Μεγάλη Εβδομάδα στην Πόλη
Στις αναμνήσεις όλων των Ελλήνων, πιστών και μη, η Μεγάλη Εβδομάδα κατέχει μια ξέχωρη θέση στη μνήμη τους και στην καρδιά τους.
Εφτά μέρες θανάτου που αρχίζουν την Μ. Δευτέρα με το «Ιδού ο νυμφίος έρχεται» και συνεχίζονται την Μ. Τρίτη με την πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού και το περιλάλητο τροπάριο της «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυνής» της μοναχής Κασσιανής.
Τη Μ. Τετάρτη με την τελετή του Νιπτήρος, να θυμίζει το Χριστό που ήρθε με άκρα ταπεινότητα να υπηρετήσει και όχι να υπηρετηθεί, ακολουθεί η Μ. Πέμτη με το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου»και την εξόχως θαυμαστή εικόνα «ο εν ύδασι την γην κρεμάσας», που περιέχει ο ύμνος, τη Μ. Παρασκευή με τα Άγια Πάθη και τα έξοχα Εγκώμια, τον επιτάφιο θρήνο δηλαδή, που ψάλλουν όλοι οι εκκλησιαζόμενοι και την περιφορά του Επιταφίου, Το Μ. Σάββατο με την Ταφή και την εις Άδου κάθοδον και τα μεσάνυχτα που βρισκόμαστε πια στην Κυριακή με το «Δεύτε λάβετε Φως» και το «Αναστάσεως ημέρα». Σε εφτά μέρες ο κόσμος.
Οι αναμνήσεις μου με φέρνουν πάλι στην Πόλη, την «πόλεων πασών κεφαλήν», το «κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών» το «χριστιανών καύχημα» κατά τον Δούκα, στα Θεραπειά πρώτα, στην πρώτη μου εγκατάσταση, όπου από νωρίς, τη Μ. Πέμπτη, κορίτσια και αγόρια, τρέχαμε σε φράχτες και κήπους να συλλέξουμε πασχαλιές και βιόλες για να στολίσουμε τον Επιτάφιο και το βράδυ, μετά από πρόβες, ήμασταν έτοιμοι, με επικεφαλής τον εξαίρετο δεξιό ψάλτη μας, τον αξέχαστο Μητσάκη, μια παρέα από κορίτσια και αγόρια να ψάλλουμε τα Εγκώμια.
Επιτρέψτε μου να θυμίσω αυτή τη χαρούμενη παρέα που ήμασταν και κατηχητόπουλα, παίζαμε μαζί, εκδράμαμε μαζί, πότε με τα πόδια και πότε με τα ποδήλατα, βγαίναμε στα κάλαντα, ανεβάζαμε θέατρα, μια νεανική αυντροφιά, άσβεστη στη μνήμη μου, αποτελούμενη από τα εξής πρόσωπα: Ρίτα Κουτσοπούλου, Λένα Μαγγίνα, Μαρίνα Αγγελίδου, Αθανασία Νικολαϊδου, Ευδοξία και Ουρανία Χαραλαμποπούλου, την ελληνοποιημένη Αλίς Κεγαλιάν, τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και τον υποφαινόμενο, με πρόσθετους στο θέατρο τον Ντίνο Διακρούση, Κατίνα Κάντζη και Αντώνη Κούρο.
Ευτυχήσαμε για λίγο, πρίν ξεσπάσουν τα Σεπτεμβριανά, και περιφορά του Επιταφίου με επικεφαλής τον Δεσπότη μας, τον αλησμόνητο Δέρκων Ιάκωβο (τον αζίζ Ιάκωβο), που καθώς περνούσε από τα σπίτια, ο κόσμος ανέμενε με αναμμένες λαμπάδες και ευλαβικά θυμιάματα, οι προσκυνητές διέσχιζαν τον κεντρικό δρόμο και επέστρεφαν στον Αγιώργη, που τώρα δεν υπάρχει, γιατί τον κατάπιε ένα μεγαθήριο που ορθώθηκε δίπλα του.
