Οδοιπορικό στη Βόρεια Ήπειρο
O νεοϊδρυθείς Σύνδεσμος Φοιτησάντων στο Γυμνάσιο Πωγωνιανής με πρόεδρο τον Παντελή Τόμο, αντιπρόεδρο τον Βασίλη Μάτσα και Γεν. Γραμματέα τη Γεωργία Σταύρου, ως πρώτη του εξόρμηση πραγματοποίησε μία διήμερη εκδρομή για να τιμήσει τα μέρη εκείνα που από την ίδρυση του Γυμνασίου (1924) τροφοδοτούσαν το Σχολείο ως το 1945 και να αναθερμάνει τις σχέσεις με μαθητές του καιρού εκείνου, ενώ τώρα, με τα νέα δεδομένα, το Γυμνάσιο Πωγωνιανής χρεωστεί τη συνέχεια της ύπαρξής του ακριβώς
στα μέρη αυτά. Διπλός, λοιπόν, ο λόγος. Μιλάμε για νέα δεδομένα.
Επομένως για να είμαστε συνεπείς προς τα νομίμως κρατούντα, ταξιδέψαμε στη Νότια Αλβανία•• για να είμαι όμως σύμφωνος και με τη συνείδησή μου, γνωρίζοντας από πηγές παλαιότερες και νεότερες πως η μία και ενιαία Ήπειρος επεκτείνεται ως την περιοχή νοτίως του Γενούσου ποταμού, αλβανιστί Σκούμπι, θα πω πως ταξιδέψαμε στη Βόρεια Ήπειρο, που τώρα ανήκει στην Αλβανία.
Με τη βοήθεια του Βασίλη Βοντερά, διοικητή του Αργυροκάστρου, περάσαμε σχετικά εύκολα τις τυπικές διαδικασίες των συνόρων και σύντομα βρεθήκαμε στον κάμπο της Δερόπολης.
Ο υποφαινόμενος που χαράζει τις γραμμές αυτές, ομολογώ πως δεν είχα την αίσθηση ότι ταξιδεύω σε άλλη επικράτεια. Τοπίο ενιαίο, αδελφικό, με την όψη της γης, τους όγκους της, τα βουνά και τις ράχες της παρόμοια προς αυτά του Πωγωνίου και με ένα κόσμο οικείο, συγγενικό, αδερφικό που ερχόταν από βαθιά κοιτάσματα, με την ανατριχίλα των βιωμάτων που αναδύεται από τα δεροπολίτικα – όπως λέγαμε παλαιότερα τα πολυφωνικά στο Πωγώνι – και τη λαλιά, ομογάλακτη της Πωγωνίσιας, που λαλιέται χωρίς διακοπή στα χώματα αυτά πάνω από τρεις χιλιετίες.
Πρώτος σταθμός οι Βουλιαράτες. Μας καλοδέχτηκαν οι πρωτόγεροι του χωριού και οι δάσκαλοι, παιδιά άλλοτε, που είχαν φοιτήσει στο Γυμνάσιο της Πωγωνιανής, μοναδικό, τότε, στο Πωγώνι. Επανασύνδεση στο χρόνο•
τρυφερές, νοσταλγικές αναμνήσεις που σκλήρυνε το αδυσώπητο πέρασμα του καιρού.
Η συνάντηση έγινε στο εξωκκλήσι του χωριού, την Αγία Σκέπη, νεκροταφείο των Ελλήνων πολεμιστών του 1940. Η ελληνική πατρίδα φιλότιμα εδώ δημιούργησε έναν απέριττο, στοργικό τόπο, όπου αναπαύονται οι άτυχοι νικητές του πολέμου εκείνου, σε λαμπρούς μαρμαρένιους τάφους με σκαλισμένο πάνω τους το όνομα του νεκρού και πολλές φορές και φωτογραφία του που βρέθηκε.
Είναι οι ήρωες εκείνοι που
με ακάματον ενέργειαν
και υψηλήν φύσιν
(Κάλβος)
μας έδωσαν το ύψιστο δίδαγμα αρετής, χωρίς επακόλουθα επινίκεια και θούρια!
