Η Άλωση της Τροίας κατά τον Βιργίλιο (Β΄)
Ηρθε η ώρα να τον ρωτήσουν και για το άλογο. Kι εκείνος έχει έτοιμο το παραμύθι.
Αναφέρει πως από τότε που ο Διομήδης μαζί με τον Οδυσσέα μπήκαν κρυφά τη νύχτα στην Τροία και έκλεψαν το Παλλάδιο, ιερό ξόανο της Αθηνάς, η θεά οργίστηκε τόσο μαζί τους, που πλέον έπαψε να είναι ο προστάτης τους και για να την εξευμενίσουν κατασκεύασαν αυτό το πελώριο άλογο.
Τέτοιο πράγμα δεν αναφέρεται στον Όμηρο.
Είναι αλήθεια πως ο Διομήδης με τον Οδυσσέα μπήκαν τη νύχτα στην Τροία και έκλεψαν τα περίφημα άλογα του Ρήσου, βασιλιά της Θράκης σφάζοντας τον ίδιο, πουθενά δε γίνεται λόγος για παλλάδιο, λέξη αμάρτυρη στην Ιλιάδα.
Αυτό το μέγα επίτευγμα που φτάνει στα ύψη, είναι καμωμένο έτσι να μη μπορεί η πόλη να το δεχεί, κι η χάρη της Αθηνάς να μη σας πιάνει. Συνεχίζει ο προβοκάτορας. Αρκεί χέρι να μη το μολύνει. Σαφής απάντηση στα λόγια του Λαοκόοντα και σε όσους ήθελαν την καταστροφή του αλόγου. Αν καταφέρνατε όμως και το βάζατε μέσα στην πόλη, τότε η ευλογία της θεάς θα σας ευνοούσε σε τέτοιο βαθμό που θα καταλύατε και το κράτος των Μυκηνών στη χώρα του Πέλοπα, δηλαδή θα κατακτούσατε όλη την τότε γνωστή Ελλάδα! Τέτοιες χαρές περιμένουν τα εγγόνια μας, λέει ο Σίνων πολιτογραφούμενος Τρώας!
Ξάφνου αλλάζει πάλι απότομα η σκηνή (θεωρώ πρώτο διδάξαντα τη σκηνική αλλαγή εικόνων, το Βιργίλιο) και τώρα βρισκόμαστε στην παραλία.
Εδώ μαζί με τα δυο μικρά παιδία του ο Λαοκόοντας βρίσκεται να θυσιάζει. Για ποιο λόγο; Ίσως για να συμβουλευτεί τη θέληση των θεών.
Και τότε συμβαίνει το θάμα. Η Αθηνά που βοήθησε τον τεχνίτη Επειό στην κατασκευή του αλόγου, στέλνει δυο φίδια που ορμούν στον ίδιο και στα παιδιά του.
Φανερό, ότι ο ίππος είναι ιερός. Επαληθεύεται η προφητεία του Σίνωνα για όποιον βλάψει τον ίππο. Μένει, λοιπόν, καμιά αμφιβολία για όσα τους είπε;
Έξαλλοι τότε ορμούν στα τείχη, γκρεμίζουν τις καστρόπορτες και τοποθετούν ρόδες στις οπλές του αλόγου (επίτηδες δεν είχε, για να μη εμβάλει σε καμιά υποψία στους Τρώες) και με σκοινιά που πρόσδεσαν το αργοσέρνουν, ενώ κοράσια ανύπαντρα και νέοι στεφανωμένοι ψάλλουν ύμνους δίπλα από το άλογο.
Και η επίκληση του Αινεία, μπροστά στη βασίλισσα, είναι μια αποστροφή στο χαμένο μεγαλείο της Τροίας:
«Τροία μου εσύ! Κι ω εσύ πατρίδα μου, σπίτι θεών, κι ω κάστρα
πολέμων δόξα. Φορές τέσσερεις στης πύλης το κατώφλι
σκόνταψε, τέσερεις και τ’ άρματα βροντήξαν στην κοιλιά του.
Πείσμα κι εμείς! Ο νους δε δούλευε, μας τύφλωνεν η φούρια,
και στ΄αγιο εστήσαμε ακροπύργι μας στοιχειό της δυστυχιάς μας.»241-45.