Εκεί, ο κατηχητής μας, ο αρχιμανδρίτης πατήρ Κάλλιστος Βαφιάς, αναβίωνε ένα έθιμο της Χίου, η κουστωδία έβρισκε την πόρτα του ναού κλειστή και εκείνος αναφωνούσε: -Άρατε πύλας οι άρχοντες Άδου και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Από μέσα αποκρίνονταν: -Τις εστίν ούτος, ο βασιλεύς της δόξης; Ανταπαντούσε ο πατήρ Κάλλιστος: « Ο Κύριός μου και Θεός μου» και κάποια άλλα που μου διαφεύγουν και αυτό γινόταν τρείς φορές και τότε άνοιγαν οι θύρες του ναού.
Αυτή η κατανυχτική βραδιά, που τη χαρήκαμε για λίγο, εμπλουτισμένη από τις ψαλμωδίες μας μέσα στο ναό, αρωματισμένη, έξω, από ανοιξιάτικα λουλούδια και μυρωμένες εαρινές βοσπορίτικες πνοές, καταυγασμένη από τις λαμπάδες των πιστών που ακολουθούσαν, ήταν μια νύχτα μαγική, που μας γέμιζε μυστήριο και κατάνοιξη και έκανε τις παιδικές καρδιές να σκιρτούν από κρυφή περηφάνεια για τη φυλή μας και τις απαρόμοιαστες παραδόσεις μας.
Ανήμερα της Κυριακής, κατά τη λεγόμενη δεύτερη ανάσταση, τρέχαμε σε διπλανές εκκλησίες, στο Νιχώρι, όπως θυμούμαι, ή σε εκκλησιές της Πόλης, να ακούσουμε, σε δακτυλικό μελωδικό εξάμετρο, τον πατέρα Τσινάρα να αναγνώθει το Ευαγγέλιο στην ομηρική διάλεκτο: «Όφρα και νωιτέροισιν εν ούασι πάγχυ βάλωμεν/ θέσφατον ιμερόεσσαν, αγνήν, ευάγγελον όπα…»
Μετά ήρθε το Φανάρι με τον μεγαλοπρεπή Αθηναγόρα, τον καλλίφωνο αρχιδιάκονο Ευάγγελο Γαλάνη, τον δεξιό άρχοντα πρωτοψάλτη, τον απαρόμοιαστο Θρασύβουλο Στανίτσα και τότε διαπίστωσα πόσο καλό χοράρχη είχαμε, το Μητσάκη, στα Θεραπειά, που έψαλλε πανομοιότυπα με τους πατριαρχικούς χορούς.
Έκτοτε το αφτί μου δεν αποδέχεται μέσα στην εκκλησία κανένα άλλο μόρφωμα ή παραμόρφωμα, πλήν της βυζαντινής μουσικής.
Το Φανάρι ήταν μια άλλη αίγλη, κρατούσε και κρατεί ακόμα μια πνοή βυζαντινών απόηχων.
Σήμερα το εντελώς απορφανισμένο από ομογενή στοιχεία Φανάρι, το αγλαϊζει η μορφή του σεπτού προκαθημένου του Οικουμενικού θρόνου, Πατριάρχη Βαρθολομαίου, με την παγκόσμια ακτινοβολία που διαθέτει.
Σ’ εσάς τα αδέρφια μας , που ζείτε στην όμορφη Πόλη μας, όταν ψάλλετε το «Τη Υπερμάχω..», θέλω να σας τονίσω ότι η Πόλη δε χάθη, δε χάνεται, όσο δε χάθη, δε χάνεται η καρδιά μας, γιατί
Χαρές και πλούτη να χαθούν και τα βασίλεια κι όλα,
Τίποτε δεν είναι, αν στητή μενει η ψυχή κι ολόρθη.
Σας εύχομαι να συνεχίζετε, κατά το δυνατόν να ζείτε τις παραδόσεις μας και να ξέρετε ότι υπάρχουν άνθρωποι και εδώ στην Ελλάδα που χαίρονται για ό,τι καλό επιτελείτε, σας σφίγγουν εγκάρδια το χέρι και σας εύχονται ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ και πάντοτε καλή προκοπή στη ζωή σας, όταν μάλιστα αυτή αντανακλά και στα όσια και ιερά του γένους