Μιλάμε για τη γλώσσα μας
Οι ρίζες της γλώσσας μας βυθίζονται βαθιά στους αιώνες. Και μόνον η γραπτή μας γλωσσική παράδοση ιστορεί βίο τριών χιλιάδων ετών. Με την προφορική οι χιλιετίες διπλασιάζονται. Λέξεις που αντιστάθηκαν στη φθορά του χρόνου και τις έχομε σε καθημερινή χρήση, είναι ως να ξεκόρμισαν ατόφυες μέσα από τα ομηρικά κείμενα. Και είναι να θαυμάζει κανείς που, παρόλες τις ιστορικές περιπέτειες, ο δεσμός όχι μόνο δεν κόπηκε αλλά κρατήθηκε στέρεος.\Ανοίγω στην τύχη την Ιλιάδα και πέφτω στη ραψωδία Ν. Σωρός οι λέξεις που υπάρχουν και τις μιλώ και σήμερα. Είναι απίστευτο, αλλά δέστε τη συνέχεια.
Άνεμος, άνθος, άνθρωπος, αρετή, αγαθός, αίτιος, αυγή, άλλος, άλυτος, αίμα, αισχρός, αυτός, ασπίδες, βροντή, βέλος, βοή, γάμος, δειλός, δεξιός, δώματα, δάκρυα, έργο(ν),εγώ(ν), ελαφρύς, ευχόμενος, έπειτα, εναντίον, θεοί, θάνατος, θάλασσα, ίπποι, κρόταφος, κεφαλή, κύμα, κορυφή, κακός, λίμνη, λαιμός, μάχη, νίκη, νέος, ξίφος, οικία, όλεθρος, οφθαλμοί, πρώτος, πόλις, πάλι(ν), πήχυς, ποταμός, πικρός, στήθος, σκότος, στρατός, τρεις, τείχος, τόμο(ν), φίλος, φύλλα, φόβος, φωνή, χαλκός.
Λέξεις που τις αναγνωρίζουμε στην αιτιατική πτώση: Ανδρα, αιθέρα, αυχένα, θυγατέρα, πύλας, φάλαγγας, «καλλίτριχας ίππους».
Ρήματα ιδίως στον αόριστο χρόνο με Αμέλησε , ακόντισε, έπεσε, ετόλμησε, είχε, ετίναξε, έφριξε, έγειρε, εδάμασε, έλυσε, εκάλυψε, έδωκε, εφαίνετο, ήλθε(ν), έρχομαι, μάχονται και τύποι αναύξητοι: δώκε (έδωκε), κόψε(ν) (= έκοψε), πέσεν (έπεσε), φέρον (= έφεραν), κρύφθη (κρύφτηκε), έσαν (ήσαν), φίλησε (στη σημασία του αγάπησε).
Ιδού και φρασούλες: «Αλλοι αθάνατοι θεοί», «αίμα ...έρρε», «αλλά πολύ πριν», «δόρυ μακρόν», «επ' αριστερά» «εφόβησε (τον) πολεμιστήν», «κτήματα πολλά», «κύματα παφλάζοντα... κυρτά», «μοίρα κακή», «μέχρι θαλάσσης», «μάντιος (= μάντεως) υιοί», «ταχύς υιός» «χαμαί πέσε» (έπεσε χάμω), «πόδας και χείρας» «νόθος υιός», «πόλεμον κακόν», «χαλκός έλαμπε». Κάποτε και ολόκληρος στίχος, όπως συμβαίνει στην Οδύσσεια, λ. 379. «ώρη μεν πολέων μύθων, ώρη δε και ύπνου». Η «ώρη» είναι η ώρα και το «πολέων» με ένα λάμδα, χάριν του μέτρου, είναι το «πολλών».
