top of page
Αυγουστιάτικοι ρεμβασμοί
augu.jpg

Mπροστά μου -θα πω παρακάτω πού βρίσκομαι- έχω την εργασία του συνάδελφου Δημήτρη Πλατανίτη “Το μοντέρνο μυθιστόρημα” και παραδί­πλα μου το ένθετο της Ελευθεροτυπίας, με ημερομηνία 16 Ιουλίου ‘99 “Η περιπέτεια του μεταμοντέρνου”.

Ακριβώς απέναντι μου η εθνική οδός. Τα τροχοφόρα, μια διαρκής, σχεδόν, ροή, περ­νούν ακράτητα, σαν βολίδες.

Και τα δυο αυτά περιστατικά μου δίνουν την αίσθηση της ραγδαίας εξέλιξης, της φρε­νήρους μεταβολής. Εμείς, η σπορά του ‘40, προλάβαμε να βιώσουμε το χρόνο, πόσο αβίαστα κυλούσε, ζούσαμε έντονα τη μεγάλη διάρκεια των εποχών.

“Λαλούσαν τα ρίθια” (=τα ορνίθια) και ήταν οι χρονοδείχτες της νύχτας. Κυλούσε ο ήλιος και το “δικέντρι” (=η βουκέντρα) ήταν ο δείχτης των ημερήσιων ωρών.

Από το ησιόδειο άροτρο και το λυχνάρι περάσαμε στην ηλεκτρική, στην ηλεκτρονική και στη διαστημική εποχή, εποχή του ιλίγγου. Η αρχαία ρόδα και φωτιά, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εξελίχτηκαν σε διαστημό­πλοιο και πυρηνική ενέργεια.

Από μιαν άποψη πρέπει να είμαστε πολύ ευχαριστημένοι. Ζήσαμε πολλές ζωές σε συμπυκνωμένο χρόνο.

Οι νέες γενιές, με την προϋπόθεση ότι θα ορθοφρονήσει ο άνθρωπος, όπως θέλω να πιστεύω και το ελπίζω, θα ζούνε την εποχή των θαυμάτων με εισαγωγικά και χωρίς.

Βρίσκομαι στο ξενοδοχείο “Κανάλι” πάνω στην εθνική οδό Πρέβεζας - Πάργας, σε από­σταση 16 χιλιομέτρων από την πρώτη. Χτι­σμένο σε έκταση στρεμμάτων, με θέα όλων των δωματίων στη (θάλασσα, διαθέτει πισίνα και ένα καταπράσινο κήπο με γλυσίνες, φοί­νικες, αροκάριες, ελιές και ζωηρό γρασίδι.

Ενα δρεπανωτό τόξο δεκαεφτά χιλιομέ­τρων, που ξεκινά από το Μύτικα της Πρέβε­ζας και εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας, σχηματίζει μια μεγαλειώδη χρυσή ακτή, όμοια της οποίας σπάνια συναντά κανείς σε παγκόσμια κλίμακα, άλλη μια εκπλήσσουσα ομορφιά της πατρίδας μας -φοβάμαι άγνω­στη στο πλατύ κοινό των Ελλήνων. Σε από­σταση δυο χιλιομέτρων, προς την πλευρά της Πρέβεζας, στην παραλία Μονολίθι, κοντά στην αρχαία Νικόπολη, ένα κοσμοπολίτικο Clubχτισμένο σε ρωμαϊκούς ρυθμούς με απαλά χρώματα τούβλου, σε πλήρη αφομοί­ωση με τον ιστορικό τόπο, ζωντανεύει περί­που μια ρωμαϊκή έπαυλη με αίθρια δωμάτια υποδοχών, πισίνα, πύργους, κατακόμβες και υπόγεια στοά με γυάλινα παράθυρα να φαί­νονται οι λουόμενοι, όταν κάνουν βουτιές.

Το τοπίο θυμίζει μικρή χερσόνησο. Στα φλόγινα ηλιοβασιλέματα μοιάζει πλεούμενο πάνω στα ροδαλά νερά του Ιόνιου.

Κάτω από το κέντρο απλώνεται η χρυσή αμμουδιά αυτού του δρεπαντού πλούτου με ντους, ξαπλώστρες και ηλιακές ομπρέλες.

Το μεράκι, σε συνδυασμό με την αγάπη στην ομορφιά, εδώ πήραν άριστα.

