Ο μπαρμπα-Νάσιος
Στου ρόγχου τα σκαλιά πορφύρας κύκλοι
Κι αστράψαν τα εφτά δοξάρια τ’ ουρανού.
Λύθηκαν τα καρφιά. Φτέρνες και πόδια
Τίναξαν Ίκαρου φτερά, πέδιλα Ερμή.
Έγιν’ αυτός που ήταν. Ανέμισε μαντίλι
Στου αχού το ρίγος και στους ε-
Λιγμούς του τραγουδιού.
Σείσμα και λύγισμα και σύρριζα όλος
Στου «Ισούφ Αράπη» το μεθύσι πήδημα στερνό.
Καλή χορεία- Ελληνική, Μπάρμπα Νάσιο!
Το παραπάνω είναι ένα ποίημα με τοπικό πωγωνίσιο χρώμα.
Τύπος αγαπητός του χωριού, καλόκαρδος, ο μπάρμπα Νάσιος, από τους παλιούς αξέχαστους γέροντες, τον γνώριζα κρεοπώλη στην αγορά του χωριού, που τις εσπέρες έψηνε κοκορέτσι.
Πολλές φορές μας έδινε την ευκαιρία να το ψήσουμε εμείς τα παιδιά,
οπότε είχαμε και την απολαβή μας στο τέλος.
Είχε ένα πάθος, ακόμη και σε περασμένη ηλικία. στα πανηγύρια, ή όπου άλλού γινόταν γλέντια, να χορεύει τον πωγωνίσιο χορό «Ισούφ- αράπης».με τέτοιο πάθος στα τινάγματα, ώστε για να κατορθώσει αυτό που ήθελε, τίναζε τα τσαρούχια του, έμενε με τα τσουράπια, και δόστου χορό.
Τον φαντάζομαι γέρο πιά, άρρωστο και ανήμπορο,δεμένο στο κρεβάτι του πόνου, κατά τη στερνή την ώρα, με δίπλα του μερικές μαυροφόρες γριές να σιγοψιθυρίζουν, να μοιρολογούν ,πες. τη ζωή του.
Στο ρόγχο του θανάτου το σιγαλό μοιρολογίσιο μουρμουρητό έρχεται στα αυτιά του ως τραγούδι Ισούφ –αράπη και ως έλλαμψη οι μεγάλες στιγμές που νέος το χόρευε.
Από εκεί αρχίζει το ποίημα.
Οι ελιγμοί του σκοπού των γριών ποιητικά χωρίστηκαν για να ακούγονται ως λυγμοί που του αξίζουν.