Στο θάνατο του Ν. Καζαντζάκη
Στις 26 Οκτωβριου 1956, ,ανήμερα του αγίου Δημητρίου, ο Καζαντζάκης
άφηνε την τελευταία του πνοή.Και ενώ ήταν κυνηγημένος πρώτα από τη Δυτική
εκκλησία για το βιβλίοτου «Τελευταίος Πειρασμός», στη συνέχεια όμως υπέστει κυνηγητό
και από την Ελληνική εκκλησία, που υπερτέρησε, και στα: «Καπετάν Μιχάλης»
και «Ο Χρστός ξανασταυρώνεται».
Σε αντίθεση ο Οικουμενκός μας Πατριάρχης από το Φανάρι, ο πολύς Αθηναγόρας,
σε επιστολή του, δημοσιευμένη στη«Νέα Εστία», του καιρού εκείνου,
του έγραφε, μέσα στ’ άλλα, και τοναποκαλούσε «Τέκνον ημών εν Κυρίω αγαπητόν».
Διαβάζοντάς τον από τα θρανία ακόμη της Μεγάλης του Γένους Σχολής,
που ήμουν μαθητής, σφοδρός έρωτας με κατέλαβε για το συγγραφέα. Στην
Αθήνα, με την αδικία που του γινόταν, ένιωσα τόσο μεγάλη αγανάκτηση,
που ήμουν έτοιμος να σχίσω το μπράτσο μου και να του γράψω ένα θερμό
γράμμα.
Ο θάνατός του με πρόλαβε μόλις δευτεροετή φοιτητή. Εκείνο το βράδυ
κάλεσα τους ιδιοκτήτες του σπιτιού που νοίκιαζα και δυο ακόμη
συσπουδαστές, που έμεναν στη ίδια στέγη, και για μνημόσυνο τους
διάβασα το τελευταίο κεφάλαιο από τον «Καπετάν Μιχάλη»
Μετά έκατσα κι έγραψα ένα ποίημα για να ξαλαφρώσω. Το ποίημα αυτό,
παρέμεινε έκτοτε καταχωνιασμένα στο συρτάρι μου και τώρα με την
ευκαιρία έκδοσης των Απάντων του σκέφτηκα να μη χαθεί, αλλά ας είναι
μια μαρτυρία ενός θερμόαιμου νέου με τις όποιες αδυναμίες της ηλικίας.
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Του βαριού σου σταυρού την ευθύνη κράτησες άξια,
Ως τη στερνήν ανηφοριά που σου ‘ταξεν η μοίρα.
Μπρος σου μέγα κι απάτητον ύψος έμπνεε δείλια.
Άβυσσο πίσωθε πλατιά και Φαρισαίοι γύρα.
Πως τ’ αντρίκειο και πέρφανον ήθος, κλήρα τ’ ανθρώπου,
Γκάρδιωνεν αναρριχημούς ιλίγγου κι η καρδιά σου,
Φωνές στείρες, φτηνές και ταπείνιες γύρω ως σε ζώναν,
Σου ’τανε τ άπαρτο καστρί, χαρά και συντροφιά σου.
Η ψυχή στο κορμί σου πλαντούσε, στένευ’ ο κόσμος,
Μα σαν Αρκάδι ακοίμητη που ‘χες μια φλόγα για αίμα,
Την αχάμνια π’ανάδιν’ η χώρα, λάσπη και σήψη,
Στο χημικό αργαστήρι σου μετάπλαθες σε Πνέμα.
Άξιον ύμνο στ’ ακάματο χέρι ποιος θε να υψώσει,
Γεφύρι αγεροκρέμαστο για την ψυχή που εμόχθει
Το Θεό της καινούργιο να υψώσει, νέα ανυφάντρα
πέρφανου μύθου Κρητικού σε νιαν αντίπερα όχτη.
Ακριβέ της Ελλάδας η άγια όπου σ’ εγέννα
΄μήτρα, ως σπόρο σε κρατεί κι εμείς πα στη θανή σου
άξιο σου τέκνο ευχόμαστε να ξαναδώσει η γη μας.
Παππού το χρέος τέλεψες, ήσυχα πια κοιμήσου.!