Με στοχασμό και λόγο
Απ’όλα τα έμβια όντα του πλανήτη μας ο άνθρωπος έχει το μεγάλο και σύγχρονα τραγικό προνόμιο να γνωρίζει από τα πριν το αναπότρεπτο τέλος του. Με τη γέννησή μας φέρνομε και τη σφραγίδα της καταδίκης μας από τη Φύση. O θάνατος είναι το τέλος μιας διαδικασίας που αρχίζει με τη γέννηση. Στο μεταξύ διάστημα προσπαθούμε να βρούμε ένα σκοπό , ένα ΓΙΑΤΙ, ένα ΠΡΟΣ ΤΙ, ώστε να μπορέσουμε να απαλύνομε την υπαρξιακή αγωνία που μας διακατέχει.
Για πολλούς σκοπός δεν υπάρχει. Η ζωή είναι αδικαίωτη, ομολογεί ο Καζαντζάκης, χωρίς όμως, ουδέποτε και με κανένα λόγο, να παραιτείται από αυτήν. Τον σκοπό εσύ θα τον βρεις, λέει, και αποδίδει υπέρτατη ευθύνη στον άνθρωπο. «Για ό,τι γίνετα στον κόσμο, εσύ φταις», διεκήρυξε.
Παράλογη θεωρεί τη ζωή και ο Καμύ. Όμως και σ’ αυτόν ο μύθος του Σισύφου, με τον αιώνιο λίθο, που είναι μια άσκοπη, διαρκώς επαναλαμβανομένη ενέργεια, δεν τον εξουθενώνει. Την ακινησία τη θεωρεί μορφή θανάτου, ενώ την κίνηση, να μη τελματωθεί η ζωή σε ακινησία, την θεωρεί αποστολή του ανθρώπου, του γενναίου, του περήφανου, του χωρίς ελπίδα, αλλά όχι απελπισμένου που απολαμβάνει τελικά την απόλαυση των αδιάκοπων και διαδοχικών φάσεων του παρόντος.
Όμως ο τραγικός Άμλετ του Σαίξπηρ βλέπει το ΠΡΟΣ ΤΙ και ΓΙΑΤΙ, εντελώς απαισιόδοξα, να χάνεται ή να γελοιοποιείται με το τέλος της ύπαρξης:
Ο μέγας Καίσαρ πέθανε και γινωμένος σκόνη
Μπορεί στον τοίχο για το κρύο μια τρύπα να βουλώνει.
Ωιμέ το χώμα που ’κανε όλη τη γη να τρέμει,
Πως κλείνει μια χαραμαδιά, να μη φυσούν οι ανέμοι!
Αυτή την πικρή γεύση και γνώση ομολογεί απ΄τα βάθη της μελαγχολίας του ο Άμλετ στο ομόλογο έργο του Σαίξπηρ.
Μια ιταλική παροιμία συμφωνεί μαζί του: Μετά το παχνίδι, μας λέει, ο βασιλιάς και το πιόνι πάνε στο ίδιο κουτί!
Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που ζουν με επίγνωση του μάταιου των πραγμάτων.
Όμως για λίγους, αλλιώτικα αξιολογείται η ζωή και τα γόνατα δεν έχουν κοπεί πριν απ’ το τέρμα. Γι αυτούς είναι ΖΗΤΗΜΑ ΑΠΟΔΟΧΗΣ, πως αποδέχεσαι τη ζωή, ζήτημα αξιοπρέπειας και φιλότιμου.
Για τους άλλους, τους αξιολύπητα λαβωμένους, τους απαρηγόρητους, που ζουν με την επίγνωση του μάταιου, είναι μια ατέλειωτη δυστυχία. Έτσι πολλοί, εφ’ όσον ζουν συνειδητά το θάνατο, είναι από ξαρχής πεθαμένοι. «Πριν απ’ το θάνατό μας έχομε πεθάνει» λέει ένας αθεράπευτα τραυματικός στίχος.
«Άφετε τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς» είπε στην ανάλογη περίπτωση ο Ιησούς.
Υπάρχουν όμως και οι λίγοι έστω. Οι Εκλεκτοί. Είναι οι Έκτορες οι Αχιλλείς, οι Διγενήδες. Όλοι τους σύμβολα ελληνικά.
«Μη μαν ασπουδί γε και ακλεώς απολοίμην
Αλλά μέγα τι ρέξας και εσσομένοισι πυθέσθαι».
(Όχι, χωρίς αγώνα και άδοξα να μη χαθώ,
Μα κάτι μεγάλο πραγματώνοντας
Στη μνήμη να ’μαι ζωντανός και στούς κατοπινούς μου. (Έκτωρ).
Αντί να κάθομαι «παρά νηυσί ετώσιον άχθος αρούρης» δίπλα στα πλοία, άπραγος, ανώφελο βάρος της γης, «αυτίκα τεθαίην» κάλλιο να πεθάνω την ίδιαν ώρα. (Αχιλλεύς).
«Μον’ έβγα να παλέψουμε στα μαρμαρένια αλώνια!» Αλλιώτικα ψυχή δεν παραδίδω. Πρόκληση στο Χάροντα. (Διγενής)
Είναι οι «θαρσαλέοι, (οι) εν πάσιν έργοισιν αμείνωνες». (Οδύσσεια η, 51) οι παρά δύναμιν τολμηταί και παρά
γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες. (Θουκυδίδης Α, 70). Τα θαυμαστά ελληνικά πρότυπα.
Ποιος νικά; Ο Άνθρωπος. Η αξιοπρέπεια. «Ήθος ανθρώπω δαίμων»
Από την τραγωδία αυτών των προσώπων εμείς οι κοινοί, οι περιλειπόμενοι, αντλούμε μια παρηγοριά, μια λύτρωση και τέλος μια περηφάνεια για το ξέχωρο είδος μας, που μπορεί παλληκαρίσια να αντιμετρηθεί με τη μοίρα του, καταξιώνοντας όλον τον επίγειο αγώνα του.
Η πλήρωση μιας ωραίας ζωής, περικλείει μέσα της και την επιδίωξη ενός ωραίου θανάτου.
Και τότε Νικιέται ο θάνατος «θανάτω». Και το τέλος σφραγίζεται με ομορφιά.