top of page

Ο Δηκταμπάνης από τις αναμνήσεις ενός μαθητή


Την αφορμή για το άρθρο αυτό μου την έδωσε το βιβλίο του κ.- Ελευθέριου Κασιάνη για τον Αιμίλιο Καρούσο, τον αξέχαστο Δάσκαλο.


Τον Δηκταμπάνη τον πρωτογνώρισα το 1953, όταν πέρασα από το Ζωγράφειο στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αυτό έγινε κατά πρώτο λόγο, γιατί μου άρεσαν τα φιλολογικά και κατά δεύτερο, και ανομολόγητο τότε, που ίσως και να ήταν ίσος με τον πρώτο, ο ενδιάθετος φόβος των μαθηματικών -τότε το Ζωγράφειο ήταν στις δόξες του με τον αξέχαστο Μούτσογλου.

Αποτάθηκα στον Γυμνασιάρχη του Ζωγραφείου και ζήτησα τη συμβουλή του και εκείνος όχι μόνο δεν με απέτρεψε, αλλά και με παρότρυνε να μετοικήσω συγχαίροντάς με που διάλεξα από τότε... επάγγελμα!

Μετεγγράφηκα στην εντεκάτη, όπως λέγαμε τότε, τάξη που αντιστοιχεί σήμερα στη δεύτερη του Λυκείου.

Ο Δάσκαλος ψηλός, ευθυτενής, αδύνατος, επιβλητικός, με πρόσωπο συμπαθητικό και φωτεινό, με μάτια που έλαμπαν μέσα από τα γυαλιά του, πρόσχαρος, απόλυτα κυρίαρχος του εαυτού του, άψογος στη συμπεριφορά του μαζί μας, εξέπεμπε με τη βαθιά φωνή του, τον μεστό και ήρεμο λόγο του, μια ακτινοβολία σε μας τα παιδιά κι εγώ γρήγορα τον ανέβασα στο πιο ψηλό βάθρο της συνείδησής μου. Τον θαύμαζα και παράλληλα ένιωθα δέος να τον πλησιάσω.

Βρέθηκα σ’ ένα περιβάλλον που όλοι ήταν γνωστοί και φίλοι μεταξύ τους, ενώ εγώ άγνωστος μέσα σε αγνώστους.

Και η σύσταση του Δάσκαλου ήρθε από την πρώτη ώρα: “-Από σήμερα έχετε έναν καινούργιο αδελφό στην τάξη σας. Αγκαλιάστε τον, δεν θα πρέπει ποτέ να νιώσει πως έμεινε μόνος”.

Πέρασαν σαράντα τέσσερα χρόνια από τότε και δεν ξέρω πόσα ακόμη, όσα μου χαρίσει ο Θεός. Μα τα λόγια αυτά, που έπεσαν σα χρυσή βροχή και ένιωσα τη θαλπωρή τους με συνόδεψαν και θα με συνοδεύουν.

Και όταν ήρθε και η δική μου η σειρά ν’ανέβω στη έδρα, πολλαπλασιάστηκαν ως ευαγγελικός άρτος για κάθε ανάλογη περίσταση. Ετσι δουλεύουν τα πρότυπα.

Οι παραδόσεις των μαθημάτων του μου άνοιγαν παράθυρα. Για πρώτη φορά ένιωθα ζωντανό τον αρχαίο λόγο, την αξία του, τη διαχρονικότητα των μηνυμάτων του και ρουφούσα όσα ο Δάσκαλος έλεγε. Μας δίδαξε εκείνη τη χρονιά Θουκυδίδη, Ιφιγένεια εν Αυλίδι και λυρική ποίηση. Μας έφερε στην τάξη και μας διάβασε και μια διάλεξή του για το αρχαίο δράμα.

Αν συνέβαινε και δημιουργόταν κενό στο πρόγραμμα, πήγαινα, κρυφά από τ’άλλα παιδιά, στον παιδονόμο, μακαρίτη πια τώρα, και του έλεγα να παρακαλέσει τον Δηκταμπάνη να έρθει να καλύψει το κενό.

