top of page
Η Πόλη όπως τη θυμάμαι και την έζησα

Στην Πόλη με έφερε το παλίνδρομο κύμα της Ιστορίας, αγίνωτο ακόμη παιδί που ξέκοβε από την πατρίδα του την καταματωμένη απ' τους πολέμους εναντίον δύο αυτοκρατοριών και ενός τραγικού αλληλοσπαραγμού που τους ακολούθησε.

 

Από ένα περιβάλλον σκληρής ανέχειας και πικρών στερήσεων να πέσεις απότομα σε μιαν απροσδόκητη υλική ευμάρεια, δεν ήταν μόνο μια αισθητή αλλαγή, ήταν, για τον αδιάπλαστο νιό, Γη της Επαγγελίας η Πόλη! Στα χωριά τα ρημαγμένα της Ελλάδας που ζούσαμε, το υπόδημα θεωρείτο πολυτέλεια, της μπύρας όχι μόνον αγνοούσαμε τη γεύση, δε γνωρίζαμε καν την ονομασία, κι ενώ στα αστικά κέντρα ο πολύς κόσμος την έβλεπαν από απόσταση, στην Πόλη, έρεε αφθονότερα κι από το νερό. Με συγκίνηση θυμάται ο νεαρός εκείνης της μακαρισμένης εποχής στα Κάλαντα που είχε βγει με άλλους συνομήλικούς του, πως υπήρχαν σπίτια που τους είχαν κεράσει μαύρο χαβιάρι...

 

Ωστόσο κι’ απ’ τούς Πολίτες, κατά κοινή συνείδηση, ή μεταπολεμική περίοδος από το 1950 ίσαμε το 1955 χαρακτηρίσθηκε σαν μια χρυσή εποχή της Ρωμιοσύνης. Φαίνεται όμως, πώς μοίρα των καλών είναι, όχι σπάνια, να τελειώνουν απότομα και πολλές φορές τραγικά.

 

Δεν είναι ό τόπος εδώ τα δεινά τού Πολίτη πού επακολούθησαν να εξιστορήσουμε. Αντίθετα, την καλή εποχή του θα θυμηθούμε.

 

Στα δυο όμορα κράτη εβρεφουργόταν μια πορεία φιλίας. Με την άνοδο των Δημοκρατικών στην εξουσία ό Ρωμιός ανάσαινε περισσότερο από άλλοτε ελεύθερα, οι Τούρκοι είχαν συγκατανεύσει να μετακληθεί στον Πατριαρχικό θρόνο για Πατριάρχης ό «από "Αμερικής» Αθηναγόρας, ό Σοφοκλής Βενιζέλος ερχόταν επίσημος προσκαλεσμένος τού τουρκικού κράτους.

 

Στο σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο του πληθυσμού τότε της Πόλης, 123.000 έφθαναν όλοι κι όλοι οι Ρωμιοί μαζί μ’ αυτούς της ’Ίμβρε και της Τενέδου. Αρκετοί για να ’ναι ακόμη το κυρίαρχο στοιχείο. Το βούτυρο πού άλειφε το μεγάλο καρβέλι.

 

Ανεπίσημη γλώσσα τα Ελληνικά, μα τόσο επίσημη. Τουρκικά μιλούσες στον Τούρκο, ελληνικά σού απαντούσε. Ό Φαχρετίμ Κερίμ Γκιοκάϊ (1) εκκλησιαζόταν στο Πατριαρχείο και ασπαζόταν το χέρι τού Πατριάρχη, τα τουρκάκια το Πάσχα τσούγκριζαν κόκκινα αυγά στους δρόμους τού Φαναριού και τού Πέραν, ό μεγάλος Τούρκος διηγηματογράφος Σαϊτ Φαϊκ έγραφε τα πολίτικα, διηγήματά του και ιστόριζε τούς Ρωμιούς της Πόλης και τούς ψαράδες της Αντιγόνης. Δε νοόταν Πόλη χωρίς Ρωμιό.

 

Στα Θεραπεία τού Βοσπόρου, πού έμενε ό υποφαινόμενος, ό Πρόεδρος της Κοινότητάς μας(2) κάτεχε όχι μόνο ανάγνωση, αλλά και γραφή και μάλιστα ορθογραφημένη της ελληνικής, και πιο παλιά ήταν και δομεστικός στον Άη Γιώργη, πού τώρα πια δεν υπάρχει. . .