Αγάλματα, πίνακες, μωσαϊκά ελληνιστικής εποχής, μάρμαρα και πλακάκια θα τα ιδείς λεπτομερειακά προσεγμένα. Σε έξι ή εφτά διαφορετικά επίπεδα οι θέσεις των τραπεζιών πάνω από την πισίνα.

Ο απόλυτος σεβασμός στην πλούσια χλωρί­δα του τόπου, επέτρεψε στον ευκάλυπτο να αναδύεται απτόητος από το… κέντρο της σκε­παστής αίθουσας, να τρυπά την οροφή και ν’ αναπνέει ουρανό!

Το κέντρο, με βραδινό εστιατόριο, λάμπει από πάστρα και αρχοντιά και, το σπουδαιό­τερο, να μη το ξεχάσω, είναι προσιτό για όλα τα βαλάντια.

Ολες αυτές τις όψιμα ανακαλυμμένες ομορφιές, και πολλές άλλες, τις οφείλω σε έναν φλογερό εραστή, έναν πραγματικό λάτρη του Πρεβεζιάνικου τοπίου, τον Σπύρο Κωστούλα, έναν ζωντανό και ακούραστο άνθρωπο και στην αξιαγάπητη γυναίκα του τή Τζένη. Που μας συντρόφεψαν και μας ξενάγησαν στο παρελθόν και το παρόν αυτού του τόπου.

Απέναντι μου, σε απόσταση περίπου 250 μέτρων, απλώνεται, απέραντη, η ηχήεσσα θάλασσα του Ιόνιου, ελκυστική, δροσερή στην επαφή μαζί της, σε καλεί στους πολυφωνικούς κυματισμούς της, στα κρουστά μετάξια των υγρών θελγήτρων της. Φλογισμένος ο αυγουστιάτικος Υπερίονας καταιονίζει με κρουνούς φωτός τα νερά της, χιλιάδες εκατομμύρια καθρεφτάκια εκρήγνυνται λάμποντας σε ένα μεγαλειώδες υγρό απε­ραντοσύνης.

Ο ήλιος μας, ο δικός μας ήλιος, ο φιλιωμέ­νος με τις στεριές και τις θάλασσές μας, είναι ένα τρίπτυχο, που αποτελεί σημείο εντοπιότητας και δίκαιης καύχησης.

Αυτή τη δίκαιη καύχηση έντεχνα ο Σεφέρης μας τη δίνει έμμεσα από το στόμα μιας ξένης και το στίχο του Auden: Homer’s world, not ours.

Στο ποίημα “Στα περίχωρα της Κερύνειας” συνομιλούν δυο αγγλίδες. Πού να καταλάβει ο κόσμος του βορρά, της ομίχλης και των φαντασμάτων αυτό το ανακριτικό καταιόνισμα του φωτός, που πολιορκεί σώματα και ψυχές και δεν αφήνει σκοτεινή γωνιά στα αντικείμενα.

Θα προτιμούσα

τη ζεστασιά τον ήλιον χωρίς τον ήλιο' θ’ αποζητούσα

μια θάλασσα πον δεν απογυμνώνει' ένα μαβί

χωρίς φωνή,

Χωρίς αυτή την  ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή,

Θα με ξεκούραζε το σιωπηλό χάδι της ομί­χλης στα κρόσσια τον ονείρου'

 αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μου, είναι

τον Ομήρου.

(Η καλύτερη φράση που άκουσα γι αυτό τον τόπο. Σημειώνει ο Ποιητής).

Πολλές φορές έχω νιώσει την ανάγκη, ατε­νίζοντας τους ανοιχτούς ορίζοντες των νερών, ίσαμε εκεί που αντέχει το μάτι, να βυθιστώ, να χαθώ, να εξαϋλωθώ στην απερα­ντοσύνη του υγρού στοιχείου και όταν το κατορθώσω να επιστρέφω ανάλαφρος και πιο ζωντανός στο παρόν.

Αγάπη μου θάλασσα! Από τότε που σε ανα­κάλυψα, δεν νοώ καλοκαίρι μακριά από τη δροσερή αγκαλιά σου.

Παιδί του χωριού, που στη μόνη του επαφή με το υγρό στοιχείο ήταν ένα φτωχό ποταμά­κι τού γενέθλιου τόπου του, στου οποίου τις οβίρες βρεχόταν και πλατσάριζε, εκεί, στα μαγεμένα -τότε- και φωτερά -τότε- νερά του Βοσπόρου, όπου το κύμα της ιστορίας απροσδόκητα τον είχε φέρει, δέχτηκε τη μεγά­λη μύηση μαζί σου.