Μόλις είχε γίνει Γυμνασιάρχης. Στην τελευταία τάξη δίδασκε άλλος καθηγητής. Ομως εγώ ευχόμουν και περίμενα να τον έχω καθηγητή μου και την επόμενη χρονιά, αφού μπορεί τώρα, ως Γυμνασιάρχης, να διεκδικήσει την τελευταία τάξη. Ο Δηκταμπάνης όμως δεν διανοήθηκε να διαταράξει το status quo και έτσι η επιθυμία μου έμεινε μόνον επιθυμία.

**

Ξεχασιάρης είμουνα πάντα. Αυτό όμως που μου συνέβη εκείνη τη χρονιά ήταν απερίγραπτο. Τρεις φορές έχασα σε μια μέρα ένα πουλόβερ που μου είχαν αγοράσει οι δικοί μου και έπρεπε να το αλλάξω, γιατί μου ερχόταν μεγάλο. Στο βαπόρι του Βοσπόρου -ερχόμουν από τα Θεραπειά- και στο βαπόρι του Κερατίου τη δεύτερη.. Το βρήκα και τις δυο φορές. Στην επιστροφή μου από το σχολείο κατέβηκα από εκείνο το μεγάλο κόκκινο λεωφορείο που διέθετε η Σχολή στο Ταξίμ για να πάρω το λεωφορείο των Θεραπειών και το ξέχασα στο λεωφορείο για τρίτη φορά . Αυτά έγιναν το Σάββατο. Το πρωί της Δευτέρας βρήκα το πουλόβερ στο λεωφορείο.

Τα παιδιά συζήτησαν το γεγονός. Οταν ήρθε ο Δάσκαλος στην τάξη, δεν θυμάμαι από ποιά αιτία έγινε λόγος για μένα και τότε κάποιος ανέφερε:

- Κύριε, ο Τσιλιμαντός έχασε το πουλόβερ του τρεις φορές σε μια μέρα!

Κάλλιο ν’άνοιγε η γη να με καταπιεί κείνη την ώρα. ΄Ετρεμα την κρίση του καθηγητή μου και το έδαφος σειόταν κάτω από τα πόδια μου. Τι θα πει για μένα τώρα ο Δάσκαλος;

Αλλά εκείνος που την παιδαγωγική την είχε μαζί με το αίμα του, έμφυτη, μίλησε σαν μεγάλος ψυχολόγος.

-Αυτό σημαίνει πως ο Τσιλιμαντός θα γίνει μεγάλος, γιατί μόνον οι μεγάλοι άνθρωποι έχουν τέτοιες αφηρημάδες.

Μεγάλος άνθρωπος βέβαια δεν έγινα. Ευγνωμονώ όμως το Δάσκαλο εκείνης της ώρας που στήριξε και θέρμανε το καταπτοημένο ηθικό μου.

Α! ΄Οσοι προορίζονται να διδάξουν ας έχουν υπόψη τους τέτοια παραδείγματα. Τι να τις κάνεις τις πολλές γνώσεις, όταν δέρνεις ή ειρωνεύεσαι τον μαθητή σου (“την υψηλή ιδέα σου δεν τη ρώτησα!”) ή τον απειλείς, γιατί έχει διαφορετική γνώμη από σένα (“εσύ δεν θα επιτύχεις στη ζωή σου”όπως είπε σ’ εμένα ο Καραγιάννης). Δάσκαλος σημαίνει πληρότητα ψυχής.

Το μάθημα συχνά ήταν για ήθη των αρχαίων Ελλήνων, για την τραγωδία, για τον πολιτισμό γενικότερα. Εκεί επάνω ένας συνταξιώτης μου τον ρώτησε: -Εμείς ποιοι είμαστε, Κύριε;

Ο δάσκαλος που ίσως να ήταν έτοιμος για κάτι τέτοια, αποφεύγοντας το σκόπελο –οι καιροί δεν ήταν πάντα ευνοϊκοί-απάντησε διπλωματικότατα, αλλά καίρια. Άφησε το μαθητή να αποφασίσει.

