top of page

Αναζητώντας την αρετή...


Σε καιρούς εξαιρετικά μη πρόσφορους για την ευδοκίμησή της, η αρετή αποδεικνύεται πολλά περισσότερα από μια αρχή μάταιης φιλοσοφικής αναζήτησης. Γυρνώντας το χρόνο, ο Κ.Γ. Τσιλιμαντός φανερώνει όχι μόνο τη σημασία της, αλλά και την ανάγκη που αναδύεται ζώσα σήμερα να επαναπροσδιορίσει το θεωρητικό και πρακτικό υπόβαθρο της ζωής μας. Ο ενάρετος βίος μπορεί να περιενδύθηκε το χριστιανικό ένδυμα, αλλά αποτελεί τον απώτατο ανθρώπινο στόχο ήδη από τα χρόνια των αρχαίων προγόνων μας.

Είναι μια από τις λέξεις-έννοιες που ξεκινάει με τη χαραυγή του ελληνικού πολιτισμού και διαγράφει αδιάλειπτα τη φωτεινή τροχιά της βαθαίνοντας και διευρύνοντας σε κάθε αιώνα την ανεξάντλητη αίγλη της.

Στον Όμηρο, σε αυτή τη γραπτή για τους Έλληνες Βίβλο Γενέσεως, η λέξη λάμπει νεόκοπη -γραπτώς εννοώ, γιατί τις οίδε πόσους αιώνες πριν ελαλείτο- και αποδίδεται σε θεούς, ανθρώπους, ίππους, ακόμη και σε άψυχα αντικείμενα.

Η αρετή της γης είναι η αφθονία, η αρετή των ποδιών είναι το τρέξιμο, του ίππου η ταχύτητα, του άντρα η ευψυχία, η ρώμη αλλά και ο νους, του πολεμιστή η παλληκαριά. Ως προς τους θεούς η αρετή εκφράζεται με το μεγαλείο, τη μεγαλοπρέπεια και τη δύναμη που δε συγκρίνεται με καμιά ανθρώπινη, ως προς τη γυναίκα όμως αρετή της είναι η χάρη και η ομορφιά της. Θυμηθείτε την Ελένη στην Ιλιάδα, που για την ομορφιά της οι γέροι της Τροίας είπαν χαλάλι στον πόλεμο και θυμηθείτε στην Οδύσσεια την πανώρια κόρη Ναυσικά, την «θεών άπο κάλλος έχουσαν!»

Η αλλαγή έρχεται με τον άλλον επικό, τον Ησίοδο. Εκεί η αρετή έχει αντίθετό της την κακία, που εύκολα μπορεί κανείς να την αποχτήσει, ενώ

«της δ' αρετής ιδρώτα θεοί προπάροιθεν (=πριν απ' όλα) έθηκαν

αθάνατοι μακρός δε και όρθιος (=ανηφορικός) οίμος (=δρόμος) ες αυτήν

και τρηχύς το πρώτον» (=και τραχύς αρχικά).

Για την πολεμική αρετή των Ελλήνων θα μας μιλήσει ο Ηρόδοτος με το στόμα του Πέρση βασιλιά Ξέρξη, ο οποίος απευθυνόμενος στο γαμπρό του Μαρδόνιο του λέει: Αλλοίμονο, Μαρδόνιε, σε ποιους άντρες μας έφερες να πολεμήσουμε, οι οποίοι «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται, αλλά περί αρετής.»

Έτσι μπήκαμε και στην ηθική έννοια της αρετής. Από κει και πέρα δεν υπάρχει συγγραφέας, δεν υπάρχει ρήτορας, που να μην εμπνέεται από τη θεά αυτή.

Δε θα περάσουν πολλά χρόνια και ο δάσκαλος του Θουκυδίδη, ο Πρόδικος από την Κέα-Τζια, προσηλωμένος στις ηθικές αξίες, θα προσωποποιήσει τις έννοιες βάζοντας τον νεαρό Ηρακλή να δελεάζεται από δυο γυναίκες, την Κακία και την Αρετή, με την πρώτη να του τάζει λαγούς με πετραχήλια και τα πάντα άκοπα, ενώ η δεύτερη να τον συμβουλεύει ότι πρέπει να κοπιάζει, διότι «των γαρ όντων αγαθών και καλών ουδέν άνευ πόνου και επιμελείας θεοί διδόασιν ανθρώποις.»

Ένας λαός έκανε έμβλημά του την έννοια αυτή με τον Πίνδαρο και το Θέογνη να δέχονται την αριστοκρατική της καταγωγή, με το Σωκράτη και τους σοφιστές να δέχονται ότι είναι διδακτή σε κάθε άνθρωπο και τον Δημόκριτο να διακηρύχνει ότι οι άνθρωποι γίνονται αγαθοί με την άσκηση και όχι με τη φύση που γεννιούνται, πράγμα που το δέχεται κι ο Ευριπίδης ( «τροφαί θ' αι παιδευόμεναι/ μέγα φέρουσ' ες αρετάν» που σημαίνει ανατροφή και μάθηση μεγάλως συντελούν στην αρετή. Ιφ. εν Αυλ. στ. 561-2, η οποία, «βαίνει δια μόχθων», Ηρακλ. στ.625), όπως και στον Ησίοδο.

