Τα ελληνικά... μπιφτέκια!
Ως γνωστό η λέξη μπιφτέκι προέρχεται από τη γαλλική bifteck <αγγλική beef- steak, που σημαίνει τεμάχιο βοδινού κρέατος, ειδικότερα φιλέτο ή μπριζόλα χωρίς κόκκαλο, και πιο ειδικότερα κάθε φέτα κρέατος, όπως είναι το κιλότο, που μπορεί να ψηθεί. Αυτά στην Ευρώπη.
Τα χρόνια που έζησα στην Πόλη, αυτή τη σημασία ξέραμε Έλληνες και Τούρκοι. Τώρα πώς συμβαίνει εδώ στην Ελλάδα που όλα τα παραποιούμε, ή τα μεταβαφτίζουμε, οι κιοφτέδες στη σχάρα να σημαίνουν μπιφτέκια, το
αφήνω στην κρίση του αναγνώστη που είναι σε θέση να γνωρίζει τι κέρδος υπάρχει μεταξύ του καθαρού κρέατος και του κιμά, όπου οποιοδήποτε τεμάχιο κρέατος, ακόμη και το πιο ακατάλληλο, όταν ζυμωθεί και μάλιστα
με μπαχαρικά αποβάλλει κάθε δυσοσμία και όταν ψηθεί γίνεται και πολύ εύγεστο και βέβαια και πολύ μαλακό. Έτσι, για το κέρδος και μόνο, μεταβαφτίστηκαν οι κιοφτέδες, που δεν τους βρίσκεις πια σε κανένα εστιατόριο.
Επειδή μια ζωή προτιμώ τα μπιφτέκια από κιλότο, όπως τα ήξερα από την Πόλη (εκεί το λέγαμε σοκούμι), όταν λέω στον κρεοπώλη ότι θέλω το κιλότο για μπιφτέκια, εννοώντας να μου το κόψει σε φέτες, ο άνθρωπος δυσανασχετώντας μου λέει πως ο κιμάς από κιλότο δεν κάνει για ...μπιφτέκια. Σπάνιοι, πολύ σπάνιοι Έλληνες, ιδιαιτέρως και κρεοπώλες γνωρίζουν ότι το κιλότο ψήνεται στη σκάρα.
Προφανώς οι Έλληνες έχουν ξεχάσει πως πριν βγουν τα «μπιφτέκια» από κιμά, όταν έτρωγαν στο εστιατόριο κανένα μπιφτέκι που ήταν σκληρό τους άκουγες να λέν στο γκαρσόνι « Γκαρσόν! Το μπιφτέκι αυτό είναι σκληρό σα σκύλος, δε μασιέται»
Το Λεξικό του Μπαμπινιώτη εντάχθηκε στην εμπορική μερίδα ( κομμάτι από κιμά ζυμωμένο με καρυκεύματα και διάφορα υλικά που τρώγεται ψητό) και δεν διασώζει τίποτε από το…αρχαίον κάλλος.
Ας είναι καλά ο καθηγητής μου, ο μακαρίτης ο Σταματάκος, που στο τρίτομο Λεξικό της Ν. Ελληνικής στο λήμμα μπιφτέκι, διασώζει την... αρχαία παράδοση: Φέτα βωδινού κρέατος ή μοσχαρίσιου ψητή ή τηγανητή.