Τους άλλους, τους ανώνυμους, που μάζεψαν τα σκόρπια κόκαλά τους από τους γύρω λόφους, θα τους βρεις εντοιχισμένους σε μαρμάρινους ορθογώνιους τάφους στον περίβολο του ναού, ως «κλίνην εστρωμένην των
αφανών».
Ο Δημήτρης Ντούτσης, παλαιός μαθητής του Γυμνασίου, αναθυμούμενος τις μέρες εκείνες, μας εξιστόρησε τον τρόπο που βοηθούσαν οι Βουλιαρατινοί τους πολεμιστές με κάθε μέσο, τις γυναίκες που κουβαλούσαν πολεμοφόδια, τους κατοίκους που παραχώρησαν τα σπίτια τους για τις πρώτες βοήθειες, την περιποίηση στους τραυματίες και τη συλλογή των νεκρών από τα μέρη που έπεσαν, γι’ αυτό και είναι γνωστά τα ονόματά τους.
Ο Πρόεδρος κ. Τόμος κατέθεσε δάφνινο στεφάνι στο ηρώο και τότε ξέσπασε από τα στήθη όλων ο εθνικός ύμνος και η κραυγή «αθάνατοι!» ως «δίκαιον και πρέπον εν τω τοιώδε την τιμήν ταύτην της μνήμης δίδοσθαι».
Μιλήσαμε με τους δασκάλους, τους ακάματους αυτούς εργάτες, που ο μηνιαίος μισθός τους, όπως μας είπαν, ανέρχεται στα 300 ευρώ! Τα παιδιά που έρχονταν στους Βουλιαράτες και από τα γύρω χωριά, ξεπερνούσαν άλλοτε τα 250, ενώ τώρα μόλις φθάνουν τα 90.
Όλα τα χωριά στις πλαγιές, κατά μήκος του δρόμου, συνταγμένα,
ευπρόσωπα, διατηρούν τη γνωστή ηπειρωτική αρχιτεκτονική με τις
πλακόστρωτες στέγες, ξεπροβάλλουν όμως και τα νεοφανή με τις κόκκινες
κεραμιδένιες και βέβαια αυτό αποτελεί μια χτυπητή ανορθογραφία, αλλά
δεν μπορείς να αρνηθείς και τις σύγχρονες αναγκαιότητες, όσο και τις
ευχέρειες που παρουσιάζονται. Είναι όμως όλα μια διάσπαρτη ζωντανή
παρουσία, που τώρα τους θερινούς μήνες, όπως συμβαίνει και στο Πωγώνι,
αποκτούν ιδιαίτερη κίνηση και ζωηράδα.
Για όσους έχουν έρθει στη χώρα με το παλαιότερο καθεστώς, η διαφορά
που συναντούν είναι σημαντική σχεδόν σε όλα. Ντύθηκαν καλύτερα οι
άνθρωποι, έπαψες να βλέπεις στόματα με μαυρισμένα και σάπια δόντια,
σουλουπώθηκαν, με τα εμβάσματα από την Ελλάδα ευπρέπισαν τα σπίτια
τους, το όνειρο των Αλβανών, εκεί που άλλοτε δεν κυκλοφορούσε ούτε
ποδήλατο, να αποχτήσουν Mercedes έγινε, με παντοίους τρόπους,
πραγματικότητα. Αλβανία, η χώρα των Mercedes λοιπόν!
Είναι φανερό πως οι άνθρωποι θέλοντας να αποτινάξουν την κακομοιριά
που τους βάραινε και με την ιδέα ότι αλλάζουν status, σκαρφίζονται τα
πάντα για ν’ αποχτήσουν το πολυπόθητο αμάξι. Η κατάσταση, βέβαια, δεν
αλλάζει από τη μία μέρα στην άλλη, το οδικό δίκτυο της χώρας χωλαίνει,
μάλιστα στους διαδημοτικούς δρόμους είναι και πρωτόγονο και σε
ορισμένα σημεία πολύ επικίνδυνο. Δε μιλάμε, βέβαια, για τα
σκουπίδια που μόλις εισέλθεις στη χώρα κάνουν σωρό την εμφάνισή τους,
δίπλα στο δρόμο. Με σκούπες του παλιού καιρού, είδαμε εργάτριες να
σκύβουν τη μέση τους χαμηλά, στην πλατεία του Αργυροκάστρου, να
καθαρίσουν το πλακόστρωτο. Τα σκουπίδια λοιπόν είναι ένας άλλος
εφιάλτης της χώρας που σε περιμένουν παντού.