Τέτοια η σαγήνη που τους έχει κυριεύσει, ώστε να μοιάζουν σαν υπνωτισμένοι.
****
Η νύχτα κυλά και οι Τρώες που στολίζανε τα τέμπλα των ναών με πράσινα φυλλώματα, κατάκοποι απ’ το γιορτάσι της πρώτης και τελευταίας ελεύθερης μέρας, βυθίζονται σε βαθύ ύπνο.
Μεσάνοιχτα. Και τότε όλα αλλάζουν όψη. Ο Σίνων που είχε πια κερδίσει την εμπιστοσύνη των Τρώων, υψώνει πυρσό από την ακρόπολη της πόλης και ο αραγμένος στόλος των Ελλήνων που βρισκόταν στην Τένεδο, λαβαίνει το σήμα.
Πλέει, κάτω από φιλική σιωπή ιλαρής σελήνης « tacitae per amica silentia lunae», ολοταχώς προς την Τροία.
Την ίδιαν ώρα o Σίνων λύνει τους σύρτες του αλόγου απ’ όπου πετιούνται στη γη αρματωμένοι πόλεμιστές και αρχίζουν το έργο της σφαγής των κοιμισμένων.
Ο Αινείας βλέπει στον ύπνο του τον σκοτωμένο από τον Αχιλλέα Έκτορα, παραμορφωμένο από τις πληγές, να του φωνάζει:
«Αλί, γυιε της θεάς, δράμε γοργά κι από τις φλόγες σώσου!
Πατούν τα τείχη οχτροί» Hostes habent muros! 290.
Σώσε τους σπιτικούς μας θεούς και αφού περάσεις θάλασσες, προσπάθησε αλλού να χτίσεις πατρίδα.
Έτσι το όνειρο δικαιολογεί την φυγή, χωρίς να μειώνει τον ηρωισμό του.
Ο Ανείας πετιέται από τον ύπνο και σκαρφαλώνει στη στέγη του σπιτιού του (ευφυές εύρημα του Βιργιλίου για να έχει πανοραματική θέα των τεκταινόμενων), ώστε να εξακριβώσει την αλήθεια του ονείρου.
Η Τροία καίγεται Στις ρούγες της γίνονται μάχες Ελλήνων και Τρώων σώμα με σώμα. Και η μπηχτή του Βιργίλιου για τους Έλληνες:
Άλλοι στα πλοία διασκορπίζονται, τρέχουν να φυλαχτούνε
στ’αραξοβόλι, κι άλλοι στ’ άλογο- τρομάρα και ντροπή τους-
πάλι σκαρφάλωσαν και κρύβουνται στη γνώριμη φωλιά τους.(399-401) Εικόνα τελείως απίθανη.
Φονεύεται άναδρα και αποτρόπαια ο Πρίαμος από τον γυιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο.
«Τέτοιο του εγράφη τέλος,
Να ιδεί την Τροία του παρανάλωμα, τα Πέργαμα ρημάδια,
αυτός που ήταν παλιά τόσων λαών και τόπων της Ασίας
γαύρος ρηγάρχης. Τώρα κείτεται σ’ αχτή κορμός πεσμένος,
κεφάλι ξέχωρο απ’ τις πλάτες του και δίχως τ’ όνομά του /κουφάρι».(554-58) (1)
«iacet ingens litore truncus
avolsumque umeris caput et sine nomine corpus»
Τετρακόσιοι πενήντα στίχοι αφιερώνονται στο ολοκαύτωμα της νύχτας.
Ubique pavor et plurima mortis imago (ολούθε τρόμος, κραταιά θανάτου εικόνα) 369.
Εξαλλος ο Αινείας έχει κατέβη από τον πύργο αποφασισμένος να πεθάνει πολεμώντας. Στους συντρόφους του που βρίσκει και σμίγει τους παροτρύνει:
«Ελάτε κι ας πεθάνουμε στη μάχη μέσα ορμώντας,
Στους νικημένους μια ’ναι η λύτρωση. Λύτρωση να μη ελπίζουν».(353-4)
Είναι ο περίφημος παροιμιώδης στίχος: una salus victis nullam sperare salutem.