 

Δυο άλλες μεγάλες μειονότητες στην Πόλη, Αρμένηδες και Εβραίοι, δεν ήταν «άμοιροι της ελληνικής». Βούλγαροι και Αρβανίτες, Γιουγκοσλάβοι και Ρώσοι πρόσφυγες ήταν, αν όχι τι άλλο, γλωσσικά εξελληνισμένοι. (3)

 

Τα Ελληνικά λοιπόν, «τα εξαίσια» τού Καβάφη, σ’ όλο το Βόσπορο από το Βαθυρύακα μέχρι το Μέγα Ρεύμα κι’ από τη Βλάγκα ίσαμε τον Άγιο Στέφανο και στα σμαραγδονήσια της Προποντίδας, τα Πριγκιπόνησα, και μέσα στην Πόλη, μιλιόταν πάντα δίχως ανακοπή και ήταν ή δεύτερη γλώσσα τού τόπου.

 

Τα έντυπα πού ’φθαναν από τη ματωμένη πατρίδα, ή οποία έκανε αγωνιώδεις προσπάθειες να ορθοποδήσει, κυκλοφορούσαν πλατιά. Ξέκρινες στις προθήκες «Θησαυρό» και «Ρομάντσο», άλλα και «"Ήλιο» και «Νέα Εστία» για τη μορφωμένη τάξη.

 

Οι Αθηναϊκές εφημερίδες έφθαναν ανελλιπώς και τα δυο βιβλιοπωλεία, τού Σεργιάδη και τού Γιαννικόπουλου, δεν πρόφταιναν να λαβαίνουν παραγγελίες για το καλό βιβλίο.

 

Ωστόσο και τα βιβλία πού τυπώνονταν στην Πόλη, στου Τσιτούρη, στο Νουρ, στο Φαζιλέτ, και στο Πατριαρχικό τυπογραφείο δεν ήταν λίγα. "Όσο κι αν δεν είχαν, δεν μπορούσε να είχαν το κύρος των παλαιών εκδόσεων ενός Φιλολογικού Συλλόγου Κων/πόλεως, ήταν οπωσδήποτε μια παρουσία.

 

— «Εμπρός», «Άπο». «Τάκυ», «Βήμα», διαλαλούσε ο Τούρκος εφημεριδοπώλης στα βαποράκια, της γραμμής πού μας μετακινούσαν στο Βόσπορο και τα Πριγκιπόνησα.(4),  «Άπο» και «Τάκυ» ήταν συντομολογικά για τον Τούρκο διαλαλητή ή «Απογευματινή», ή αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα, και ό Ταχυδρόμος· μαζί με τις επίλοιπες άλλες, όλες απογευματινές.

 

Κυριακάτικες κυκλοφορούσαν ό «Χρόνος» τού Ζερβόπουλου, αυτού τού πολέμιου τού Αθηναγόρα, ή θρυλική «Εφημερίς των Ελλήνων» τού πρύτανη της παλιότερης μεγάλης γενιάς των δημοσιογράφων Καβαλιέρου Μαρκουίζου , ό «Κεραυνός» τού Μ. Κωνσταντόπουλου πού αργότερα μετονομάστηκε σε «Κυριακάτικη Πρωία», ή «Ελεύθερη Φωνή» τού Α. Λαμπίκη, και πού για ένα φεγγάρι ήταν και ημερήσια, ό «Ρωμιός» ή λιγόζωη σατιρική εφημερίδα τού Σ. Γκιούσμα πού αργότερα βγήκε με νέο άνομα, «Ο Τύπος», και μια θρησκευτική και φωτισμένη δεκαπενθήμερη, ό «Απόστολος Ανδρέας» επίσημο όργανο τού Πατριαρχείου με ύλη ανοιχτόμυαλων κληρικών πού έφθανε ως τις απόμερες ορθόδοξες γωνιές της Ευρώπης και πού τόσο δραματικά σταμάτησε να εκδίδεται. Τραγική μοίρα επιφύλασσε στον Αθηναγόρα να προλάβει να ίδει πολλά από τα μεγαλειώδη οράματα του να γίνονται στάχτη.

