Ο ανήφορος του Ορχάν Βελή
Στον άλλο κόσμο, του δειλινού τις ώρες.
Τότε που οι φάμπρικες σφυρίζουν διακοπή.
Ο δρόμος που στα σπίτια θα μας βγάνει.
Μια τόση ως τούτη αν δε σηκώνει ανηφοριά.
Δεν είν' και τόσο φοβερό να 'χεις πεθάνει!..
Στην Ελλάδα ο Ορχάν Βελή είναι γνωστός στους θιασώτες της ποίησης από
Ανθολογίες, από παλαιότερη μεταφραστική εργασία του Αλ. Μπάρα και από
πρόσφατη σχετικά του Χ. Βάιου.
Σχεδόν το σύνολο του έργου του το έχει μεταφράσει και ο υποφαινόμενος,
χωρίς ποτέ να μπορέσει να βρει και εκδότη. Πρόλαβε όμως να ιδεί το
μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του δημοσιευμένο, παλαιότερα, στην
<<Ηπειρωτική Εστία>>, όσο ακόμη ζούσε ο διευθυντής της, ο μακαρίτης
Δημοσθένης Κόκκινος. Από εκεί και ότι σήμερα μεταφέρεται εδώ.
Προτού μιλήσουμε για το μικρό αριστούργημα που φέρει το συμβολικό
τίτλο Ανήφορος, θα πούμε μερικά προλογικά, που θα κάνουν περισσότερο
αποδεκτό, φαντάζομαι, το χαρακτηρισμό που του έδωσα.
Όσοι ζήσαμε σε παλαιότερες εποχές στην Τουρκία, γνωρίσαμε τι εσήμαινε
να αντιστρατευτείς τα συμφέροντα της τάξης που κατείχε την εξουσία. Η
αποπνικτική λογοκρισαία άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Η λέξη αριστερός
λογιόταν ταμπού. Θυμόμαστε πως ακόμα και τη ρωσική σαλάτα, με ανωθεν
εντολή, τα γκαρσόνια την είχαν μεταβαφτίσει σε... αμερικάνικη!
Η ποίηση σε δύσκολους καιρούς -το γνωρίσαμε κι εμείς στην εφταετία της
χούντας- έπρεπε να βρίσκει λοξούς δρόμους να παρακάμπτει τον εφιάλτη,
για να μπορεί, έστω και με νύξεις, να υπεισέρχεται στα καυτά θέματα
των καιρών. Και ο ποιητής μας <<έκανε>> το μεθυσμένο -in vino
veritas-για να πει σε στίχους τραγικά κωμικούς, κωμικά τραγικούς
(χαρακτηριστικό πολλών ποιημάτων του Βελή) την απαγορευμένη λέξη
Μέθυσα χτες και πάλι
Σ'έφερα στο μυαλό μου
Χέρι μου αριστερό
Αδέξιό μου χέρι
Χέρι μου ορφανό.
Ερμηνευτικά:
Λένε πως η άρχουσα τάξη της Τουρκίας είναι από τις πιο στυγνές που
γνώρισε ο κόσμος. Λένε. Ο ποιητής, όταν θέλει να είναι καλός ποιητής
<<ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει>>, δίνει δηλαδή υπαινικτικά
σήματα, όπως παλαιότερα εκείνος <<ο εν Δελφοίς άναξ>> Μουσαγέτης
Απόλλων.
Δε μας λέει λοιπόν απευθείας τίποτα για τους καημούς και τα βάσανα
μιας τάξης, στην οποία αναφέρεται το ποίημα, που χτίζει για τους
άλλους αστραφτερές πολυκατοικίες και η ίδια μένει σε λασπόχτιστα
παραπήγματα, χτισμένα τη νύχτα, που πλουτίζει τσέπες και ταμεία άλλων
και εκείνη δε χορταίνει ψωμάκι, δε μας λέει απευθείας τίποτε για τις
απάνθρωπες συνθήκες εργασίας στις οποίες υποβάλλεται.
Θα μπορούσε ως ποιητής να μας πει, τουλάχιστον, με τι καρδιά κάθε πρωί
ξεκινά ο εργάτης για το εργοστάσιο, αφήνοντας πίσω του ένα τσούρμο
ψυχές, γυναίκα, μάνα, αδερφές, παιδιά, που περιμένουν απ' τα χέρια του
να τις ταΐσει. Ούτε και αυτό μας το λέει.
Ο ποιητής διάλεξε μιαν άλλη ώρα. Την ώρα που τελειώνει η εξουθενωτική
εργασία. Τότε που, κανονικά, έρχεται ο ανασασμός της ξαλάφρωσης, η
ανακούφιση από τον ημερήσιο μόχθο και επιτέλους το σμίξιμο με τους
δικούς του.
Είναι η ώρα του λιογέρματος και των σιωπηλών στοχασμών. Η ώρα της
περισυλλογής, που λαλεί το πουλί η γλαύκα, και του απολογισμού (Τι την
έκανες τη ζωή σου;..). Κι εδώ αρχίζει η ποίηση. Μπαίνουμε στα βαθιά
νερά της.
Α! Δεν είναι τίποτε ο κάματος της καθημερινής εργασίας. Ευτυχισμένος
αυτός που ξεμακραίνει από το σπίτι του και όλη την ημέρα δεν έχει
καιρό να σκεφτεί τι άφησε πίσω του, τι τον περιμένει. Η κόλαση μόλις
τώρα αρχίζει με το δρόμο της επιστροφής! Ξέρει και για την άλλη
κόλαση, που του έχουν μιλήσει γι αυτήν όλες οι θρησκείες. Και μέσα του
γίνεται η σύγκριση: του φανταστικού με το πραγματικό.
Αν εκείνη η κόλαση με την οποία μας έχουν τρομάξει όλες οι θρησκείες
του κόσμου, δεν έχει τον ΑΝΗΦΟΡΟ που έχει η επιστροφή στην κόλαση
ετούτης της ζωής, τότε ο θάνατος δεν έχει τίποτε το άσχημο για όσους
τον ζουν λεπτό προς λεπτό, κάθε μέρα.
Μπορείτε τώρα να ξαναδιαβάσετε το ποίημα.