Εις Φραγκίσκα Φράιζερ, του Διον. Σολωμού
Μικρός προφήτης έριξε σε κορασιά τα μάτια
Και στους κρυφούς του λογισμούς χαρά γιομάτους είπε:
«Κι αν για τα πόδια σου, Καλή, κι αν για την κεφαλή σου,
κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάνι ο ήλιος,
δώρο δεν έχουνε για σε και για το μέσα πλούτος.
Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος».
Αυτό το μικρό διαμάντι είναι το δεύτερο ποίημα του Σολωμού, που δένεται εσωτερικά με την «Ημέρα της Λαμπρής» και ταυτόχρονα και τα δυο επικοινωνούν με τον Όμηρο.
Εκεί, μέσα στο τραγικό σκοτάδι, απρόσμενα με τις καμπάνες χύνεται φυσικό και υπερφυσικό φως, που πλημμυρίζει τη φύση και τις ψυχές.
Εδώ, η ομορφιά που σπιρούνισε την ψυχή του Σολωμού, λάμπει φυσικό και υπερφυσικό φως, όπως το θέλει η ψυχή του ποιητή, του ποτισμένου με ιδεαλισμό.
Ανάγκη να πάμε πάλι για λίγο στον Όμηρο, για να βρούμε τους συνεκτικούς κρίκους του Σολωμού με την ποίηση εκείνου.
Κάποτε, στην Ιλιάδα, έρχεται ώρα που είναι υποχρεωμένος ο Ποιητής να μας παρουσιάσει την Ελένη, την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο, που για χάρη της άναψε ο τρωικός πόλεμος και θερίζει τα κορμιά των παλληκαριών στους κάμπους της Τροίας.
Πώς να περιγράψεις όμως την ιδανική γυναίκα, το σύμβολο της ομορφιάς, αφού κάθε περιγραφή μπαίνει μέσα σε κάποια όρια, που το σύμβολο τα ξεπερνά; Ό,τι και να κάνεις είσαι υποχρεωμένος να περιγράψεις πρόσωπο, κόμη, σώμα, κίνηση. Ε, όλα αυτά, προκειμένου για ιδανικό το μειώνουν, δεν το δυναμώνουν.
Η μεγαλοφυΐα του Ομήρου θα βρει ένα μοναδικό τρόπο. Ο Ποιητής διαλέγει να βγάλει, από το παλάτι του Πρίαμου που μένει, την Ελένη και να τη φέρει στα τείχη της Τροίας μια τέτοιαν ώρα που οι δυο στρατοί Ελλήνων και Τρώων είναι έτοιμοι να συγκρουστούν για το έπαθλο του πολέμου που εκείνη ενσαρκώνει. Και καθώς περνά από τις Σκαιές Πύλες, τα πρώτα μάτια που την αντικρύζουν είναι μερικοί γέροντες που κάθονται λίγο παράμερα απ' τους πολεμιστές, ανίκανοι οι ίδιοι για μάχες και με σβησμένο τον ερωτικό πόθο. Έκθαμβοι, σαν περνά δίπλα τους το σύμβολο της ομορφιάς, σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους: Δεν είναι κατάκριση για μια τέτοια γυναίκα χρόνους πολλούς τόσα βάσανα να τραβάνε τα παλληκάρια των Ελλήνων κι οι Τρώες. Πώς το λεν οι αθάνατοι στίχοι;
«Ου νέμεσις Τρώας και ευκνήμιδας Αχαιούς τοιήδ' αμφί γυναικί πολύν χρόνον άλγεα πάσχειν».
Τώρα μπορεί να δουλέψει η φαντασία σας για το ποια ήταν αυτή η γυναίκα και τι είδους ομορφιά είχε!
*
Ο Σολωμός στην Κέρκυρα συχνά είχε δει την αγγλίδα κορασιά στενού φίλου του να περνά, μέσα σʼ ανοικτή άμαξα, κρατώντας στα λευκά γαντοφορεμένα χέρια της λουλούδια, τη μεγάλη πλατεία, τη Σπιανάδα και θέλησε να υμνήσει την υπέροχη ομορφιά της.
Από ποιανού στόμα όμως θα έβγαινε ο ύμνος; Ο μεγάλος δάσκαλος, ο Όμηρος, τον πρόλαβε πριν χιλιάδες χρόνια και έβαλε τους γέρους. Αυτός; Αν έβαζε τάχα, ένα μικρό παιδί, απονήρευτο και αξύπνητο στον ερωτικό πόθο δε θα μπορούσε να ευθυγραμμιστεί με το μεγάλο πρότυπο; Μα πώς είναι δυνατόν ένα παιδί μικρό να έχει τέτοια λογική επάρκεια και διεισδυτική ματιά, ώστε όχι μόνο να περιγράψει τις αρετές του κορμιού, αλλά να εισχωρήσει και στον εσωτερικό κόσμο της νέας και να περιγράφει τις αρετές της ψυχής της;
Ο ιδεαλιστής Σολωμός το ξεπέρασε με μια υπέρβαση που στους νόμους της τέχνης θεωρείται δεκτή και νόμιμη. Το μικρό του παιδί θα αποχτήσει υπερφυσικές ικανότητες και με τη δωρεά της ποίησης θα γίνει ένας προφήτης. Ένας μικρός προφήτης, ώστε με τη διάσταση αυτή να μπορεί να διηγείται και πράγματα μη ορατά στον κοινό νου ή οφθαλμό και από τη στιγμή αυτής της δωρεάς λειτουργεί η ποίηση.
Το πιο άψυχο και αναίσθητο που είναι η πέτρα και το πιο μέγιστο, ο ζωοδότης ήλιος, εμψυχώνονται και, ενώπιον της ομορφιάς, η πέτρα καταθέτει τον κρίνον (σύμβολο αγνότητας) και ο ήλιος το χρυσό στεφάνι. Μα τι είναι αυτά μπροστά στον ψυχικό κόσμο της κορασιάς! Εκεί ό,τι και να καταθέσεις είναι πολύ φτωχό έναντι τέτοιου ψυχικού πλούτου. Όμορφο σώμα, ομορφότερη ψυχή, ξανανάστησε ο Σολωμός το αρχαίο ιδανικό του καλού καγαθού, όπως κάποτε το είχαν οι πρόγονοί μας, μακριά από ενοχές σώματος και πολύ κοντά σ' ένα χριστιανισμό μπολιασμένο Ελλάδα.