Για την αναρχία στις οικοδομές θα μιλήσουμε καλύτερα όταν φθάσουμε
στους Αγίους Σαράντα. Αλλά και ο κάμπος της Δερόπολης χωρίς αρδευτικά,
άνυδρος, παραμένει, δυστυχώς, χέρσος. Για να παραμείνουν στις εστίες
τους, τουλάχιστον οι γριές και οι γέροι ξωμάχοι, το ελληνικό κράτος
από μια δεκαετία και πλέον μερίμνησε μεγαλόψυχα και πρόσφερε στους
ηλικιωμένους τη σύνταξη του ΟΓΑ.
Διάσπαρτα παντού, όχι μόνο στον κάμπο, στις ράχες, στα χωριά, μέσα
στα περιβόλια, τα πολυβολεία που έχτιζε το καθεστώς του Χότζα, τότε
που τα δύο κράτη ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Ο ίδιος έπρεπε να έβλεπε
και στον ύπνο του εχθρούς. Τώρα χάσκουν σαν αποξεχασμένοι φούρνοι με
τις πολεμίστρες σαν ανοιχτά στόματα.
Μεγάλη χαρά μας έδωσε ο Δημήτρης Μαλιούκης, παλαιότερα παιδαγωγός
στις Τεχνικές Σχολές Λάτση, στην Πωγωνιανή, τώρα έπαρχος Δερόπολης,
που μας συνόδεψε στο ταξίδι μας και στάθηκε συμπαραστάτης μας, όπου
χρειάστηκε.
Μάθαμε ρωτώντας ότι όλα τα χωριά της Δερόπολης έχουν αμιγή ελληνικό
πληθυσμό και εκτός της αστυνομίας δεν υπάρχουν Αλβανοί κάτοικοι.
Τηλεοράσεις με ελληνικές εκπομπές, ραδιόφωνα, CD με ελληνικά
τραγούδια, παιδιά με καθαρή ελληνική λαλιά. Στην είσοδο της
Δερβιτσιάνης αψίδα με κεφαλαία ελληνικά γράμματα ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ και σε
ξεχωριστό τόπο: ΖΗΤΩ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ!
Άδικο έχει ο Νίκος Υφαντής που τα ονομάζει ελληνοχώρια; Μιλώντας για
το συνάδελφο Νίκο Υφαντή, που είναι και Έφορος επί των μελλοντικών
εκδόσεων του Συνδέσμου, θέλω να πω πως ήταν η ψυχή της εκδρομής.
Η ξενάγησή του, αδιάλειπτη επί διήμερον, δεν ήταν μία απλή
συνηθισμένη κατατόπιση• ήταν κατάθεση ψυχής, με τις πικρές όμως
εμπειρίες που βίωσε άλλοτε, όταν είδε να φυλακίζεται η μάνα και τ’
αδέρφια του.
Μία άλλη συγκλονισική γνωριμία έγινε με το Βαγγέλη Παπαχρήστο,
Γενικό Γραμματέα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ τότε, που στο «επεισόδιο της Επισκοπής»,
όπου ο θάνατος Αλβανών στρατιωτών αποδόθηκε σε Έλληνες, η δημοκρατία
του Μπερίσια έσυρε στο δικαστήριο και τα πέντε μέλη της Ομόνοιας, με
τη φριχτή κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ο Βαγγέλης Παπαχρήστος μαζί
με τους άλλους τέσσερεις σύρθηκαν έγκλειστοι στα κελιά του θανάτου. Ο
Παναγιώτης Μάρτος, είναι απ’ τους άλλους τέσσερεις που πέθανε στο
Δέλβινο το 1999, όταν ξάπλωσε στο κελί του, «το βλέμμα του στάθηκε
λίγες πιθαμές πάνω από το κεφάλι του. Στον τοίχο υπήρχαν χαραγμένα
γράμματα. Σηκώθηκε και τα διάβασε. Ήταν ελληνικά. Δεν πίστευε στα
μάτια του. Τα’τριψε τα ματάτριψε. Το ίδιο όνομα: Μίχος Μάρτος 1951.
