Ποιος ήταν ο Λουκιανός
Ενας Σύριος από την πόλη Σαμόσατα, (αρχαία πόλη στη δεξιά όχθη του Ευφράτη, πριν από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση πρωτεύουσα της παλαιάς Κομμαγηνής), ο Λουκιανός, υπήρξε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, και μάλιστα κατά την Ρωμαϊκή περίοδο, στους χρόνους της δεύτερης σοφιστικής ( 2ος και 3ΟΣ αι. Μ. Χ.), ρήτορας και συγγραφέας έργων γραμμένων σε έντεχνα και άψογα ελληνικά, (αττικίζουσα γλώσσα) γλώσσα εκείνων των καιρών παγκόσμια.
Είναι η εποχή που μετά τον εξελληνισμό της Ανατολής που έγινε επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, φοιτούν στις ελληνικές σχολές («βάρβαροι» από το Βορυσθένη στις εκβολές του Δνπείπερου, ως τον Άνω Νείλο, από τη Βαβυλώνα ως την Καρχηδόνα, από τις πόλεις της Ιλυρίας ως τη μακρινή Γαλατία και σ’ όλον αυτό αυτό τον καινούργιο κόσμο, θα βρεις να κατάγονται εκπρόσωποι της δεύτερης σοφιστικής).(1)
Οξύ και ελεύθερο κριτικό πνεύμα, ανικανοποίητο από τα δεδομένα της εποχής στην οποία έζησε, διαθέτοντας μια έμφυτη σατιρική διάθεση, επιζητώντας με κάθε τρόπο την αλήθεια, με λόγο αιχμηρό και διεισδυτικό, αμφιβάλλει και αντιλέγει σε όλα, θεία και ανθρώπινα, γελά, χλευάζει τους φιλοσόφους τους κυνικούς, (εξαιρεί τους επικούρειους με τους οποίους ταυτίζεται), τους ρήτορες, επιτίθεται με σφοδρότητα κατά πάντων, ειρωνεύεται και σαρκάζει τις μυθολογικές πεποιθήσεις των ανθρώπων, εγγίζοντας τις παρυφές της κοροϊδίας.
Ως συγγραφέας, εισήγαγε πρώτος στην ιστορία της Λογοτεχνίας τον ειρωνικό διάλογο και θεωρείται ο δημιουργός του.
Από τον Λουκιανό μας έμειναν μέχρι σήμερα και δυο αποφθέγματα: το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» και «ώδινεν όρος και έτεκε μυν».
Ο Λουκιανός έφτασε στις ρίζες της θρησκείας με ένα χαιρέκακο ισως καταβύθισμα. Δεν είδε το άνθος. Οι ταραγμένοι καιροί στους οποίους έζησε δεν πρόσφερναν λαβές για τέτοια θέαση: πόσο εξωραϊστηκαν οι άγριοι θρύλοι και πόσο εξευγενίστηκαν οι βαναυσότητες.
Εκείνος είδε τις αρχέγονες καταβολές: Φόνους και αιμομιξίες, διαστροφές και βιασμούς, κλεψιές και ανηθικότητες και πρωτόγονους στοχασμούς στη λογική ασυμβίβαστους. Έτσι στάθηκε ο μεγάλος γκρεμιστής, επισπεύδοντας μια καταστροφή που δεν περνούσε από το νου του, μη έχοντας τη δύναμη να εισχωρεί στο βάθος των πραγμάτων.
Ποια θρησκεία είχε ποτέ τέτοιο ανθοβόλημα ομορφιάς, όπως η ελληνική. Αυτές οι χαριτωμένες θαλάσσιες θεότητες δεν γέμιζαν μόνο τα ερημικά ακρογιάλια και τους μακρισμένους γιαλούς με ζωντανό κάλλος.-
Πώς να φανταστεί ο ‘Ελληνας μια τέτοια ηλιόφωτη και πασίχαρη φύση έρημη; Αυτές οι πανέμορφες θεότητες έτερπαν όχι μόνο την ψυχή του, αλλά και τη γλώσσα του, με τις ονομασίες που τους έδωσε.
Χαρείτε ονόματα που για τα περισσότερα κάποτε έγινε κρυφός και φανερός αγώνας να εξοστρακιστούν από τις ελληνικές οικογένειες: Γλαύκος, Τρίτων, Νηρεύς, Πρωτεύς, Γαλήνη, Ερατώ, Έρση, Γαλάτεια, Αμφιτρίτη, Μελπομένη, Μελίτη, όπου αρμονικά εναλλάσσεται η απαλή αίσθηση της ροής του «λ», με την υγρή δροσερότητα και το σφρίγος του «ρ» και αντιπαραβάλλετε δίπλα τα Ιώβ, Τωβήτ, Ιακώβ. Νωεμί, Ιουδίθ, για να καταλάβετε τη διαφορά.
1. Ιστ. Ελλ. Έθ. τ.6, σελ. 396.