 

 Όχι λίγα, και τα περιοδικά. Μετά τη «Φωνή» τού 1932 την «Εστία» του 1943, «Τα Νέα», τού 1944 και τα «Χρονικά» τού 1945 (5) κυκλοφορεί ή «Τέχνη» τού Αλ. Χατζόπουλου, γυμνασιάρχη τότε στο Ζάππειο, βουλευτή αργότερα των Ρωμιών της Πόλης και μεταφραστή τουρκικών έργων. παράλληλα, στις επιστημονικές μελέτες, πρωτοστατούσε ή τριάδα Μαμέγριδων (Μαλέτσκος, Γρίβας, Μέντζος), στην ποίηση ο Αλ. Μπάρας και εμφανιζόταν ό Π. Χρονάς, ό «Βόσπορος», λιγόζωος, τού πολύπλευρου Μεν. Μαυρίδη, ό «Πυρσός» τού Αμπατζή όπου συγκεντρώθηκε ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει ή Πόλη (ποίηση Μπάρας, Παπακωνσταντίνου, Πατριαρχέας, Βυζαντινές μελέτες Κ. Γρίβας, διήγημα ή αξιοπρόσεκτη εμφάνιση τού νέου Ευ. Τσοντσόλη, χρονογράφημα Α. Γεράνη (=Μ Μαυρίδης) και μεταφράσεις, άφθονες μεταφράσεις αξιόλογων τουρκικών έργων στην ελληνική, ή «Ορθοδοξία» μηνιαίο αργότερα περιοδικό των Πατριαρχείων, το «Φως», επίσης θρησκευτικό του Αλ. Καντώνη με μηνιαίο παράρτημα ιό «Παιδικό φως» πού με καμάρι έβλεπε στις σελίδες του τα πρώτα του δημοσιεύματα ό υποφαινόμενος, ό «Παιδικός κόσμος» κ.ά.

 

Δέσποζαν τα ελληνικά παλαιοπωλεία στο Γιουξέκ Καλντιρίμ με επικεφαλής εκείνα των Πατριαρχέηδων, γιου και πατέρα κι ακολουθούσαν τού Λ. Μπερτ και του Νομίδη. Ο Καβαφότροπος γιος Πατριαρχέας είχε σχηματίσει κύκλο από μύστες γύρω του, με στέκι το βιβλιοπωλείο του.

 

Κορυφαίοι του πνεύματος και της τέχνης μετακαλούνταν συχνά από τον ελλαδικό χώρο και έδιναν διαλέξεις. Προσκαλεσμένοι είτε από την «Ελληνική Ένωση» (6) είτε από το «Σύνδεσμο· Αποφοίτων Ζωγραφείου»: Πέτρος Χάρης, Αιμ. Χουρμούζιος, Μανώλης Τριανταφυλλίδης, Φ. Κουκουλές, I. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ε. Παπανούτσος, Στράτης Μυριβήλης, Άγγ. Τερζάκης, Διον. Ζακυθηνός είχαν αφήσει εποχή με το πέρασμά τους.

 

Πηγαινοέρχονταν οι ελληνικοί θίασοι. Οι αδελφές Καλουτά, ή Κατερίνα με το Μεγάλο Βεάκη, ή άλλη μεγάλη τραγωδός μας Μαρίκα Κοτοπούλη πού έπαιξε το ρόλο της Κλυταιμήστρας στην «Ορέστεια» τού Αισχύλου, ό θίασος Μαίρης Αρώνη - Βάσως Μανωλίδου, ή Βέμπο, ό Φωτόπουλος, ό θίασος Λαμπέτη — Παπα — Χορν, ό Κατράκης, ή Βαλάκου και τόσοι άλλοι επιθεωρησιακοί θίασοι, αργότερα μετά το 1960, και ό Ροντήρης με το κλιμάκιό του·

 

Οι Μορφωτικοί Σύνδεσμοι, έργο· τού Μεγάλου Αθηναγόρα, έσφυζαν από οργασμό με τις παραστάσεις τους και σκηνοθέτες, σαν το Σπ. Λίνα, τον Β. και Γιώργο Κασαπάκη, το Γιώργο Ρούσσο (πού ήταν και άφθαστος ηθοποιός· είχε συμπράξει και με την Κατερίνα και με την Κοτοπούλη) άφηναν εποχή στην Πόλη και συναγωνίζονταν τούς καλύτερους ελληνικούς θιάσους.