Ήταν το όνομα του πατέρα του” (σελ. 104).
Φθάσαμε ίσαμε το Τεπελένι, γενέθλιο τόπο του Αλή-Πασά, με το κάστρο
του και την επιβλητική χάλκινη προτομή του, ενώ λίγο πιο πέρα το
πορτρέτο του Μπάυρον με σουλιώτικη ενδυμασία.
Παραμελημένο το Δέλβινο των τραγουδιών ζει την παρακμή του.Το
Αργυρόκαστρο ζει με την παλιά γερασμένη αρχοντιά του. Σπίτια πέτρινα,
ψηλά, επιβλητικά, μάρτυρες μιας άλλης εποχής, τώρα βαριά απ’ το χρόνο
σκούρηναν, η πέτρα τους απόχτησε γκρίζα όψη και περιμένουν από την
Unesco, που τα συμπεριέλαβε υπό την προστασία της, ως μνημεία
παγκόσμιας κληρονομιάς, την αποκατάστασή τους.
Ωραίος ο πλακόστρωτος δρόμος που ανηφορίζει προς το Κάστρο της
πόλης, τον περιβόητο Καλιά, που οι σκοτεινοί του τοίχοι έχουν
στοιχειώσει από τις οιμωγές των βασανισμένων και τα κατασκότεινα υγρά
κελιά του κάτω από τη γη έχουν βαθιά ποτιστεί με τ’ άλικο αίμα τους.
Πανέμορφοι οι Άγιοι Σαράντα, όπου η «ευαισθησία» των Αλβανών έκοψε
τους αγίους και άφησε ένα σκέτο Sarandi. Στο βαθύ κόλπο της
πηγαινοέρχονται τα Δελφίνια από το βορινότερο μέρος της Κέρκυρας, τόσο
κοντά. Υπέροχοι οι φοίνικες του παραλιακού δρόμου, καλαίσθητες
φωτεινές οι καφετέριες, ευπρόσωπα και καθαρά τα ξενοδοχεία τους και τα
εστιατόρια με φρέσκα ψάρια, νόστιμα φαγητά, κάτι που μας εξέπληξε.
Πρέπει, λοιπόν, να τονίσουμε την προσπάθεια της χώρας για
εκσυγχρονισμό και προσέλκυση περιηγητών.
Τονίζω ότι τα φαγητά τους ήταν εύγεστα και στους Γεωργουτσάτες
απολαύσαμε κοντοσούβλι από τα πιο νόστιμα που έχω φάει, στην «Ταβέρνα
του Οδυσσέα».
Η καταστροφή όμως σ’ αυτό το κοσμοπολίτικο μέρος επέρχεται σύντομα
και ακάθεκτη. Εδώ ο οικοδομικός οργασμός άγγιξε τα όρια της
φρενίτιδας. Αφού κατάσκαψαν όλο τον τόπο και δεν έμεινε σπιθαμή γης
ανεκμετάλλευτη, μη έχοντας άλλη γη, ρίχτηκαν στα βράχια. Με τα
γκρέιντερ πέφτουν και κατατρώγουν τη βραχουριά, να κερδίσουν λίγη
επιφάνεια, να χτιστούν οικοδομήματα το ένα δίπλα ή πάνω στο άλλο.
Καταστρατηγώντας κάθε οικοδομική νομοθεσία υψώνουν εξαόροφες και
εφταόροφες οικοδομές και η αναρχία βασιλεύει.
Πηγαίνοντας προς το Βουθρωτό για το οποίο αξίζει να γίνει ιδιαίτερη
μνεία, συναντάμε τα Εξαμίλια, που υποτίθεται ότι προορίζονται για τα
εξοχικά των Αγίων Σαράντα και ιδού το αποκορύφωμα της τρέλας.
Δεκάδες-δεκάδες, εικοσάδες-εικοσάδες, πενηντάδες, εκατοντάδες,
χιλιάδες σπίτια στα σκαριά, ημιτελή, γιαπιά, θλιβερή κατάσταση
αναρχίας και κακογουστιάς, παγκόσμιο φαινόμενο που δεν έχει ξαναγίνει.
Όπως υψώνονται σκελετωμένα στο φως, θυμίζουν νεκροταφείο οικοδομών
παρά ανεγειρόμενη πόλη.