Λέξεις και φράσεις ελαφρά διαφοροποιημένες, που αναγνωρίζονται με την πρώτη ματιά: Αδελφειή (= αδελφή), αγγελίη (= αγγελία), αιετός (αετός), «αμήχανος εσσι» (= είσαι αμήχανος), αξίνη, άροτρον, βαρέα (= βαριά) γαία και γαίη (= γη), «βουκόλοι άνδρες» (=αγελαδάρηδες), γούνατα (= γόνατα), όούρατα (= δόρατα), «γλουτόν κατά δεξιάν» (= κατά τον δεξιό γλουτό), δειλός ανήρ (δειλός άντρας), έλαφος, ερέβινθοι (= ρεβίθια), έντερα, ήρως, θυέλλη (= θύελλα), ήμαρ και ημέρη (= ημέρα), ιητρός (ιατρός) ιδρώς, κύαμοι (= κουκιά), κραδίη (= καρδιά), μήτηρ, ομφαλός, ούρεα (= όρη), πυκινός (= πυκνός) ήλυθον (= ήλθα) Μέτρη (= Λίτρα), πατήρ, χάλ-κεον (= χάλκινο), κείνος (= εκείνος) αντικρύ, γαμβρός, (τους) οδόντας, εξεπέρησε (= ξεπέρασε, πέρασε πέρα-πέρα). .
Και όλα αυτά μόνο μέσα από μια ραψωδία. Δεν είχε δίκιο ο μεγάλος ελληνιστής George Thomson, όταν έγραφε πως «οι αλλαγές που έγιναν στα ελληνικά μέσα σε 2700 χρόνια δεν είναι μεγαλύτερες από τις διαφορές που χωρίζουν τα νεοαγγλικά από τα μεσοαγγλικά του 14ου αιώνα; Επομένως οι αλλαγές που έγιναν στα ελληνικά, μέσα σε 2700 χρόνια, δεν είναι μεγαλύτερες από τις αλλαγές που έγιναν στα αγγλικά μέσα σε 600 χρόνια. Δεν υπάρχει καμιά άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα που να φανερώνει τόση συνέχεια και ενότητα ιστορικής εξέλιξης όσο η ελληνική» («Βήμα» 14-2-1987).
Δεν λέω πως η αρχαία γλώσσα, χάρη στη συμπύκνωση και τη σύνταξή της, είναι εύκολη. Κάθε άλλο. Χρειάζεται χρόνος και. μόχθος για την κατάκτησή της. Όμως υπάρχουν εδάφια όπως το παρακάτω που κάθε Έλληνας μπορεί να εννοήσει: «Σκέψασθε γαρ (= σκεφθείτε λοιπόν), ω Αθηναίοι, όσην πρόνοιαν περί σωφροσύνης εποιήσατο ο Σόλων εκείνος ο παλαιός νομοθέτης και ο Δράκων και οι κατά τους χρόνους εκείνους νομοθέται. Πρώτον μεν γαρ ενομοθέτησαν περί της σωφροσύνης των παίδων των ημετέρων κλπ. κλπ.» (Αισχίνης «Κατά Τιμάρχου» 6-8).
Τα ίδια μας λέγει και άλλος ελληνιστής ο Robert Browning στην εισαγωγή του βιβλίου του «Η Ελληνική Μεσαιωνική Γλώσσα». «Για τον νεότερο Έλληνα παλαιότερες μορφές της γλώσσας είναι λίγο-πολύ κατανοητές, ενώ για τον σύγχρονο Αγγλο τα παλαιά και ίσως τα μεσαιωνικά αγγλικά δεν είναι κατανοητά».
Τα υψηλά διανοήματα και την αξία αυτής της γλώσσας μας τα δίνει η Marguerite Υourcenar με το στόμα ενός Ρωμαίου Αυτοκράτορα, του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) που τόσο είχε αγαπήσει την κατακτημένη από το κράτος του Ελλάδα:
«Αγάπησα αυτήν τη γλώσσα για την εύρωστη πλαστικότητά της, για το πλούσιο λεξιλόγιό της, που η κάθε λέξη του πιστοποιεί την άμεση και διαφορετική επαφή της με τις αλήθειες, και γιατί ό,τι έχει λεχθεί καλό από τον άνθρωπο έχει, ως επί το πλείστον, λεχθεί σ' αυτή τη γλώσσα» («Απομνημονεύματα Αδριανού» 9η έκδ. σελ. 47).