 

Αφθονούσαν· τα κέντρα με "Έλληνες τραγουδιστές. Δεν υπήρξε ανάλογο φαινόμενο "Έλληνα διάσημου τραγουδιστή πού να στερηθεί την παρουσία του ή Πόλη.

 

Αλλά και τα τοπικά συγκροτήματα ήταν αξιοπρόσεκτα. Ποιός θα ξεχάσει το θαυμάσιο κουαρτέτο Ζάμπογλου πού ακουόταν κάθε εβδομάδα και από το ραδιοφωνικό σταθμό της Πόλης, με μόνη τη διαφορά ότι ή ευαισθησία του επίσημου τουρκικού κράτους τούς απαγόρευε τα ελληνικά τραγούδια, το Γιώργο με το μπουζούκι του, ή το ντούο Χένυ - Βασιλάκη, πού ακόμη κρατεί άσβεστη την παράδοση εκεί.

 

Κάποτε, θα πρέπει να βρεθεί ό κατάλληλος μελετητής πού θα σκύψει να αναδιφήσει τομείς στους όποιους αφέθηκε να διαπρέψει ό Ρωμιός, από τότε πού έμπαινε στη δούλεψη τού κυρίαρχου αυθέντη και τις γόνιμες υπηρεσίες πού τού πρόσφερε όχι μόνο στη δομή τού νεοσύστατου κράτους,(7) αλλά και σε νευραλγικούς τομείς της Τέχνης, της μουσικής ή της μαγειρικής και της επιπλοποιίας.(8).  Λαμπαδάριος της Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας, ό Πέτρος ό Πελοποννήσιος (ο Χιρσίζ Πέτρο) δίδασκε μουσική στον Τεκέ του Γαλατά τούς Τούρκους ντερβίσηδες, με πληροφορεί ό κ. Γρίβας. Από τούς Τούρκους δε βρέθηκε ακόμη ένας Οράτιος για να το ομολογήσει αυτό. Σποραδικά όμως άκουα από το Ραδιοφωνικό σταθμό όχι μόνο Ρωμιούς· εκτελεστές της τούρκικης μουσικής, όπως το Γιώργο Μπατζανό, αλλά και έργα συνθέτων όπως π.χ. τού Παυλάκη ή Χρηστάκη έφέντη.

 

Αναμφισβήτητο είναι πώς, ή τέχνη να ερεθίζεις τις γαστριμαργικές ικανότητες τού ανθρώπου, πέρασε από τις βυζαντινές αυλές στα ανατολίτικα σεράγια. Κληρονομιά τού Ρωμιού ή τέχνη της μαγειρικής, άλλα και ή υπηρεσία του σερβιρίσματος πού εξελίχτηκε σε λεπτή, τέχνη.

 

'Όταν κάθομαι σε κέντρο ελληνικό και έρχεται το γκαρσόνι με τη δυνατή του φωνή να σε ξεκουφαίνει είτε να σού βροντάει στο τραπέζι το ποτήρι τού νερού είτε να σού παραθέτει μεζέδες χωρίς ένα ατομικό πιάτο να τούς τοποθετήσεις, αναθυμάμαι με νοσταλγία την πολίτικη αβροφροσύνη και την εξυπηρέτηση πού έτεινε να αγγίξει τα όρια της δουλικότητας.

 

Βασιλιάς των μαγείρων ακόμη τότε στην Πόλη ό θρυλικός Παντελής. Δεύτερος ερχόταν ό Αμπτουλλάχ. Δε νοόταν Πέρα Πάλας ή Τοκατλιάν χωρίς Έλληνα μάγειρα και μαιτρ ντ’ ότέλ. Και οι καλύτεροι Τούρκοι μάγειροι δίπλα στους Ρωμιούς θήτεψαν  και εξελίχτηκαν. Μου το ομολόγησε κάποτε ό Χατζή Σαλίχ, γνωστός αρχιμάγειρας με κεντρικό εστιατόριο στο Πέραν και πολλά παρακλάδια, ότι την τέχνη του την έμαθε δίπλα σε Ρωμιούς μαγείρους. Πιθανόν σήμερα να λέμε τούρκικη κουζίνα ή ανατολίτικη και πολλές ονομασίες φαγητών να τις ξέρουμε με τουρκικά ονόματα, αν διαβάσουμε όμως Κουκουλέ(9) θα δούμε με έκπληξη ότι και το κοκορέτσι (χορδαί ή χορδία) και τα παστά (απόκτια,) και ό παστουρμάς (γόνδης) και το πετιμέζι (σίραιον) και τα τουρσιά και τα σαλάμια και οι κεφτέδες (κοφτάδες στον Πόντο) και οι ντολμάδες (θρύα ή φρύα) και ό τραχανάς (τραγανός ή τράγος) και οι λουκουμάδες (κολλύρια) ήταν όλα φαγητά των Βυζαντινών.