Εκεί ο νεαρός, τότε, στα Θεραπειά που έμενε, λούζονταν στα νερά σου και μια φεγ- γαροβραδυιά κολύμπησε τα μεσάνυχτα απέ­ναντι από το ξενοδοχείο “Τοκατλιάν” -κι αυτό τότε!

Ο Βόσπορος όλος καταυγάζονταν από το ασημένιο παραμιλητό του φεγγαριού, που χύνονταν στη θάλασσα ως χρυσός όμβρος.

Και τότε ο νεαρός αναθυμήθηκε το μυθικό επεισόδιο και χάραξε δυο στιχάκια, από τα οποία το ένα -επιτρέψτε του να- το θεωρεί όχι της σειράς:

 

             ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ

 Σε βράδια φεγγαρόλουστα κι εαρινές λαγνείες,

 θυμήσου θάμα! Η θάλασσα Δανάη. Φεγγάρι ο Δίας!

Ο καιρός, βέβαια, δεν ήταν εαρινός. Ηταν μια από τις πυραχτωμένες νύχτες του θείου Ιούλιου.

Ο πρώτος, όμως, στίχος, που προετοιμάζει τον δεύτερο, αναφέρεται σε έαρ”.

Το επίθετο “εαρινός” έχει λάμψη, ποιητική ανταύγεια, τον έθελγε και, ποιητική αδεία, όπως λένε, το κράτησε. Μα εκείνη την ευτυχή συγκυρία, κατά την οποία συνέπεσε, στο δεύ­τερο στίχο, να συμπλεύσουν ηχηρά και δασέα σύμφωνα με ανοιχτούς τους φθόγγους, αργό­τερα την κατάλαβε πόσο βοηθητική ήταν στην υποβολή του ερωτικού οργασμού, που δονείται και εκχειλίζει συμπαντικός μέσα από το μυστήριο και το θάμα.

*         * *

Kοντά μας βρίσκονται οι εκβολές του Αχέροντα και το αρχαίο Νεκυιομαντείο επί της Αχερουσίας λίμνης, η οποία σήμερα δεν υπάρχει.

Η περιοχή του σημερινού Φαναριού, πριν αποξηρανθεί, ήταν και παλαιά τόπος ελώδης με υπόγεια και υπέργεια νερά, η ελονοσία θέριζε, οι άνθρωποι πέθαιναν πρόωρα. Πολ­λές φορές ακουγόταν ένας ρόχθος από τα υπόγεια ρεύματα.

Ολα αυτά οδήγησαν τους παλαιούς, προγό­νους μας να ταυτίσουν τον τόπο με το βασί­λειο του Αδη, τον σκοτεινό τόπο των νεκρών.

Εδώ έρχονταν οι πονεμένοι και οι διψασμένοι να μάθουν τα αιώνια μυστικά της ζωής συνομιλώντας με τους νέκυιες, δηλ. τους νεκρούς.

Ετσι έζησαν οι μακρινοί μας πρόγονοι πιστεύοντας στους πολλούς θεούς, τόσο του απάνω όσο και του κάτω κόσμου. Και οι δυό αυτές έννοιες, πάνω και κάτω κόσμος, από αυτούς μας ήρθαν. Νηστείες, τελετές, καθαρμοί, μαντείες, χρη­σμοί, συνομιλίες με νεκρούς, θαύματα, όταν πιστεύει κανείς, όλα είναι δυνατά. Υπάρχει θρησκεία χωρίς θαύματα;

Τώρα, όλα αυτά ανήκουν στον κύκλο της μυθολογίας. Δεν πεθαίνουν μόνον οι άνθρω­ποι· πεθαίνουν και οι θεοί. Για τους ανθρώ­πους όμως εκείνους ήταν η πραγματικότητα και η αλήθεια.

Αυτή η πραγματικότητα και αλήθεια, όταν αλλάζει η θρησκεία, φαίνεται τόσο μάταιη και ψεύτική, ώστε να μοιάζει με παραμύθι.

Μυθολογία έχουν οι λαοί που άλλαξαν θρησκεία. Οι Εβραίοι είναι λαός χωρίς μυθο­λογία...

Οι μακρινοί μας πρόγονοι ταύτιζαν το φως του ήλιου με τη ζωή και το σκοτάδι με το θάνατο.