Ξαναγυρνώ στην πόλη των Αγίων Σαράντα, που άλλοτε επί 17.000
κατοίκων οι 7.000 ήταν ομογενείς, ενώ σήμερα με 45.000 οι ομογενείς
μόλις φτάνουν τις 2.000, κατά ομολογία του φίλου Νίκου.
Σας επιφυλάσσω μια έκπληξη, που στάθηκε και δική μου. Επάνω στο λόφο
τους, όπου βρίσκεται ανακαινισμένο – τώρα το λεν αναπαλαιωμένο! – το
Κάστρο, η φαντασία έπλεξε με το όνειρο ένα κόσμο παραμυθένιο. Η μαγεία
στην απόλυτη έκφρασή της. Είναι το Λυκούρσι.
Ανεβήκαμε νύχτα, που κρύβει τις ατέλειες της μέρας. Από εκεί ψηλά,
κάτω η πόλη πάμφωτη φάνταζε παραμυθένια. Η μαγεία του Ιόνιου
απλώνονταν πλατιά και η Κέρκυρα με τα φώτα της δυο απλωτές να την
πιάσεις. Πεντακάθαρο το εστιατόριο άστραφτε από πολυτέλεια, θα το πω,
εφάμιλλο με τα καλύτερα της Ελλάδας. Αργότερα μάθαμε ότι το διευθύνει
ομογενής. Εδώ θα ήθελα να κλείσουν οι εντυπώσεις του πρώτου μέρους.
Όμως δε λεν να φύγουν από τη μνήμη μου τρία χαριτωμένα, γελαστά,
ολόδροσα προσωπάκια που συνάντησα στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, όταν
την Κυριακή πρωί πήγαμε να εκκλησιαστούμε στον Άγιο Χαράλαμπο των
Αγίων Σαράντα.
Ήθελα ν’ ακούσω τη λαλιά των κοριτσιών αυτών, που καλοντυμένα έμπαιναν
στην εκκλησιά.
Όταν μου μίλησαν με καθαρά, κρυστάλλινα ελληνικά πως είναι από τη
Λειβαδιά, στο πρόσωπό μου διάβασαν την απογοήτευση.
- Αχ! Πώς θα’θελα να μιλήσω με παιδιά αυτού του τόπου…
- Από αυτό τον τόπο είμαστε, κύριε, έχουμε κι εμείς Λειβαδιά εδώ!
- Να την έχετε και να ζήσετε, παιδιά μου, και να προκόψετε και να
μεγαλουργήσετε στη Λειβαδιά σας!
Το Βουθρωτό κάπου σκαλωμένο στη μνήμη μου παρέμενε θαμπό, χωρίς να
θυμάμαι πέρα από το όνομα, αν το αναζήτησα και παραπέρα.
Όταν πριν από χρόνια βάλθηκα να μεταφράζω την Αινειάδα του
Βιργίλιου, το ξακουστό έπος των Λατίνων, συνάντησα το Βουθρωτό, πόλη
ελληνική, στην οποία ο Νεοπτόλεμος, γιος του Αχιλλέα, έσυρε εδώ
δούλους του το μάντη Έλενο, γιο του Πριάμου και την πικρή Αντρομάχη,
γυναίκα του ξακουστού Έκτορα.
Η ιστορία έχει την αρχή της στην Τροία, που όταν έπεσε στα χέρια
των Ελλήνων, ο Αινείας, γιος του Αγχίση και της θεάς Αφροδίτης, μέσα
από τις φλόγες μάζεψε τους κατοίκους που σώθηκαν και ξεκίνησε με τους
πρόσφυγες - 17 όλα κι όλα πλοία - αναζητώντας νέα πατρίδα, που σύμφωνα
με τους χρησμούς και τα θέσφατα, όπως το θέλουν οι λατινικοί μύθοι, θα
ήταν η Ιταλία, εκεί στις εκβολές του Τίβερη.