Έτσι πώς να μην έχεις μιαν Αγορά που έσφυζε από καθημερινές συζητήσεις, τη στιγμή που άλλοι λαοί αγνοούσαν και την ύπαρξή της.

Ο προβληματισμός που πλημμυρίζει τους διαλόγους μεταξύ φιλοσόφων και σοφιστών, δεν αφήνει και τα άλλα είδη του λόγου ανεπηρέαστα. Σύντομα θα διαπηδήσει στη λογοτεχνία και το θέατρο.

Την αρετή θα την πάρει από την κονίστρα του σταδίου ο Περικλής και θα την θεσπίσει σύμβολο στους αιώνες της πολιτικής, της αγάπης για την πατρίδα και του κάθε υγιούς αγώνα και θα διακηρύξει: « άθλα γάρ οίς κείται αρετής μέγιστα, τοίσδε και άνδρες άριστοι πολιτεύουσι» ( Γιατί όπου έχουν θεσπιστεί τα πιο μεγάλα βραβεία για την αρετή, εκεί ευδοκιμούν ως πολίτες και άνδρες άριστοι»).

«Καί τά ες αρετήν ηναντιώμεθα τοις πολλοίς. Ου γαρ πάσχοντες εύ, αλλά δρώντες κτώμεθα τους φίλους» (=όχι με το καλό που κάνουν οι άλλοι σ' εμάς, αλλά εμείς στους άλλους).

Για τους πεσόντες στο Μαραθώνα αφού έκριναν «διαπρεπή» την «αρετήν» τους, τιμητικά και κατ΄εξαίρεση τους έθαψαν εκεί που έπεσαν.

Ένα αιώνα αργότερα οι άνθρωποι που λάτρεψαν την αρετή, με το στόμα του Αριστοτέλη, θα θεωρήσουν ευτυχία και το θάνατο για χάρη της!

Αρετά, πολύμοχθε γένει βροτείω (στο γένος των θνητών)

Θήραμα κάλλιστον βίω( υπέροχη επιδίωξη στη ζωή)

Σας πέρι, παρθένε, μορφάς ( = περί σής μορφής, για σένα)

Και θανείν ζηλωτός εν Ελλάδι βίος. ( να πεθάνει κανείς θεωρείται

ζηλευτή ζωή στην Ελλάδα).

Πείτε μου, αν ξέρετε κανένα άλλο λαό, πού ύψωσε ύμνο στην Αρετή και για χατίρι της θεώρησε μοίρα γλυκιά και ζηλευτή το θάνατο.

Αν οι αρχαίοι την ταύτισαν με το κάλλος, ώστε ό,τι ωραίο να είναι και καλό, και αντίθετα ό,τι κακό να ταυτίζεται με την ασκήμια, αυτό οφείλεται στην υπερβολική λατρεία τους προς το ωραίο, ώστε ο «καλός (=ωραίος) καγαθός» (=ενάρετος) να αποτελούν το ιδανικό για τον τέλειο άνθρωπο, για να διακηρύξει αργότερα ο Μένανδρος τον περίφημο στίχο: «Ως χαρίεν έστ' άνθρωπος, όταν άνθρωπος ή» (=Τι χαριτωμένο πράγμα που είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος).

Η Αρετή δε χάθηκε και στη βυζαντινή εποχή, μόνο που έλαβε καθαρά μεταφυσική έννοια, όπως διαβάζομε σε ένα Ιδιόμελο την Τρίτη της Α! εβδομάδος, εις τον Εσπερινόν, «Νηστείαν ουκ αποχήν βρωμάτων μόνον τελέσωμεν...άξιοι γενώμεθα της του Αμνού μεταλήψεως... και εορτάσωμεν...εις ύψος αρθέντες αρετών εν φαιδρότητι...»

Το πόσο αγάπησαν την αρετήν οι νεοέλληνες το δείχνουν και οι ονομασίες γυναικών σε Αρετή, Αρέτω, Αρετούσα, ο δε ποιητής του αγώνα της εθνεγερσίας Κάλβος ταυτίζοντας την αρετή με την ελευθερία και ψέγοντας τους φοβουμένους, αλλά παρορμώντας τους ανδρείους έγραφε με λυρική τόλμη.

'Οσοι το χάλκεον χέρι

Βαρύ του φόβου αισθάνονται

Ζυγόν δουλείας ας έχωσι.

Θέλει αρετήν και τόλμην

Η ελευθερία.

Και θα πλέξει τον αμάραντο στέφανο της αρετής για την αγωνιζόμενη Ελλάδα, γράφοντας:

Μόνη

Αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος,

Το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει

Η Αρετή.

# # #

Οι Φοίνικες υπήρξαν οι μεγαλύτεροι έμποροι, οι Καρχηδόνιοι οι πιο ξακουστοί πολεμιστές. Τι απόμεινε όμως από αυτούς; Αλλά και αρχαιότεροι λαοί των Ελλήνων, Αιγύπτιοι, Ινδοί, Εβραίοι, ανέπτυξαν πολιτισμούς που έμειναν στατικοί στους αιώνες. Και μόνον οι δαιμόνιοι Έλληνες ανέπτυξαν Τέχνη, Επιστήμη, Πολιτική, Φιλοσοφία, Ιστορία, Ηθική, πάντα στα πλαίσια Ελευθερίας και Αρετής.

bottom of page