top of page
Κάνοντας την τραγωδία δημιουργία

            Ποιος ήταν κεivος που  'βαλε φωπά στο περιβόλι

 

              κ ι εκάη η φράχτη τ’ αμπελιού, κι εκάη το περιβόλι,

 

             κ ι εκάησαν τα δυο δεντρά πού ηταν αδερφωμένα:

 

            Και το’ να κάη κι έπεσε και τ’ άλλο κάη κι εστάθη.

 

           Κείνο που κάη κι έπεσεν εβγήκε από τις έγνοιες.

 

           Κείνο που κάη κι έμεινε, πολλά ’ χε να περάσει.

 

          Θα το φυσήξει κι ο βοριάς και θα το βρέξει ο νότος,

 

           θα ρίξει ξεροπάγουνο να κάψει την καρδιά του.

 

   Τα δημοτικά τραγούδια έχουν τη σπάνια χάρη στα φρέσκα μυαλά με την καθαρή μνήμη, να χαράζονται μια για πάντα με το πρώτο άκουσμα. Αυτός είναι ο λόγος που διατηρήθηκαν αιώνες προφορικά, πριν βγουν οι συλλέκτες να τα καταγράψουν.

 

   Είναι ο απλός και συνάμα μεστός, ο καίριος λόγος τους, ο σοφά δομημένος με την καθαρή και εύηχη άρθρωση, με το λαγαρό και εύστοχο νόημα και ο στίχος τους με τα ανάλαφρά του λυγίσματα. Και να σκεφτεί κανείς, πως τέτοια αριστουργήματα βγήκαν από το στόμα ανώνυμων τεxνιτών, που δε νοιάστηκαν για την υστεροφημία τους, αλλά κατά πως το αηδόνι υπακούει σε μια ενστικτώδη ενέργεια κελαηδώντας, έτσι και τούτοι εκτέλεσαν μια φυσική πράξη, είπαν το λόγο που τους έκαιγε, ξαλάφρωσαν και άφησαν τον άνεμο και το κύμα να τον πάρουν στα γυρίσματά τους.

 

   Κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε και στη βυζαντινή τέχνη τους ταπεινούς αγιογράφους μας, τους ανώνυμους, που απόστερξαν να βάλουν το όνομά τους κάτω από τα εικονιζόμενα πρόσωπα. Μήπως άραγε θά' πρεπε κι εδώ, κατά πως λέμε "δημοτικά τραγού­δια", να λέμε και "δημοτικά κονίσματα";

 

   Το σημερινό μας τραγούδι ανήκει στο είδος του μοιρολογιού, είδος που το πρωτογνωρίζουμε στον Όμηρο, με εξάρχουσες του θρήνου την Εκάβη και την Αντρομάχη, πάνω στο σώμα του νεκρού Εκτορα. Φυσικά το είδος είναι πιο αρχαίο και από εκεί άντλησε κι ο Όμηρος. Και είχε τόση δύναμη η παράδοσή του, ώστε πέρασε και τα χριστιανικά τείχη και μπήκε στην Υμνογραφία της Εκκληοίας μας.

 

   Θα θυμάστε τα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής. Αλλοτε είναι θρήνοι και άλλοτε εγκώμια -αυτά που η λαϊκή Μούσα ονομά­ζει παινάδια για το νεκρό.

 

                                       «Πού πας ασήμι να χαθείς, μάλαμα να θολέψεις;».

 

                                   «Ω γλυκύ μου έαρ ... που έδυ (=βασίλεψε) σου το κάλλος;».

 

* * *

Ζούσε ένα ξεχωριστό ζευγάρι που χαίρονταν τον ήλιο, τον αέρα και το νερό, τη ζωή και τον έρωτα. Σαν δυο καταπράσινα δέντρα που τίναζαν ρίζες και άπλωναν κλαδιά, μέσα σ' ένα καρπερό περι­βόλι, ζούσαν συνταιριαχτά, δίπλα-δίπλα, ο ένας για τον άλλο.

 

   Έτσι μας τους παρουσιάζει η παρομοίωση που δουλεύει αποξαρ­χής του τραγουδιού ίσαμε το τέλος και φτάνει στην αλληγορία.

 

Η αγάπη τους, ένας ολοφούντωτος φράχτης να τους προστατεύει από κάθε βάσκανο μάτι κι από κάθε κακία του κόσμου.