Στον μεγάλο γενάρχη της ποίησής μας “ορώ φάος” (=φως) σημαίνει ζωή. Αντίθετα, όταν θέλει να διατυπώσει τον θάνατο ενός πολεμιστή, συνηθισμένες του εκφράσεις είναι ο “χάλκεος ύπνος”, η “καιλαινή (=μαύρη) νυξ” και το “σκότος” που τους καλύπτει τα μάτια. [“Τόν δέ σκότος όσσε (=στα μάτια) κάλυψε”].

Την αγάπη τους για τη ζωή τη διαπιστώ­νουμε πάντα στην αρχαία γραμματεία: Μαίνεται <δ ’ ός εύχεται θανείν. Κακώς ζήν κρείσσον ή καλώς θανείν.

Με την ίδια ψυχοσύνθεση και ο σύγχρονος Ελληνας παρόλα τα δεινά της πολύχρονης σκλαβιάς, τραγούδησε κατά τον ίδιο τρόπο. Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλνκιά ‘ναι κι όποιος τον θάνατο ποθεί πρέπει τρελός για νά ‘ναι.

Ακριβώς γιατί η ζωή είναι γλυκιά και ωραία (ηδύ το φως βλέπειν) και δεν θέλεις να προδώσεις τα ιδανικά σου, και καταστρέψεις, κατά τον Σωκράτη, την “ομολογία” (=συμφωνία) με τον εσωτερικό σου κόσμο, μπορείς, τότε, να αντιμετωπίσεις και τον θάνατο μέ καρτερία και ψυχικό μεγαλείο.

Φως, λοιπόν, και σκοτάδι. Ζωή και θάνα­τος. Οσο και αν μισείς το ένα και αγαπάς το άλλο, αυτά τα δύο πάνε δίπλα-δίπλα. Οπως η Ανατολή και η Δύση. Το ένα γεννάει το άλλο.

. Στον Κάλβο, σε ένα του τραγικό οραματισμό, που εξέφρασε με ανεπανάληπτους στί­χους, το ένα βρίσκεται μέσα στο άλλο:

Ο ήλιος κνκλοδίωκτος ως αράχνη με δίπλωνε

 και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως.

(Εις θάνατον).

Η καρδιά του ποιητή δυο φύλλα ανοιχτά. Η μισή είναι γεμάτη ήλιο. Στο άλλο μισό καραδοκεί ο θάνατος. Και ο Ελύτης που βλέ­πει τα πράγματα από την άλλη τους μεριά, όταν γράφει “πενθώ τον ήλιο” σε ανάλογους τραγικούς οραματισμούς εκτρέπεται.

* * *

Bορειοδυτικά μας υψώνονται τα βουνά του Σουλίου. Απέναντι από την αρχαία Κασσώπη είναι το Ζάλογγο. Από τη δημοσιά του δρόμου προς Καναλάκι, λευκάζει το ομαδικό σύμπλεγμα των υπέροχων γυναικών, που πήδηξαν στο θάνατο, για να μη προδώσουν την πίστη τους σε ιδανικά!

Ηταν αρχικά Αλβανοί οι αρβανίτες; Ηταν από τη χώρα των Αρβάνων, όπως παν να διαπιστώσουν νεότερες έρευνες; Τί σημασία έχει η καταγωγή, όταν το φρόνημα είναι αυτό που είναι; Ο Ισοκράτης πρώτος διακήρυξε πως δεν είναι η καταγωγή αλλά η κοινή παι­δεία, που παίζει τον πρώτο ρόλο.

Ανθρωποι που αρχικά δεν μπορούσαν με τη σκέψη τους να ιδούν πιο πέρα από τη φάρα τους, μέσα από τις κοινές παραδόσεις των Ελλήνων, την αύρα του δημοτικού τρα­γουδιού, τα μηνύματα του διαφωτισμού και τον εμποτισμό τους στο αθάνατο κρασί του’21, πήραν μέρος στον κοινό αγώνα, πρώτεψαν, τους χαρακτήρισε η υπέρτατη αυτο­θυσία και πολλοί τους έφθασαν σε πανελλή­νιες μορφές αγνότητας και θυσίας με χαρα­κτηριστική τη μορφή του Μάρκου Μπότσαρη.

*         * *

O Αύγουστος είναι ο μήνας των διακο­πών, της ξεγνοιασιάς, των αισθαντικών και των γλεντζέδων με τα δυο μεγαλό­πρεπα φεγγάρια τους και τα πολλά πανηγύ­ρια.

Αν όσοι από ψυχική οκνηρία έχασαν τα πρώτα, τους εύχομαι να ζήσουν τα δεύτερα.

bottom of page