 

Τις γιορτές και τα έθιμά του τιμούσε με ιδιαίτερο ζήλο και επίγνωση της ανωτερότητας τους ό Ρωμιός.

 

Κάθε πρωτοχρονιά μετά τα μεσάνυχτα παρέλαυνε όλη ή Ρωμιοσύνη από τ’ αγίασμα του Βεφά. Το καταπληχτικό ήταν όταν έρχονταν εκεί, περ’ από τούς Αρμένηδες, ν’ ανάψουν κερί Εβραίοι και Τούρκοι με το σωρό.

 

Άλλα και στα αξέχαστα, πανηγύρια τού Μπαλουκλή και του Γκιόκ-σουγιου,(10) όπου με τη συνοδεία των ήχων λατέρνας χόρευαν τον πατροπαράδοτο ταταυλιανό χασάπικο οι γέροι από το Μέγα  Ρεύμα, πόσους Τούρκους και Τουρκάλες δεν έβλεπε ό υποφαινόμενος να ’ρχονται να παίρνουν αγίασμα, (αγιάσμα το λέγαν). Κι’ είναι ή Πόλη μοναδική στ’ αγιάσματα. Εδώ της Παναγίας των Βλαχερνών, εκεί τού Μπαλουκλή, παρέκει τού Αγίου θεράποντα, πιο πέρα τού 'Αγίου Δημητρίου στην Ξηροκρήνη, τα ονομαστότερα.

 

Εκεί κι ο Κώτσος, ο τυφλός εφημεριδοπώλης με τούς βίους των αγίων και τις φυλλάδες  του περί βασκανίας. Εκεί κι’ ό άλλος ό Κώτσος με τη Λίντα του, το μικρό έξυπνο σκυλάκι που έκανε δασκαλεμένο τα τσαλιμάκια του και που πέρασε και στην πρόσκαιρη αθανασία της οθόνης στο έργο τού Ντασέν «Τοπκαπί».

 

Οι εκκλησιές, κι’ αυτές οι πιο απόμακρες τού Μπέυκοζ και τού Πασάμπαχτσε, πάντα μεστές από πιστούς. Στάθηκε ή εκκλησία μαζί με τη γλώσσα και τα έθιμα ή πρώτη μεγάλη δύναμη πού κράτησε το Ρωμιό τόσους αιώνες Ρωμιό.

 

Ήταν ή εποχή τού μεγάλου Πρίγγου και τού Στανίτσα. Ό πρώτος είχε την τέχνη, και ό δεύτερος τη φωνή. Ιδιαίτερος συνωστισμός κάθε Μεγάλη Τρίτη από τον κόσμο και πιο πολύ τού «ασθενούς» φύλου στις εκκλησίες, σε όσες προλάβαινε να ψάλει ό Στανίτσας το κλασσικό τροπάριο της Κασσιανής.

 

Σαν ηπειρώτης βρέθηκα κοντά στο ηπειρωτικό στοιχείο και μπορώ να βεβαιώσω πώς κάθε τέτοιο σπίτι στην Πόλη ήταν και μια μικρή τοπική πατρίδα με όλα τα έθιμα ζωντανά και ιδιαίτερα τα τραγούδια.(11).

 

Ή Πρωτοχρονιά (Καλή βραδιά στην πολίτικη διάλεχτο) γιορταζόταν ολονύχτια και μεγαλοπρεπέστατα.

