοι), να δοκιμάσουμε τις αξίες μας, να ιδούμε πόσο αντέχουμε να ζούμε μόνοι μας ή ως ζευγάρι, η συνήθεια στην απελπισία είναι πιο χειρότερη και από την ίδια την απελπισία.
Να όμως που και ο εσωτερικός εγκλεισμός δημιουργεί δικά του προβλήματα, νέα άγχη, νέα θλίψη, αδιέξοδη συγκατοίκηση, σκαρφίζεται τα πάντα ο άνθρωπος (πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον) για να ξεγελάσει τους φύλακες, να βγεί έξω, να ταξιδέψει, να γλυτώσει από τον εαυτό του, άρα το πρόβλημα είναι τελικά πρόβλημα ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι μόνον αυτός που έχει κάποιο νόημα.
Κάθε κρίση αποτελεί ευκαιρία να δοκιμαστούν οι αξίες που πρεσβεύουμε. Η ζωή μας είναι μοναδική, μια φορά τη ζούμε και αξίζει να τη ζήσουμε.
Επομένως κάτι πρέπει να μας διδάξει αυτό το ανύποπτο κακό που μας βρήκε. Να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το φυλακισμένο μέσα μας «εγώ» και να κάνουμε τη μεγάλη, τη μεσολογγίτικη έξοδο προς το «εμείς». Τοτε θα νιώσουμε την συναλληλία ως μορφή ευεργεσίας στη φυλακή μας.
Και επί τέλους όχι μόνο να επιβιώσουμε, αλλά να γίνουμε πιο δυνατοί σε νέα κρίση.
Να γίνουμε όλοι πιο σοφοί στη ζωή μας.