-Είσαστε αυτό για το οποίο χτυπά η καρδιά σας!

Μια άλλη φορά έγινε λόγος στην τάξη για τη θεωρία του Φαλμεράγιερ. Ο δάσκαλος ήταν έτοιμος να μας καθησυχάσει.

- Οι ζωντανοί οργανισμοί όχι μόνον είναι έτοιμοι να αφομοιώσουν το νέο αίμα, αλλά γίνονται και πιο εύρωστοι. Κοιτάξτε τους βασιλείς που δεν ανανεώνουνται, κινδυνεύουν από μια θανατηφόρα ασθένεια.


**

Κάοτε συνέβη να συνοδεύω ένα κορίτσι και είχα σταθεί στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Απέναντι μου, στο άλλο πεζοδρόμιο, ανεπάντεχα, ο Δηκταμπάνης. Η ηθική της εποχής ήταν τέτοια, που έγινα κατακόκκινος. Με μεγάλη ταραχή προσπάθησα να σηκώσω τα μάτια μου να τον κοιτάξω.

Ο Δάσκαλος όμως όχι μόνο μου χαμογέλασε, αλλά και έβγαλε το καπέλο του να με χαιρετίσει...

Σίγουρα στην Πόλη οι καθηγητές ήταν πιο προσιτοί στα παιδιά: Στην ελληνική επαρχία, οι καθηγητές με επικεφαλής τους θεολόγους κάναν περιοδείες μη τυχόν και πιάσουν κανένα φουκαρά να πηγαίνει στον κινηματογράφο (!), όχι να τον δουν να συνοδεύει κορίτσι...

Ακόμη θυμάμαι πως δυο βιβλία από τα οποία το πρώτο με είχε γοητέψει, “Το χρονικό του Σαν Μικέλε” του Αξελ Μούντε, σε μετάφραση του Κοσμά Πολίτη, και το δεύτερο ήταν μια μύηση στον αιώνα του Περικλή “Ο κύριός μου ο Αλκιβιάδης” του Αγγέλου Βλάχου, τα πήρα με σύσταση του Γυμνασιάρχη μου.

* * *

Το Φλεβάρη του 1961 αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο. Αργούσαμε και τότε να διοριστούμε και εργαζόμασταν ως ωρομίσθιοι ή κατ’αποκοπήν. Εγραψα στη Σχολική Εφορεία του χωριού μου που διέθετε Γυμνάσιο, πως είμαι στη διάθεσή τους. Λυπούμαι που το λέω, αλλά δεν πήρα ποτέ καμιά απάντηση. Και τότε έγραψα στο Γυμνασιάρχη μου και μέσα στα άλλα του έλεγα επί λέξει ‘Τολμώ να ζητήσω ν’ανοίξει η θύρα της Μεγάλης Σχολής για μένα”. Και η απάντηση ήρθε έγκαιρη και άμεση:

“Δεν υπάρχουν θύρες για σένα. Είσαι το παιδί μας!


Αργότερα, ως συνάδελφοι, κάπου οι σχέσεις μας δοκιμάστηκαν. Δεν θα δικαιώσω τον εαυτόν μου. Παράλληλα με το θράσος που διακρίνει τη νεότητα, υπήρξα και μονομερής και άκαμπτος. Ο,τι και να έγινε, για μένα ήταν παροδικό. Η μορφή του Δάσκαλου έμεινε άφθαρτη από το χρόνο. Ήμουν με ένα χρόνο διδασκαλίας το πννευματικό του παιδί.

**

Ο Δηκταμπάνης ήταν ένα κεφάλαιο για την Πόλη που δεν πρόλαβε να αποδώσει τους τόκους του. Οι συνθήκες βίαιες ανέτρεψαν σύρριζα σχέδια, οράματα, πόθους. Κυνηγημένος έφυγε λάθρα από την Πόλη!

Ας είναι οι λόγοι αυτοί ένα μικρό οδόσημο στο φωτεινό πέρασμα του από την πόλη των Κωνσταντίνων.

bottom of page