Παρακάτω, μια ομάδα Ελλήνων αντικρίζεται με αντιστοιχη Τρώων τους θεωρούν δικούς τους και τους μιλεί ένας να πάνε μαζί τους: «μα ξάφνου το αντιλήφτηκε-τι σίγουρο δεν πήρε /αντίλογό μας- πως παράπεσε στη μέση οχτρού από λάθος» . Εκεί οι Τρώες τους στριμώχνουν στις ρούγες τους, που είναι άγνωστες στους Έλληνες, πέφτουν πάνω τους και τους τσακίζουν.
Όμως ενθουσιασμένοι κάνουν τη δολερή σκέψη να αλλάξουν οπλισμό, γδύνονται τα τρωικά όπλα και φορούν τα ελληνικά από τους σκοτωμένους (κράνη, ασπίδες, εθνόσημα ) για παραλλαγή και δολιοφθορά, μα για κακή τους τύχη πέφτουν σε τρωικό απόσπασμα και αποδεκατίζονται.
Οι θεοί έχουν καλύψει τα μάτια των θνητών με μια αδιόρατη κουρτίνα, για να μη βλέπουν αυτά που εκείνοι βλέπουν. 604-5.(2)
Εμφανίζεται η μάννα του. Αφροδίτη, που αποσύρει την κουρτίνα και ο Ανείας βλέπει πως είναι θέλημα των θεών να πέσει η Τροία (προφανώς για να δημιουργηθεί η Ρώμη) και τον παρακινεί να σώσει τους δικούς του, που στον πυρετό της μάχης τους έχει λησμονήσει..
Ο Αινείας με το γέροντα πατέρα του στους ώμους, δίπλα του τη γυναίκα του Κρέουσα, και στο δεξί κρατώντας τον μικρό γυιο του Ασκάνιο που περπατεί με άνισα δηλ.μικρά βηματάκια, ( μια τρυφερή σκηνή στην αποτρόπαια νύχτα) πορεύονται σε συμφωνημένο και με άλλους Τρώες μέρος, έξω από την πόλη, ώστε να μπορέσουν να πάρουν το δρόμο για την εξορία.
Στη διαδρομή η Κρέουσα σε μια επιδρομή, λόγω σύγχισης κάπου χάνεται.
Ο Ανείας γυρίζει πίσω στην καιόμενη πόλη, ώστε να έχει μια τελειωτική εικόνα της καταστροφής, φωνάζει το όνομά της , μα του κάκου. Η Κρέουσα, κατά τον ευρηματικό τρόπο του Βιργιλίου, έχει χαθεί μυστηριωδώς, ώστε να μην έχει ευθύνη ο ήρωας και έτσι να αφήνεται το πεδίο ελεύθερο για τον κατοπινό έρωτα της Διδώς και του ίδιου.
Έτσι ξοδεύοντας τη νύχτα μου ξανάρθα στους συντρόφους.
Θάμασα κεί πλήθος αρίφνητο να ιδώ να καταφτάνει,
μανάδες, άντρες, μαζί κι άγουροι να σμίγουν συνοδίτες.
Για ξενητειάς στρατί συντάζουνταν…..
Ωστόσο ο Αυγερινός επρόβαλε στ’ ακρόκορφο της Ίδας
τη μέρα φέρνοντας. Κι οι Δαναοί στα κάστρα, ομπρός στις πύλες,
Danaıque obsessa tenebant
limina portarum, nec spes opis ulla dabatur:
cessi et sublato montes genitore petivi.
στητοί διαφέντευαν. Οι ελπίδες μας είχαν για μας πια σβήσει.
Πήρα στα όρη τον πατέρα μου και τα βουνά μπροστά μου (κατά λέξη: ζητούσα). (801-4)
ΣΗΜ. 1 Η εκόνα αυτή θυμίζει επίσης το φρικτό τέλος του Πομπήιου στις ακτές της Αιγύπτου.
2 O Shooenhauer αναφέρετα στον όρο principium individuationis της ινδικής φιλοσοφίας και έχει σχέση με το παραπέτασμα, τη «μάγια» του υλικού κόσμου.
3. Το προβοκατόρικη επεισόδιο με τον Σίνωνα, η απότομη αλλαγή σκηνικού για παραπέρα προώθηση της δράσης και ο οπλισμός για παραλλαγή και δολιοφθορά,
καθιστούν τον Βιργίλιο πρωτοπόρο στην παγκόσμια Λογοτεχνία.
4.Η μετάφραση του λατινικού κειμένου ανήκει στον γράφοντα.