 

’Έθιμο, το τραπέζι, από νωρίς στρωμένο, να είναι κατάμεστο από κάθε είδους ξηρό καρπό και νωπό φρούτο πού θα μπορούσες να διαλογιστείς εκτός από τούς ποικίλους πικάντικους πολίτικους μεζέδες, τα φαγητά και την Αγιοβασιλόπιττα. Το τραπέζι έμενε ασήκωτο όλη τη νύχτα και οι καρποί, ανανεούμενοι, επί μέρες.

 

Πολλά παιδιά στις ενορίες τους έβγαιναν και λέγαν τα Κάλαντα. 'Από τα Γυμνάσια προπορευόταν στην παράδοση το Ζωγράφειο. "Οίαν ό υποφαινόμενος έφθασε στα θρανία της τελευταίας τάξης της Μεγάλης τού Γένους Σχολής έπεισε τους συνταξιώτες του (=τους μαθητές μιας τάξης. Λέξη που αγνοεί ο ελλαδίτικος χώρος) και μιμήθηκαν το έθιμο·(12) το οποίο και συνεχιζόταν μέχρι προ ολίγων ετών, δυστυχώς όμως τελευταία απαγορεύτηκε κι αυτό! (13).

 

Τα Φώτα ό Αθηναγόρας είχε καταφέρει και ρίχναμε το Σταυρό στη θάλασσα (και τη Μεγ. Παρασκευή οι ενορίτες κάναν περιφορά του Επιταφίου έξω στις κεντρικές πλατείες και ήταν αυτό μια άλλη μεγάλη στιγμή του Ρωμιού γεμάτη θρησκευτική έξαρση και έπαρση, με το να βλέπαμε να γεμίζει ό Βόσπορος από καΐκια, όπου πανσπερμία φυλών παρακολουθούσαν το γραφικό θέαμα της Κατάδυσης τού Σταυρού (ή την Περιφορά τού Επιταφίου τη Μ. Εβδομάδα) και τούς κολυμβητές μεσοχείμωνα να βουτούν στα κρύα νερά τού Βοσπόρου ή τού Κερατίου ή της Προποντίδας, στα νησιά. Τη Μεγάλη Παρασκευή γέμιζαν πάλι οι εκκλησίες από τα «οθνεία» στοιχεία πού γεμάτα κρυφή ζήλεια έρχονταν ν’ ακούσουν τα Εγκώμια πού τόσο όμορφα έψαλλαν οι χορωδίες απ’ αγόρια και κορίτσια.

 

Γέμιζε ή Πόλη από λαμπάδες την Ανάσταση. Συνήθεια το ’χαν οι ενορίτες ν’ αλλάζουν ναό κι έτσι έβλεπες τα μεσάνυχτα αναρίθμητα ταξί —μπρος ό Τούρκος οδηγός πίσω οι Ρωμιοί με τις αναμμένες λαμπάδες — να μεταφέρουν από μακρινά μέρη τούς εκκλησιαζομένους στα σπίτια τους.

 

Ιδιαίτερα εμάς τούς νέους μάς συγκινούσε τη Δεύτερη Ανάσταση το Ευαγγέλιο στην ομηρική διάλεχτο πού το ανάγνωθε ό πατήρ Τσινάρας. Τρέχαμε, σ’ όποια εκκλησία πήγαινε, ν’ ακούσομε το δαχτυλικό εξάμετρο στον ορθόδοξον άμβωνα.

 

Κάθε οικογένεια το ’χε παράδοση και καμάρωνε να στέλνει το παιδί της στο αναλόγιο. Έτσι πάρα πολλά παιδιά όταν Πόλη έψαλλαν και πολλά κάτεχαν και παρασημαντική. Στα διαλείμματα τού Γυμνασίου, αντί τραγουδιών, ψάλλανε πολλές φορές από μεράκι.

Ιδιαίτερο καμάρι αισθανόταν ό γονιός, όταν ό γιός του ανάγνωθε τον Απόστολο. Αβρόφρονες οι πολίτες, μόλις έβγαιναν με την απόλυση από την εκκλησιά, έτρεχαν να συγχαρούν τον ευτυχή πατέρα για το γιό του πού αξιώθηκε τέτοιας τιμής. Ό Δεσπότης μας στα Θεραπεία, ό άγιος Δέρκων, κάθε τέτοιο παιδί ιό φίλευε με.. . δεσποτικό τραπέζι.

