Στο περιθώριο του ταξιδιού στην Πόλη
Στο ταξίδι μου στην Πόλη, είχα το φίλο μου ποιητή Yuksel Pazarkaya, που είχε την καλοσύνη να με συνοδεύει παντού στα μέρη που έζησα ως μαθητής και αργότερα ως καθηγητής και να μοιράζεται μαζί μου τα συναισθήματά μου από τις επαφές. Με ακολούθησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, που μας μετέφερε ο οδηγός ο κ.Metin, τον οποίο μας είχε παραχωρήσει ο ιδιοκτήτης της Έκθεσης Βιβλίου κ. Βullent Unal. Περιοδεύσαμε τις αίθουσες τα εγαστήρια, τη βιβλιοθήκη, ανεβήκαμε στον πύργο της και από εκεί αγναντέψαμε πανοραματικά την Πόλη. Ο συνάδελφος και φίλος Διευθυντής της Σχολής Νίκος Μαυράκης, μαζί με τον πρόεδρο της Εφορείας τον κ. Πρόδρομο Φιλίππου, παλαιά μαθητή μου, μας φίλεψαν με αναμηστικά δώρα και μας κάλεσαν στο μεσημεριανό γεύμα, που προσφέρει στους μαθητές της η Σχολή. Oι τρεις μαζί πάντα, μια άλλη μέρα, επισκεφτήκαμε τον τάφο του πατέρα μου στα Θεραπειά, και με τον πάτερ- Αντώνη, ιερέα της Κοινότητας, στην Αγία Παρασκευή, που τον φέραμε στο νεκροταφείο, έριξα.. ενώπιόν τους τρισάγιο στον τάφο. Φάγαμε στη Λοκάντα που ανήκε άλλοτε στο μακαρίτη Χρήστο Ταλιούρη, μα τώρα ο νύν ιδιοκτήτης της είναι Τούρκος, και μια άλλη μέρα o κ.Bulent Unal, μας είπε:
-Σας καλώ ναφάμε ψάρι, σήμερα.
Από τα ανεπάντεχα, εκείνα που σκαρώνει κάποτε η μοίρα, όταν θέλει να παίξει μαζί μας. Μας έβαλε στο αμάξι του που όδηγούσε ο ίδιος και αφού διασχίσαμε όλο το Βόσπορο, περάσαμε από τη δεύτερη πατρίδα μου, τα Θεραπειά, και σταματήσαμε στο γειτονικό Κιρέτσμπουρνου. Όταν μπήκαμε στο εξοχικό Κέντρο, κάτι ανατρίχιασε μέσα μου. Νά 'ταν άραγε εδώ, που παλιά, στην δεκαετία του πενήντα, μαζεύονταν η συντεχνία των κρεοπωλών, οικογενειακώς, όλοι Ηπειρώτες και ο Δήμος, το γκαρσόνι από την Ίμβρο, ανάσερνε απ' το πηγάδι τις μπύρες, για να είναι δροσερές, που μας τις σέρβιρε με σπεσιαλιτέ σαρδέλλες στα κληματόφυλλα; Κάναμε κατοχή στο Κέντρο, ο καλοκάγαθος ιδιοκτήτης του Αλή- μπεης, μας το επέτρεπε, βάζαμε στο πικάπ ηπειρώτικους δίσκους, και το ρίχναμε στο χορό, με το κλαρίνο να αντηχεί τα ηπειρώτικα σε βαθμό που κάποτε ερχόταν η τουρκική αστυνομία! Θυμήθηκα τους χορούς που έσερναν γέροι μερακλήδες, ένας λεβεντόγερος είχε χορέψει το Σαμαντάκα, (παραφθορά του ομώνυμου χορού του Οσμάν Τάκα), ένα χορό αργό, μεγαλοπρεπή, με πολλά τσακίσματα, με όλη την ομήγυρη στο πόδι να χειροκροτεί. Μια άλλη φορά σηκώθηκε η Μάννα μου και χόρεψε την "Αλεξάντρα", με τέτοιο πάθος, που ένας Τούρκος, απ' το τσούρμο που μαζεύονταν γύρω, να ιδούν τα παράξενα που συνέβαιναν, αναφώνησε:
-Aferim shu kadina.( Μπράβο σ' αυτή τη γυναίκα).
Κι εγώ καμαρώνοντας φώναξα:- Annem dir, annem dir.(Μάννα μου, Μάννα μου είναι !). Αυτά τότε. Όμως το Κέντρο δεν έμοιαζε το ίδιο, είχε άλλη διακόσμηση, και από "Αλήμπεη" που ήταν γνωστό σ' εμάς , τώρα λεγόταν "Αλήμπαμπα'. Αυτό ήταν το λιγότερο.Το βασικό για μένα ήταν το πηγάδι, που δεν υπήρχε. Τρώγαμε και πίναμε με τα πλούσια κεράσματα του ανοιχτόκαρδου κ Μπουλέντ, με εμένα να ανιστορώ τα παλιά και τα όσα τώρα συγκρούονταν μέσα μου, κανεις όμως δεν μου έλυνε το γρίφο. Σε μια στιγμή ο κ. Μπουλέντ σηκώθηκε δήθεν να πλύνει τα χέρια του. Άργησε κάμποσο να επιστρέψει, μα κανείς δεν έδωσε σημασία. Όταν ήρθε και κάθησε δίπλα μου, μου λέει σε τόνο αργό, βεβαιωτικό.