Εφτά χρόνια περιπλανιέται ο Αινείας με τους συντρόφους του από
νησί σε νησί και από πόλη σε πόλη, ώσπου, τέλος, όταν πλησιάζουν τις
ιταλικές ακτές και τους βλέπει η ζηλόφθονη Ήρα, που πάντα οργισμένη
τους κυνηγά, ξεσηκώνει τέτοια τρικυμία, ώστε να βρεθούν αργότερα στα
βόρεια παράλια της Αφρικής, στη σημερινή Τύνιδα. Εκεί βρίσκεται η πόλη
Καρχηδόνα, στην οποία βασιλεύει η Διδώ. Από την πρώτη
στιγμή η βασίλισσα ερωτεύεται τον Αινεία καλώντας τους Τρώες στο
ανάκτορό της και μετά το δείπνο παρακαλεί τον Αινεία να της διηγηθεί
τις περιπέτειές του.
Μέσα σε μια νύχτα, σε χρόνο νεκρό, ο Αινείας ξετυλίγει τις
εφτάχρονες περιπλανήσεις του, αρχίζοντας από την άλωση της Τροίας -
ολόκληρο το 2ο βιβλίο της Αινειάδας - ξεκινά με το στόλο του διασχίζει
το Αιγαίο, έρχεται στο Ιόνιο και από το Άκτιο επιστρέφει πίσω στα ίδια
νερά και φθάνει στο Βουθρωτο:
« Πλέμε στην Ήπειρο γιαλό - γιαλό, στο μόλο / μπαίνομε των Χαόνων,
στην ψηλή των Βουθρωτών τη χώρα. / Βαδίζοντας στ’ αφτιά μας έφοδο μια
ανέλπιστη έκανε φήμη,/ πως σε Γραικών πόλην ο Έλενος του Πριάμου ήταν
άρχος/ του Αιακίδη Πύρρου παίρνοντας γυναίκα του και θρόνο/ κι η
Αντρομάχη πήρε γι’ άντρα της άνθρωπον απ’ την Τροία»
Ο Αιακίδης Πύρρος είναι ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, απ’ τη
γενιά του Αιακού, με δεύτερο όνομα, όπως και ο Πάρης που λέγεται και
Αλέξανδρος. Τώρα, πως έγινε και βασιλεύει ο δούλος Έλενος και πως πήρε
γυναίκα του την Αντρομάχη, θα μας το εξηγήσει η ίδια η άλλοτε γυναίκα
του Έκτορα, μετά τη δραματική συνάντησή της με τον Αινεία.
«Μα εμείς, ως κάηκε η πατρίδα μας, σερνάμενες στο κύμα,/ στο γιο
του Αχιλλέα του πέρφανου με βία υπηρετούμε/ τα γούστα αντέχοντας, που
αργότερα πήρε την Ερμιόνη,/ γενιά της Λήδας και σπαρτιάτικους λαμπρούς
τέλεσε γάμους./
Εμέ στο δούλο μ’ έδωκε Έλενο, να μ’ έχει σύδουλή του./ Για τη
γυναίκα του που τ’ άρπαξαν καμένος από αγάπη,/ τρελός από μανία για το
έγκλημα, τον έπιασε ο Ορέστης/ αφύλαχτο και στου πατέρα του πα’ το
βωμό τον σφάζει. / Σαν έλειψεν ο Νεοπτόλεμος, κομμάτι απ’ το ρηγάτο/
στον Έλενο έπεσε, που τ’ όνομα του Χαόνα απ’ την Τροία/ στους κάμπους
το ‘δωκε κι ονόμασε τη χώρα Χαονία/ χτίζοντας στην κορφή του Πέργαμα
κι ακρόπολη της Τροίας». ΙΙΙ, 325-36.
Ας μη ζητάμε ιστορική αλήθεια για τους Χάονες, πως είναι, δήθεν,
Τρώες. Ο Βιργίλιος ενδιαφέρεται πολύ ν’ αφήσει παντού Τρώες, που στο
τέλος του έπους - στη λατινική Ιλιάδα - θα γίνουν... πρόγονοι των
Ρωμαίων! Αξίζει να δούμε πως συναντά ο Αινείας την Αντρομάχη που του
είπε τα παραπάνω. Η γυναίκα του ξακουστού Έκτορα, που έγινε παλλακίδα
του Νεοπτόλεμου χωρίς τη θέλησή της, κι αργότερα το πεπρωμένο την
έκανε από δούλα, βασίλισσα, παραμένει πάντα πιστή στην πρώτη αγάπη
της.