Αλλά και ο μεγαλύτερος ρήτορας των Λατίνων, ο Κικέρωνας, όταν αναφέρεται στην ελληνική γλώσσα, ομολογεί: «περί Αριστοτέλους, ότι χρυσίου ποταμός είη ρέοντος, και περί των Πλάτωνος διαλόγων, ως του Διός, ει λόγω χρήσθαι πεφυκε διαλεγομένου». Δηλ. ότι ο λόγος του Αριστοτέλη είναι ποταμός που ρέει χρυσάφι και τη γλώσσα των διαλόγων του Πλάτωνα, αν ο Ζευς επρόκειτο να μιλήσει, αυτήν θα χρησιμοποιούσε.
Οι λέξεις κακός και αισχρός δεν εκφράζουν μόνον ηθική αλλά και αισθητική σημασία. Σημαίνουν και τον δύσμορφο, τον άσχημο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη αρετή. Μέσα από τις πολύπλευρες ηθικές σημασίες της εκφράζει και το κάλλος, την ομορφιά.
Τόσο πολύ η ομορφιά είχε κατακτήσει την ψυχή του Έλληνα, που δεν μπορούσε να κάνει αλλιώτικα παρά στην κακία να βλέπει την ασχήμια και στην καλοσύνη την ομορφιά. Το ίδιο έδωσε και με την τέχνη του. Ποτέ δεν υπηρέτησε την τέχνη για την τέχνη, αλλά με την αισθητική ομορφιά της υπηρετούσε τη ζωή. Και όταν η νέα θρησκεία παραμέρισε τον Απόλλωνα, κράτησε την ουσία του, ώστε τον νέο θεό τής Αγάπης και Καλοσύνης μόνον ο Έλληνας να τον ιδεί σαν την ωραιότερη ύπαρξη πάνω στη γη.Θυμηθείτε από τα Εγκώμια τον «ωραίον Κάλλει παρά πάντας βροτούς».
Το πόσο λάτρεψε, από την αρχή της ιστορίας του, τον λόγο ο Έλληνας, το διαβάζουμε στον Όμηρο, όταν αναφέρεται στον Νέστορα, τον βασιλιά της Πύλου. Κάθε που σηκώνονταν να μιλήσει στις συνάξεις των Ελλήνων έξω από την Τροία: «του και από γλώσσης» (= και από τη γλώσσα τούτου) «μέλιτος γλυκίων» (= γλυκύτερη απ' το μέλι) «ρέεν αυδή» (= έρρεε, έσταζε η ομιλία του).
Γλώσσα, μέλι, γλυκός, ρέω και αυτή η «αυδή» (η ομιλία, η φωνή) όλα υπάρχουν στη γλώσσα μας. Ποιος δεν ξέρει τη λέξη άν-αυδος (= βουβός, χωρίς φωνή). Μένει εκεί-' νο το άρθρο «του» που στον Όμηρο έχει τη σημασία αντωνυμίας (= του οποίου). Ποιός σας είπε όμως πως δεν υπάρχει κι αυτό στη γλώσσα μας.«Τον που αγαπά ο θεός, πεθνήσκει νέος». (= Αυτόν που αγαπά...).
Την ίδια λατρεία του λόγου την βρίσκουμε και στον νεοέλληνα, όταν διαβάζουμε το νεότερο έπος μίας, τον Ερωτόκριτο:
Κι απ' ό,τι κάλλη έχει ο άνθρωπος τα λόγια έχουν τη χάρη
να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει.
Κι οπού κατέχει και μιλεί με γνώση και με τρόπο
κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.