                                                                              

Μιαν άλλη μεγάλη στιγμή έζησε ή Ρωμιοσύνη, όταν για πρώτη φορά, μετά την άλωση, βασιλιάς των Ελλήνων επισκεπτόταν την Πόλη.

 Πού βρέθηκαν τόσες ελληνικές σημαίες; Πού κρύβονταν τόσον καιρό; ’Έτριβα τα μάτια μου. Στη Σταδίου βρισκόμουν στις 25 Μαρτίου ή στην Πόλη; Πλημμυρισμένη ή κεντρική αρτηρία του Πέραν στη γαλανόλευκη. Δρόμοι, γεφύρια, κρατικά ιδρύματα με τις σημαίες των δύο. κρατών. Χαλιά στο δρόμο τού Φαναριού· Κι ακόμη στο Ταξί και στο Εμίνονου και στη Δημαρχία αψίδες με μεγάλες επιγραφές με κεφαλαία ελληνικά γράμματα «ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ».

 

Ήταν ή εποχή πού τουρκική εφημερίδα καλωσορίζοντας τούς "Έλληνες ποδοσφαιριστές έγραφε με μεγάλα κεφαλαία ελληνικά γράμματα στην αθλητική της σελίδα «ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Πως να το ξεχάσεις αυτό, όταν με σπαραγμό αναλογίζεσαι τα τραγικά επακόλουθα.

                                                                               

 

Στην Πόλη ακόμα «οι καμπάνες χτυπούν γλυκύτερα από κάθε άλλο μέρος»; (14). Οι χαιρετισμοί ακούονται ακόμα στη Βλαχέρνα; Ανεβαίνουν τον ανήφορον του Μουχλιού οι Ιωακειμειάδες; Βγαίνει ακόμα στο παράθυρο, τα πρωινά ό Πατριάρχης να ευλογήσει το μαθητόκοσμο πού περνά κάτωθέ του; Στις απόμερες εκκλησιές υπάρχουν πιστοί ν’ ανάψουν κερί; Στα νεκροταφεία καίν τα καντήλια;

 

Πόλη «πόλεων πασών κεφαλή». «Άνήκεστον άλγος» ή στέρησή σου. Πόλη, μοναδική σ’ ομορφιά κι’ αρχοντιά. Στα τείχη σου και τούς πύργους σου «πίπτουσα. ουδέ ύποκύπτουσα» ή ψυχή σου. Είσαι το παρόν πού δε χάνεται, το παρελθόν πού δε σβήνει. Το «εύ ζην» μου σ’ εσένα τ’ οφείλω. Δίπλα στα ξένα στοιχεία μ’ έκανες να νιώθω περήφανος για τη θρησκεία μου, τη φυλή μου, τον εθνισμό μου. Σ’ εσένα οφείλω την αγάπη μου στη βυζαντινή μουσική.

 

Ή μνήμη των ξεριζωμένων «καίει άκαυτη βάτος» για σένα. Εάν σε λησμονήσω, «εάν έπιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, έπιλησθείη ή δεξιά μου, κολληθείη ή γλώσσά μου τώ λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ».

 

1.Καθηγητής στο Παν/μιο της Πόλης και Δήμαρχος.

 

2. θυμάμαι τη χαρακτηριστική απάντηση που έδωσε μια μέρα σε Ρωμιό με τον οποίο τον  χώριζε μια μικροδιαφορά και συνέβαινε να γνωρίζει το νουνό του. -" Κι' αυτουνού του μασκαρά θα του πω, να σου πάρει πίσω το λάδι!.. Καημένε Τζεμάλ, αιωνία σου ή μνήμη!

 

3. Στην εποχή των διώξεων, όταν αραιά και φοβισμένα ακούονταν τα ελληνικά κι’ ακόμη «σπασμένα» ·από τη νέα γενιά στην όποια γινόταν κατάφωρα καταπιεστική ή γλωσσική τουρκική εκπαίδευση, συνέβη να συνομιλήσω σε  κατάστημα τούρκικο, σε άπταιστη ελληνική, με κυρία πού, όταν έμαθα ότι ήταν Ρωσίδα, δε μπόρεσα να συγκρατήσω την έκπληξή μου. Και ή απάντηση ήρθε καυτή.—"Παλαιότερα, παιδί μου, έθεωρείτο ντροπή να μην ξέρει κανείς στην Πόλη ελληνικά!" . .