«Σάστισα κι άναψε στα στήθη μου πόθος μεγάλος να βρω,/ τον άντρα
της, λόγια ν’ αλλάξουμε κι όσα έπαθε να μάθω./ Μακριά απ’ τ’ αραμοβόλι
τράβηξα κι άφησα τ’ ακρογιάλι./ Τελούσε μακαριά πρεπούμενη με πένθημα
καλούδια/ η Αντρομάχη, σε δασότοπο, στην πόλη ομπρός, και σ’ ένα/ ξένο
Σιμόεντα, στου Έκτορα τις στάχτες την ψυχή του/ ανακαλούσε στ’ άδειο
μνήμα τουπετροχορταριασμένο,/ με δυο που ’χε - αφορμή για δάκρυα -
βωμούς αφιερωμένους./ Ως μ’ είδε να ‘ρχουμαι και γύρω μου Τρώες
αρματωμένους,/ λωλάθη, πάνιασε στο που ‘βλεπε θάμα μεγάλο ομπρός της
κι ως πάγωσε όλη κι η ζωντάνια της σβήστηκε απ’ το κορμί της,/ στη γης
σωριάστη κι ώρα πέρασε πολλή για να μιλήσει./ -Τάχα είν’ αληθινή η
όψη σου; Φέρνεις μαντάτα αλήθειας;/
γυιε της θεάς, ζεις τάχα ή χάθηκε το φως απ’ τη ζωή σου;/ Κι ο Έχτοράς
μου που ‘ναι; λέγοντας ανάλειωνε στο κλάμα/ κι ο τόπος γύρω θρήνο
γέμιζε...». ΙΙΙ, 298-313
Οι δυο βωμοί είναι ο ένας για τον Έκτορα και ο άλλος για το
μονάκριβο γιο της τον Αστυάνακτα που αλύπητα οι Έλληνες τον άρπαξαν
απ’ την αγκαλιά της και τον γκρέμισαν απ’ τα τείχη της Τροίας, για να
μην υπάρχει πρόγονος...
Αυτά διαδραματίζονται στο Βουθρωτό, που όταν φεύγουν από το
κενοτάφιο Αινείας και Τρώες, συναντούν κι άλλες ονομασίες και ποτάμια
της Τροίας.
. «Φεύγω κι όμοια μεγάλα Πέργαμα και Τροία μικρή παρόμοια/ κι ένα
ξερό ποτάμι, μ’ όνομα Ξάνθο, στο δρόμο εβρήκα./ Το Ζερβοπόρτι ευτύς
εγνώρισα και πρόσπεσα στη φλιά του,/ κι οι Τεύκροι μου πολύ το
χάρηκαν, σύμμαχη πόλη να ‘βρουν. ΙΙΙ, 349-52.
Ο Σιμόεντας κι ο Ξάνθος ήταν τα δυο ποτάμια της Τροίας, το Πέργαμο
ή Πέργαμα η ακρόπολή τους και όσο για το Ζερβοπόρτι, πρόκειται για τις
Σκαιές πύλες της Τροίας, απ’ όπου ξεχύνονταν οι Τρώες πολεμιστές στον
κάμπο ν’ αντιμετωπίσουν τους Έλληνες. Τεύκροι ονομάζονταν οι Τρώες από
τον πρώτο οικιστή της Τροίας, τον Τεύκρο.
***
Επισκεφθήκαμε τον αρχαιολογικό χώρο του Βουθρωτού, που τον 4ο π.Χ.
αιώνα διέθετε περίβολο τειχών μήκους 1400 μέτρων και εσωτερική
επιφάνεια 50 στρεμμάτων, και όπως έδειξαν οι ανασκαφές, σε μια πόλη
πυκνοκατοικημένη. Διακρίνονται η Αγορά της, το Γυμνάσιο, το Πρυτανείο,
το Ιερό του Ασκληπιού, το θέατρο, κρήνες αφιερωμένες σε νύμφες,
υδραγωγείο, βαπτιστήριο και βασιλική στους βυζαντινούς χρόνους.
Στο θέατρο βρέθηκε η περίφημη κεφαλή, που αρχικά νομίστηκε ότι
ανήκει σε θεά, ίσως την Αφροδίτη και ονομάστηκε Dea, αργότερα όμως
ταυτίστηκε με κεφαλή του Απόλλωνα τύπου Πραξιτέλη.