-Κώστα, εδώ χόρεψε η Μάννα σου, έλα να σου δείξω το πηγάδι!
Ανατρίχιασα και μου' ρθαν δάκρυα. Να σε παίρνει ένας Τούρκος άρχοντας να φάτε μαζί και να σε πηγαίνει, δίχως ο ίδιος να το υποψιάζεται, σ' ένα Κέντρο, που πενήντα χρόνια πριν χόρεψε εκεί η Μάννα σου, είναι απο΄τα πιο απίθανα που σκαρώνει η τύχη.
Όλη την ώρα που έλειπε, ζήτησε αν υπάρχει πηγάδι και πού. Και όταν τον βεβαίωσαν, αφού τους έπεισε να σηκώσουν μια τεράστια ντουλάπα που σκέπαζε το στόμιο και το γύρο χώρο, με έφερε κοντά και τότε ήρθε μια κρύα ριπή έντονη , από το ανοιχτό στόμιο.
Όταν φεύγαμε απ' το Κέντρο, μου έφεραν και τη φωτογραφία του Αλήμπεη. Ήταν απαράλλαχτος, ο σεβάσμιος γέροντας με την άσπρη γενειάδα, όπως τότε τον ήξερα.
Να μπορούσαμε να σταματήσουμε τη ροή, τον οδοστρωτήρα που αφανίζει τα πάντα! Αυτά μιλoύσαμε με το φίλο μου ποιητή Yuksel αργότερα και παλιές νοσταλγίες, χαμένες ομορφιές, παλιες αγάπες, άλλες εποχές,αγαπημένα πρόσωπα ξετυλίγονταν ενώπιόν μας, "οιχομένων ες αεί" εκείνων των χρόνων.
Η απάντηση ήρθε αργότερα, εδώ στην Ελλάδα, πικρή για τους νοσταλγούς, μέσα σε φάκελο. γραμμένη σε στίχο. Σας την παραθέτω σε μετάφραση, φυσικά.Τα εντός παρενθέσεως δεν ανήκουν στο πρωτότυπο κείμενο, είναι συμπληρώματα του ελληνικού στίχου.
ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ
Του ΓΙΟΥΚΣΕΛ ΠΑΖΑΡΚΑΓΙΑ
{Στη μνήμη του αγαπημένου Μπεχτσετ Νεταζατιγκίλ}
Αλλάξαν, αδερφέ μου, αλλάξανε τα παντα (στη ζωή μας).
Λόγο δε βγάζ' η γλώσσα σου για τα παλιά, στάζει αιμα
Στου οχτώβρη το μουντό τ' απόβραδο.
------------------------------
Απ' την καρδιά, απ' τα μάτια σου σειρά περνούν τα σπίτια
Πλήθος στιγμές και θύμησες σε τούτο το σοκάκι
Κατεβασμένος ποταμός στ' άλλο σοκάκι ο πόνος.
- "Εδώ κάπου το σπίτι μου, τότε, στο Σταυροδρόμι".
Η αξίνα σκάβει θύμησες στα χρόνια του εξήντα.
---------------------------------
Κώστα αδερφέ, ζητάς την Πόλη σου του ενός εκατομμυρίου
Στο τέρας τούτο που 'φτασε τώρα τα δεκαπέντε.
Πάει το Νισάντας που' ξερες, παν τα παλιά Ταταύλα
Και το Ταρλάμπασι που ζήταγες, μαζί μ' αυτούς που εφύγαν
Μέσ' απ' τις στάχτες (τών καιρών) πια δεν ξαναγεννιέται!
-----------------------------
Το μνήμα του πατέρα σου τα Θεραπειά κρατούνε.
Στου πεθαμένου την ταφόπλακα ισχύ δεν έχει ο χρόνος
Σαν τα κεριά πάνω του που άναψες
Τα Θεραπειά σου που 'ξερες, Κώστα αδερφέ, σβηστήκαν
Από την πόλη δυο φορές την ίδια δε διαβαίνεις!
--------------------------------------
Αφεντικό, η Λοκάντα που 'ξερες στα Θεραπειά, έχει αλλάξει
Και το πηγάδι όθε ανάσερναν τις μπύρες στ' άλλο Κέντρο
Με μια βαριά κονσόλα σκέπασαν. γιατι πια στο πηγάδι
Στην πολιτεία που διαρκώς αλλάζει (χρώμα κι όψη)
Καρπούζια, μπύρες δεν κρυώνουνε...