 

   Περιβόλι, φράχτης, δυο αδερφωμένα δεντρά, όλα κι όλα τρία ουσιαστικά και δυο -στην ουσία ένα- επίθετα, για να δείξουν μια ολοκληρωμένη ευτυχία, εκεί που ένας ποιητής του γλυκού νερού θα αράδιαζε κατεβατά στίχων.

 

Και όλο το άλλο ποίημα; Όλο το άλλο ποίημα το διαπερνά η φωτιά, που έπεσε ξαφνικά σαν τον κεραυνό, κυμάτισε στη φράχτη,  όρμησε στο περιβόλι, άρπαξε στις φλόγες της τα δυο δέντρα και το κακό συντελέστηκε γρήγορα –το ποίημα ξεκινά από το τέλος.

 

   Ποιος ήταν εκεiνος με τη φωτιά όλοι το ξέρουμε κι ας το ρωτού­με. Αποφεύγουμε από δυσοίωνους λόγους να τον κατονομάσουμε. Είναι αυτός που μισεί τις μεγάλες ευτυχίες.

 

   Κοιτάξτε τώρα την τεχνική του ποιήματος. Η φωτιά  μπαίνει από τον πρώτο στίχο, διαπερνά όλο το ποιητικό οικοδόμημα (στ. 1-6) με το συντελεσμένο σε χρόνο τύπο του ρήματος "καίω", φτάνει ως την κατακλεiδα, ενώ τα δυο παρατεταμένα φωνήεντα των τύπων, «κάη», "εκάησαν", "εκάη", ηχούν το   θλιβερό τους αντίλαλο μεγε­θύνοντας το αποτέλεσμα της πυρκαγιάς και κάνοντάς τη στο διη­νεκές να υπάρχει.

 

   Μέσα σ' αυτή τη ζοφερή εικόνα του κάρβουνου και της μαυρί­λας, μπαίνει σαν φωτεινή σφήνα η ευτυχισμένη ζωή του ζευγαριού, λiγη μα δυνατή, έτσι που να αστραποβολεi η λάμψη της, όπως τη θέλει και η τεχνική του σολωμικού στίχου:

 

  «Ολiγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι   έρμο!»

 

΅  Τα δέντρα. πεθαiνουν όρθια!  Το είπε με τον τρόπο του το μοιρο­λόι μας, πολύ πριν από τoν Ισπανό Κασσόνα. Το ένα έγινε κάρβουνο κι έπεσε. Το άλλο, πιο δυνατό, χτυπήθηκε θανάσιμα, μα κρατήθηκε για να πεθάνει όρθιο.

 

   Το μαρτύριό του θα μας το πει η κατακλεiδα του ποιήματος (στ. 7-8).

 

   Μας το  έχει πει κι άλλος Ελληνας ποιητής

 

    «Τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν…» (Μαβίλης).

 

΅ Είναι αυτοί που, ζώντας τη μεγάλη τους δυστυχία, συχνά-πυκνά η θύμησή τους ανατρέχει στις ευτυχισμένες τους ώρες, για να κάνει πιo φαρμακερή την υπόλοιπη ζωή τους.   .

 

   Τρία δυνατά στοιχεία της φύσης σε κλιμακωτή άνοδο, θα αρπά­ξουν στη δίνη τους το στεκούμενο όρθιο δέντρο  «που δε βολεί να λησμονήσει» και αφού το συνταράξουν, ο ανεμοστρόβιλος του βοριά και οι θύελλες του νότου, θα τo παραδώσουν στο ξεροπάγουνο -λέξη αθησαύριστη- που, πιο δυνατό από τη φωτιά θα εισχωρήσει στη ρίζα της καρδιάς του, για να αποτελειώσει το έργο των άλλων.

 

   Μέσα από την κοσμοχαλασιά και τη μαυρίλα του θανάτου, η λαϊκή ψυχή που χτυπήθηκε, τραγούδησε (στην ουσία τραγώδησε) το μεγάλο της πόνο και στόλισε το καρβουνιασμένο οικοδόμημα και το γοερό του αντίλαλο, με το φως μιας ξεχωριστής τέχνης. Κόντρα στο θάνατο η Δημιουργία.

bottom of page