Το Βουθρωτό, δημιούργημα ελληνικό του 4ου π.Χ. αιώνα, κατά τη
διάρκεια 24 αιώνων δέχθηκε Ρωμαίους, Σλάβους, Γότθους του Τοτίλη,
Νορμανδούς, Βυζαντινούς, Σταυροφόρους. Δεσπότες της Ηπείρου, Τούρκους
και τελευταία τον Αλή πασά, που έβρισκε γαλήνη και ηρεμία στα νερά της
πόλης, όπως τον απεκόνισε ο Γάλλος ζωγράφος Louis Dupre το 1819.
Οι συνοπτικές αυτές πληροφορίες και όσα επακολουθούν είναι
παρμένα από το βιβλίο ενός αρχαιολόγου Αλβανού του Neritan Ceka,
μεταγλωτισμένο στην ελληνική, που αν εξαιρέσεις αρκετά μεταφραστικά
σφάλματα και λιγότερα ορθογραφικά, είναι γραμμένο με εντιμότητα.
Όσο για τους θρύλους που αναφέρει ο Βιργίλιος, είτε τους παρέλαβε
από έλληνες ιστορικούς, είτε έπλασε και ο ίδιος, ιδού τι αναφέρει ο
Αλβανός συγγραφέας.
«Όλοι οι παραπάνω θρύλοι στην ουσία αντιπροσωπεύουν τεχνάσματα της
εποχής των Μολοσσών του 4ου - 3ου π.Χ. αιώνα, που σκόπευαν να
αποδείξουν την ομηρική προέλευση των τοπικών βασιλιάδων, που οι
Έλληνες θεωρούσαν «βάρβαρους».
Οι θρύλοι αυτοί στερούνται επιστημονικής βάσης και σύμφωνα με τις
αρχαιολογικές ανασκαφές, το Βουθρωτό του 12ου π.Χ. αιώνα, όταν συνέβη
η άλωση της Τροίας και η έξοδος των Τρώων, ήταν μόνον ένα απλό χωριό
ψαράδων τοποθετημένο στην κορυφή του λόφου και χωρίς περιτειχίσματα.
Οι συμμετρικοί μεγάλοι λίθοι στο περιτείχισμα δεν έχουν καμία σχέση με
το μακρινό κόσμο των Μυκηναίων». (σελ. 15).
«Μετά το θάνατο του Κυριάρχου των Ιωαννίνων και την καταστροφή του
πριγκιπάτου του, το Βουθρωτό αναφέρεται κυρίως ως κέντρο αλιείας»
(σελ. 22).
Για την ονομασία Βουθρωτό ο Ceka αναφέρει: «Σύμφωνα με το θρύλο που
αφηγείται ο Απολλόδωρος, η ονομασία Βουθρωτό προέρχεται από τα
ελληνικά: Βους - Ταύρος. Περισσότερο ισχύει ο παραλληλισμός με την
ονομασία του δαλματικού λιμανιού Βούθος (Budva) που μπορεί να εξηγηθεί
με την τοποθεσία στην ακρογαλιά» (σελ. 5).
Για την αλβανική ονομασία Butrini αναφέρει τα εξής: «Από το έτος
1320 ο δεσπότης της Ηπείρου είχε προσφέρει στους Βενετούς το castrum
de Butrento σαν ανταλλαγή της συμμαχίας. Σ’ αυτή την εποχή
αποδεικνύεται και η αλβανική ονομασία Butrini» (σελ. 22).
Ακόμη και για την ονομασία Τροία, αναφέρει τα ακόλουθα: «Στα αλβανικά
η λέξη troje σημαίνει ερείπιο και μπορεί οι κάτοικοι του Βουθρωτού να
αποκαλούσαν με αυτή τη λέξη τα παρατημένα ερείπια» (σελ. 9).
Δύο λόγια και για το Μουσείο του Βουθρωτού, που μη έχοντας επαρκή
χρόνο, περάσαμε από εκεί φευγαλέα. Πρόκειται για αξιόλογη αίθουσα με
κατάλληλο φωτισμό και πολύ καλή διαρρύθμιση της έκθεσης των πλούσιων
ευρημάτων που διαθέτει.