 

4. Φώναζε κι’ ό Τούρκος «τσίματζης»(καβοδέτης) μεταξύ σοβαρού κι’ αστείου. Χάιντε βαπούρ γκιντιόρ. Αρμενιστάν (ή Πρώτη), Γιουνανιστάν (ή Αντιγόνη), Φιλιστίν (ή Χάλκη)), Πάρις (ή κοσμοπολίτισσα Πρίγκιπος) . . .

 

5. Δες I. Μ. Παναγιωτόπουλου: «Το ταξίδι της Πόλης». «Νέα Εστία», τεύχος 497 τού 1948, σελ. 333-334.

 

6. Ιδρύθηκε στα 1933. Το 1948 αριθμούσε 1200 μέλη. Δες I. Μ. Παναγιωτόπουλου, όπου παραπάνω, τεύχος 498, σελ. 441.

 

7. Δες Διον. Λ. Ζακυθηνού: Βυζάντιον», Ίκαρος 1951, σελ. 147-150 και Κων/νου Αμάντου «Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων», τόμος Α' ΟΕΣΒ, Αθήναι 1955, σελ. 198-200.

 

8. θυμάμαι ακόμη σε τούρκικο Αναγνωστικό της Γ' Γυμνασίου πώς γινόταν λόγος για την· περίφημη οικογένεια των Ψάλτηδων πού ’χε παράδοση στην κατασκευή των καλύτερων επίπλων.

 

9. Φαίδωνος Κουκουλέ: «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τόμος Ε', εν Αθήναις 1952, όπου λόγος για τα βυζαντινά φαγητά.

 

10. Ό αρχαίος ποταμός Αρετή ή Αρεταί.

 

11. Θυμάμαι τη συντεχνία των Πωγωνισίων και Βορειοηπειρωτών κρεοπώληδων πού συχνά μαζεύονταν στου Αλή το Καζινάκι στό Κιρέτσιμπουρνου με λεβεντόγερους χασάπηδες να χορεύουν το Σαμαντάκα και το Κέντρο να μεταβάλλεται σε ηπειρώτικο με τα τραγούδια και τούς χορούς, τέτοιο πού δε θα το ’βρεις σήμερα ούτε στην καρδιά της Ηπείρου, τα Γιάννινα, μέχρι πού καμιά φορά επενέβαινε ή τουρκική αστυνομία,. . .

 

12. Φιλοδοξούσαμε τότε να εκδώσουμε «Λεύκωμα». Τα χρήματα όμως πού συλλέξαμε — άλλαι μέν βουλαί -ανθρώπων» — τα δώσαμε στο Γυμνασιάρχη μας (Γ. Δηκταμπάνη) για τις πολλαπλές ανάγκες της Σχολής, γιατί στο μεταξύ είχαν ξεσπάσει τα Σεπτεμβριανά γεγονότα τού 55 και ή Σχολή μας είχε φοβερές καταστροφές. Σώζεται, το γραφείο τού Γυμνασιάρχη, δωρεά δική μας, με την ένδειξη «οι, τελειόφοιτοι τού 1955».

 

13. Με συγκίνηση θυμάμαι, στον πρώτο χρόνο της εκπαιδευτικής μου υπηρεσίας, στα 1961, τη στιγμή πού μού χτύπησαν, την Πρωτοχρονιά, την πόρτα τού σπιτιού  στο Φανάρι οι Μεγαλοσχολίτες. Με ποιά έκπληξη άκουσα στο τέλος να μού τραγουδούν: "Και ή Μεγάλη μας Σχολή / τού Γένους μας καμάρι / σάς εύχεται χρόνια πολλά / μ’ υγεία και με χάρη!" Ήταν οι ίδιοι στίχοι πού πρόχειρα είχα σκαρώσει ως τελειόφοιτος και μού τούς έφερναν πίσω «διαδοχή των επιγιγνομένων» οι μαθητές μου....

 

14. Ευαγγέλου Γαλάνη, Μεγάλου Αρχιδιακόνου: Εκ Φαναρίου, Αθήναι 1968, •σελ. 237.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ "ΝΕΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΙΤΩΝ !964 -1965" ΑΘΗΝΑ 1975.

bottom of page